Μετά την αναγγελία από το μεγάφωνο, όλοι στην αποβάθρα κοιτάζαμε τον ορίζοντα, προς τη μεριά του Ολύμπου, εκεί από όπου θα εμφανιζόταν το «θηρίο», που σε λίγο έμπαινε με μεγαλοπρέπεια σφυρίζοντας στο σταθμό και έτρεμε η γη κάτω από τα πόδια μας…
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Εκείνη την εποχή, που δεν είχαμε δικό μας αυτοκίνητο, τα ταξίδια με τραίνο ήταν ένα μεγάλο κομμάτι από τις παιδικές μας αναμνήσεις, εντελώς μαγικό. Λέξεις όπως ταχεία, σεμπλόν, ωτομοτρίς, σταθμάρχης, βαγόνι, δεν υπάρχουν πια.
Πώς να ξεχάσει κανείς τον σταθμάρχη με το στρογγυλό πράσινο σήμα, που σήκωνε ψηλά για να το δει ο οδηγός του τραίνου, και τη σφυρίχτρα ότι όλα είναι έτοιμα και οι πόρτες κλειστές…
Την εκκίνηση από το σταθμό που επιτάχυνε διαρκώς σφυρίζοντας και ξεφυσώντας…
Τον ελεγκτή με το καπελάκι που περνούσε από τα βαγόνια και το καφετί εισιτήριο που τού άνοιγε τρυπούλα μ’ εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο…
«Όλα τα εισιτήρια, παρακαλώ…»!
Τους φαντάρους που ταξίδευαν με μετάθεση για τον Έβρο…
Την αίσθηση ελευθερίας μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο όπου σηκωνόμαστε στις μύτες για να βλέπουμε καλά έξω και να μάς χτυπάει ο αέρας στο πρόσωπο…
Υπήρχε, βέβαια, και η προειδοποίηση-οδηγία που δεν καταλαβαίναμε τι σήμαινε, στα γαλλικά, να μη βγάζουμε το κεφάλι έξω από το παράθυρο, “ne pas se pencher au dehors”….
Έξω από το παράθυρο όλα ήταν μαγικά, η συνεχής εναλλαγή του τοπίου μέσα από χωράφια με αγροτικές ασχολίες σε εξέλιξη…
Η φιδίσια κίνηση του τρένου στις στροφές…
Το πέρασμα από τις 4 σιδερένιες γέφυρες ΓΑΛΑ (Γαλλικός, Αξιός, Λουδίας, Αλιάκμονας), όπου το τραίνο έκοβε ταχύτητα…
Το σουβλάκι στο Πλατύ, καρφωμένο σε μια φέτα ψωμί, που αγοράζαμε από το παράθυρο του τραίνου με μία δραχμή…
Τις πρώτες πολυκατοικίες στα προάστεια της Θεσσαλονίκης, σημάδι ότι πλησιάζαμε στην μεγάλη πόλη, να ετοιμαζόμαστε για την αποβίβαση…
Και την αναγγελία από το μεγάφωνο: «Η ταχεία αμαξοστοιχία Αθηνών-Λαρίσης-Θεσσαλονίκης εισέρχεται εις την πρώτην γραμμήν»…