Αράζω αναπαυτικά στη βιεννέζικη κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς Μαρίας και αναπαύομαι. Είναι από τις σπάνιες στιγμές που δεν ακούω μουσική, αφού καθισμένος δίπλα από το τζάκι ακούω τη «συμφωνία της φωτιάς» που τυλίγει και καίει τα ξύλα.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Το καθένα έχει τη δική του φωνή και αλλιώτικο ήχο την ώρα που το αγκαλιάζει και το τυλίγει η φλόγα. Αυτά τα κούτσουρα υπήρξαν δέντρα περήφανα με τις ρίζες τους ν’ απλώνουν κάτω από τη γη ενώ στα κλαδιά τους έκαναν φωλιές ή κούρνιαζαν πουλιά και τα καλοκαίρια έστηναν τραγούδι τα τζιτζίκια και τα τριζόνια.
Είχαν για στέγη τους τον ουρανό, στέκονταν περήφανα σε κοιλάδες και σε βουνά χαρίζοντας μας το οξυγόνο και τη σκιά τους. Μέσω τους μπορούσες να αφουγκραστείς τον ήχο της σιωπής ενώ το θρόισμα του αέρα που περνούσε ανάμεσα στις φυλλωσιές τους μετατρεπόταν σε μελωδία και σε στιγμές αθανασίας. Τώρα αναλωμένα από τη φωτιά, θα ξαναγίνουν αέρας και θα είναι παντού στους αιθέρες.
Αφήνομαι στο μελωδικό τρίξιμο των ξύλων που σμίγει με τη βροχή και τον άνεμο, λυγίζοντας τα δέντρα έξω από το παράθυρό μου. Αναπαύομαι, στην ίδια βιεννέζικη κουνιστή καρέκλα, προίκα της γιαγιάς Μαρίας στην οποία καθόταν για να θηλάσει τον πατέρα μου και τους αδελφούς του σαν ήταν βρέφη, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Κάπου στα μέσα του ίδιου αιώνα πήραν σειρά στη βιεννέζικη καρέκλα εγώ, ο αδερφός μου Διονύσης και η αδερφή μου Φωτεινή. Ο 20ος αιώνας έφτανε στο τέλος του και λίγο προτού μπούμε στην περιβόητη νέα χιλιετία και στον 21ο αιώνα, πήρα εγώ σειρά στη βιεννέζικη, με τα δικά μου παιδιά, λικνίζοντάς τα και λέγοντας τους παραμύθια.
Η πολυθρόνα αυτή από ξύλο λυγαριάς έφτασε στο χωριό από την αυτοκρατορική Βιέννη. Όταν τη δεκαετία του 60 οι γονείς μου φύγανε μετανάστες στην Γερμανία για ένα καλύτερο μέλλον ο παππούς μου ο Θεοχάρης τους έδωσε το σπίτι στον Άη Νικόλα για να κάνουν μια νέα αρχή στην ζωή τους, οι γονείς μου το επιπλώσανε με μοντέρνα έπιπλα, κρατώντας μόνο την κουνιστή πολυθρόνα και τις βιεννέζικες καρέκλες της γιαγιάς.
Σήμα κατατεθέν, σε πολλά αστικά σπίτια από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι γνωστές Τόνετ ήταν κομψές και αναπαυτικές στην πλάτη, ελαφριές και εύκολες να μετακινηθούν με το ψάθινο κάθισμά τους. Στην Αυστρία γέμισαν με αυτές τα βιεννέζικα καφέ, τα ιατρεία, τα ξενοδοχεία αλλά ταυτόχρονα την προμηθευόταν και η εργατική τάξη εφόσον η τιμή αγοράς της ήταν χαμηλότερη από ένα μπουκάλι κρασί. Ήταν η καρέκλα του λαού, που λόγω της κομψότητας και ανατομίας της, την είχε επιλέξει ο Brahms για το πιάνο του και ο Lenin είχε μια τέτοια όταν καθόταν να γράψει. Ο αρχιτέκτονας Le Corbusier είχε πει πως ήταν ότι κομψότερο είχε δει. Λεπτεπίλεπτες, αλλά κάθε άλλο παρά εύθραυστες, άντεχαν στον χρόνο και στα βάρη που κουβαλούσαν.
Μεγάλη επιτυχία είχε και η κουνιστή Tonet, η πολυθρόνα των γιαγιάδων που συγκρίνοντας την κομψότητά της με τις σημερινές «lazy chairs», τις «πολυθρόνες του τεμπέλη», οι τελευταίες μοιάζουν με τον King Kong σε όγκο. Εντούτοις, είναι αναπαυτικότατες, βουλιάζεις μέσα τους και με τηλεχειριστήριό ανεβάζεις ή κατεβάζεις κατά βούληση τα πόδια και την πλάτη. Χαρά θεού να βλέπεις ταινία ή να απολαμβάνεις ένα μεσημεριανό υπνάκο σ’ αυτές, όσο κι αν παραμένουν αισθητικά άκομψες και άχαρες.
Η «καρέκλα του τεμπέλη» μοιάζει με το αμερικανικό όνειρο. Υπερμεγέθης, υπερβολική, ογκώδης, όπως οι αμερικάνικες συσκευασίες αναψυκτικών, τα χάμπουργκερ, τα αυτοκίνητα, οι γερουσιαστές και οι πρόεδροι τους. Βγαίνουν στις προεκλογικές τους εκστρατείες σαν ηθοποιοί ή show-men κάνοντας φιγούρες à la John Travolta. Διερωτάσαι αν κάποιοι από αυτούς είναι ζωντανοί ή τους αντικατέστησαν με φουσκωτά τηλεκατευθυνόμενα ομοιώματα. Οι δικοί μας πολιτικοί, είναι βέβαια αψεγάδιαστοι, σοβαροί και καθώς πρέπει. Ακολουθούν κατά λέξη όσα τους δίδαξαν οι επικοινωνιολόγοι τους ενώ κάποιοι μιμούνται τους προκάτοχους τους. Ακαταμάχητες οι προεδρικές, υπουργικές, βουλευτικές και «δημοτικές» καρέκλες.
Από τη κουνιστή μου πολυθρόνα, βλέπω καθημερινά τις ειδήσεις που προβάλλουν τα τηλεοπτικά μας κανάλια, από την πολυθρόνα μου αυτή παρακολούθησα και τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές και την εκλογή Trump στο αξίωμα του Προέδρου, δυστυχώς όμως πολλές φορές διαπιστώνω τον συχνό ξεπεσμό του ανθρώπου που και τι δεν κάνει για την αναρρίχηση στην εξουσία. Απειροελάχιστοι είναι αυτοί που την αρνούνται και μένουν ρομαντικοί και πιστοί στις ιδέες τους, που επιμένουν μέχρι το τέλος της καριέρας τους να είναι δοσμένοι στο λειτούργημα τους, οι οποίοι ναι μεν στέλνουν με χιούμορ και καυστικότητα «χαιρετίσματα στην εξουσία» καταδικάζοντας τα κακώς έχοντα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής σκηνής του τόπου μας, χωρίς να προσπαθούν στην ζωή τους να δίνουν πολιτικό πρόσημο στον καθημερινό τους αγώνα.
Πόσες πραγματικά άραγε “καθημερινές” ιστορίες κρύβονται μέσα στα οικογενειακά μας κειμήλια που αν είχαν φωνή θα μας τα διηγούνται και πόσα άλλα οικογενειακά μας κειμήλια οδηγούνται στην καταστροφή για χάρη των σύγχρονων…