«Χρήσιν λαχανικών δεν κάμνουν, ει μή σπανίως […] Όταν επιστρέφουν εκ της πόλεως Κατερίνης, βλέπει τις συχνάκις τους γεωργούς να φέρουν υπό μάλης και δέμα πράσσων—Ο ρουχισμός, επίσης, είναι ανεπαρκής—Ο ύπνος των δεν είναι αναπαυτικός— Αι εις ιατρούς και φάρμακα δαπάναι είναι σχετικώς πολλαί και αι εκ της ελονοσίας και εξ άλλων αιτίων προσβολαί των κατοίκων είναι συχναί».
(Ν. Θ. Θεοδώρου, Γεωργικόν Δελτίον, σσ. 49-208, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου 1939).
Πολύτιμη πηγή για την κατάσταση της γεωργικής οικονομίας στην περιφέρεια Κατερίνης κατά τον μεσοπόλεμο αποτελεί η μελέτη του Ν. Θ. Θεοδώρου «Γεωργο-οικονομική μελέτη επί τεσσάρων αντιπροσωπευτικών χωρίων του λοφώδους τμήματος της περιφερ. Κατερίνης» (Γεωργικόν Δελτίον, σσ. 49-208, τεύχος πέμπτον, Υπουργείον Γεωργίας. Υπηρεσία γεωργικών και οικονομικών μελετών, Εν Αθήναις, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου 1939).
Η εξαιρετικά κατατοπιστική εργασία του Ν. Θ. Θεοδώρου, με ημερομηνία γραφής «Ιούλιος 1938» και με 69 χρήσιμους πίνακες προσφέρει μια ρεαλιστική περιγραφή της δεινής θέσης των γεωργών λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατοχή. Επισημαίνονται με κοινωνιολογική ακρίβεια οι διατροφικές συνήθειες της γεωργικής οικογένειας στην πόλη μας, το είδος των τροφίμων που καταναλώνεται, η ποιότητα, η ενδυμασία και ο ρουχισμός, καθώς και τα οικονομικά και κοινωνικά πιεστικά προβλήματα (δάνεια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χρέη σε παντοπώλες κλπ.). Παρατίθενται από την μελέτη αυτή πέντε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
- «Η διατροφή της γεωργικής οικογενείας είναι επίσης πενιχρά και ανάλογος προς την οικονομικήν κατάστασιν. Χρήσιν λαχανικών δεν κάμνουν, ει μή σπανίως, διότι είναι δύσκολον να προμηθεύονται τοιαύτα, αφ’ ενός μεν διά λόγους οικονομικούς και αφ’ ετέρου διότι δεν καλλιεργούνται εις τα χωρία ταύτα. Όταν επιστρέφουν εκ της πόλεως Κατερίνης, βλέπει τις συχνάκις τους γεωργούς να φέρουν υπό μάλης και δέμα πράσσων. […] Τα οσπριώδη παράγονται εις ανεπαρκήν ποσότητα δια την διατροφήν των οικογενειών. Δυσκόλως όμως και αγοράζονται λόγω της ακριβείας εις ην πωλούνται υπό του μπακάλη αραιότατα λαμβάνοντα, ωε εκ τούτου, μέρος εις το σιτηρέσιον αυτής. Κρέατος σπανίαν χρήσιν ποιούσι και κυρίως κατά την εβδομάδα των εορτών των Χριστουγέννων, ότε σφάζεται ο χοίρος της οικογενείας, το Πάσχα και τας Απόκρεω. Τα ορνίθια συνήθως πωλούνται, διά να εξυπηρετηθώσιν άλλαι ανάγκαι της οικογενείας, και σπανιώτατα τρώγονατι υπό της οικογενείας. Συνήθως διά τους ασθενείς διαθέτουν ορνίθια» (ό. π., σ. 182).
- «Ο ρουχισμός, επίσης, είναι ανεπαρκής, τα έπιπλα ελάχιστα και τα οικιακά σκεύη ελλιπέστατα. Η οικιακή βιοτεχνία είναι άγνωστος. Δεν δύνανται να υφαίνουν, ούτε καν να ράπτουν τα εσώρρουχά των αι πλείσται των γυναικών» (ό. π., σ. 183).
- «Ο ύπνος των δεν είναι αναπαυτικός. Κοιμώνται ως επί το πλείστον με τα εσώρρουχά των άτινα φορούν και εις την εργασίαν, πλείστοι δε και ενδεδυμένοι πλήρως ως έχουν όταν επιστρέφουν εκ των αγρών» (ό. π.).
- «Αι εις ιατρούς και φάρμακα δαπάναι είναι σχετικώς πολλαί και αι εκ της ελονοσίας και εξ άλλων αιτίων προσβολαί των κατοίκων είναι συχναί, με δυσάρεστα πολλάκις επακόλουθα, συνεπεία της εκ της ελλιπούς διατροφής των κατοίκων μειωμένης αντοχής των» (ό.π.).
- «Εκτός των εις χρήμα λαμβανομένων, υπό της γεωργικής οικογενείας, δανείων, λαμβάνονται δάνεια και εις είδος από τους παντοπώλας των χωρίων. Τα δάνεια ταύτα είναι διά είδη διατροφής, είδη δομής και ξυλείας, ρουχισμού κτλ. Άτινα χρησιμοποιούνται υπό της οικογενείας κατά την διάρκειαν του έτους και εξοφλούνται τον Σεπτέμβριον, με την πώλησιν των σιτηρών. Τοιαύτα χρέη προς παντοπώλας, μη εξοφληθέντα με την κρίσιν του 1929 επί 2-3 έτη, επληθύνθησαν και απετέλεσαν σοβαρόν βάρος εις τον γεωργόν, όχι ολιγώτερον δύσκολον των άλλων ειδών δανείων. Η καθυστέρησις δε αύτη είχεν ως επακόλουθον, ουχί σπανίως, και σοβαράν εκμετάλλευσιν αυτών των γεωργών. Τα προς τους παντοπώλας χρέη των γεωργικών οικογενειών ανέρχονται κατ’ έτος από 500 δραχμάς μέχρι και 15.000 δραχ. Υπάρχουν δε οικογένειαι, αίτινες οφείλουν προς τοιούτους, και μέχρι 60.000 δραχμών, ποσόν συγκεντρωθέν εις το διάστημα των ετών αυτών, από του 1929, λόγω μη πληρωμής αυτών κατ’ έτος» (ό.π., σ. 181-182).
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα
antoniskalfas@yahoo.gr