Της Δέσποινας Ποικιλίδου
Ιδού, ένα σποράκι απ’ την ποδιά σου
Κύριε, είμαι κι εγώ,
Ένα μικρό σποράκι είναι κι ο φίλος μου,
που πέσαμε σε γη καλή,
σε εύφορη και καρπερή.
Και όταν ήρθε ο καιρός,
φυτρώσαμε βλαστήσαμε,
φέραμε φύλλα και κλωνιά,
απ’ την καλή φροντίδα σου,
το πότισμα, το κλάδεμα,
και το σωστό λίπασμα της γης.
Έτσι κι εμείς στην ώρα μας
καρπίσαμε νόστιμα φρούτα
και ώριμους καρπούς.
Και όταν ήρθες Κύριε,
τη σοδειά για να συνάξεις
απλόχερα σου απλώσαμε
τα φορτωμένα μας κλαδιά
με ρόδα και βερίκοκα,
τις μυρωδάτες λιχουδιές να απολαύσεις.
Κι έφαγες και πούλησες και χάρισες,
και άφησες τα υπόλοιπα,
να φάνε οι πεινασμένοι.
Χαίρομαι και σ’ ευγνωμονώ,
για την μεγάλη σου εύνοια,
που νοιώθουμε μέσ’ την καρδιά,
εγώ και οι αδελφοί μου,
μα δεν μπορώ να συγκρατώ τα δάκρυα
που τρέχουμε βαθιά απ’ την ψυχή μου,
είναι δυό δάκρυα καυτά,
δάκρυα πονεμένα,
αντάμα με τα δάκρυα, της πεινασμένης μάνας
εκείνης εκεί της άμοιρης
στην μακρινή Υεμένη,
που απελπισμένα κλαίει και θρηνεί
κρατώντας στην αγκάλη της,
σκελετωμένο ένα παιδί,
που απ’ την πείνα την πολύ, πεθαίνει
διότι η γη τους η άγονη, ξερή και χέρσα μένει.
Θλίβομαι και αναφωνώ γιατί;
Γιατί, αφού αυτός ο πλούσιος και όμορφος
πλανήτης
Διαθέτει άφθονη τροφή,
Να φάνε όλοι οι φτωχοί, της γης οι πεινασμένοι;
Γιατί πεθαίνουν μάνες και παιδιά; Ποιος φταίει;
Το μόνο φταίξιμο τους είναι,
πως έπεσε ο σπόρος τους, σε μία άνυδρη πηγή,
σ’ ένα κατάξερο χωράφι, γεμάτο όμως με λιγνίτη
με διαμάντι, με χρυσάφι…
Λοιπόν, κάποιος τους κλέβει εδώ στη γη,
αρπάζει την μπουκιά τους.
Είμαστε εμείς, εγώ κι εσύ,
Που τρώμε τις διπλές μπουκιές,
Τριπλές και την δικιά τους.
Και αποκτούμε λίπος πολύ, με κείνα και με τούτα,
και τρέχουμε πότε σε γιατρούς,
πότε σε … ινστιτούτα.
Κι έπειτα ήρθε ο ιός, ή ο COVIT 19, αλλιώς
με όλες του τις συνέπειες,
σκοτώνοντας χορτάτους,
που κλεισμένοι σε καραντίνα,
μέσ’ τα ωραία σπίτια τους, τρώνε από ανία,
προσθέτοντας κι άλλα κιλά,
στο υπέρβαρο τους σώμα.
Έτσι βιώνουμε ακριβώς τον ίδιο θάνατο,
είτε είναι από πείνα,
είτε απ’ τον άγνωστο ιό.
Όμως εμένα ακόμα, με πνίγει το ερώτημα.
Έστω, ο δικό μας ο μισθός της αμαρτίας,
είναι ο θάνατος που πληρώνει ο ιός.
Σε τι όμως έφταιξε
το βρέφος εκείνο, το παιδί,
να πεθάνει από την πείνα
προτού προλάβει να παίξει, να χαρεί
με όλα τα’ άλλα τα παιδιά
στις αλάνες της γειτονιάς του
προτού να ζήσει τη ζωή
που κάποιοι του προσφέρανε
χωρίς να το ρωτήσουν;
Αυτά ρώτησα, τον Σπορέα,
που έσπειρε τον σπόρο, το δικό μας,
που είμαστε ευνοημένοι,
γιατί πέσαμε σε γη καλή.
Κι Εκείνος με παρέπεμψε
Στον πιο σοφό, τον Πλάτωνα, που είπε το
απόφθεγμα:
«ανάλογα το πώς θα ζούμε, πως θα
συμπεριφερθούμε,
Σ’ αυτή τη ζωή,
Θ’ απολαύσουμε ή θα απορριφθούμε,
στην άλλη, στη μετέπειτα ζωή»,
σ΄ αυτήν που πίστευε ακράδαντα.
Σίγουρα η πεινασμένη, εκείνη μάνα,
με το σκελετωμένο το παιδί στην αγκαλιά,
στην επόμενη ζωή θα βρίσκεται,
σε παραπάνω επίπεδο, παρέα με των φτωχούλη
Λάζαρο,
απ’ όλους εμάς τους ευνοημένους πλούσιους,
που όσο καλά και αν ζήσαμε σ’ αυτή μας τη ζωή,
την πρόσκαιρη, τη μάταιη και την ουτιδανή,
(λόγια της μάνας μου)
μπροστά στην αιωνιότητα είναι μονάχα μια
στιγμή…
Τι ευτυχής και λογικός λογισμός είναι αυτός!
Έτσι για να πληρωθεί η θεία Δικαιοσύνη.
Δ.Χ.Π.
Ζωγράφος – Λογοτέχνης