…Την 28η Αυγούστου έφτασα με το τρένο στο Κλειδί. Την ίδια μέρα, συγκροτήθηκε το τάγμα και μπήκε σε τάξη «πορείας» προς Πρέσπα, με πλήρη φόρτο κι εξάρτηση οπλισμού. Περπατούμε τρεις νύχτες, στο πισσοσκόταδο. Την ημέρα ακινητούμε, γιατί ο ταγματάρχης φοβάται τον ανύπαρκτο κίνδυνο της αεροπορίας!… Οι καινούργιες αρβύλες, πλήγωσαν τα πόδια μας. Και για “παρηγοριά”, η στριγκιά φωνή του Ταγματάρχη, που πάει καβάλα! «Βαδίστε ρε, γαϊδούρια». Η αγανάκτηση των ανδρών, κορυφώνεται. Τους παρηγορούν, οι διμοιρίτες και λοχαγοί…
Η Διοίκηση, έφυγε από τα χέρια μας. Το τάγμα, έχει διαλυθεί. Πήρε βάθος, 5χλμ … Χειρότεροι από αιχμάλωτοι μοιάζουν. Μερικοί, βγάλανε τις αρβύλες και περπατούν ξυπόλυτοι. Άλλοι, κόψανε τη φτέρνα της αρβύλας, άλλοι, αφαιρέσανε το μπροστινό μέρος…
Το τάγμα κατάντησε μπουλούκι κι ο ταγματάρχης, «Μπουλούκμπασης». Πέρα από τα όρια της πειθαρχίας, απομένει η διάλυση… Αντί για γαϊδούρια, μπορούσε να τους προσφωνήσει, παιδιά μου! Λεβέντες μου!… Ένα ψεύτικο ενδιαφέρον, ένας προσποιητός γλυκός λόγος, θα δυνάμωνε το ηθικό τους και θα μαλάκωνε τον Γολγοθά τους… Το φιλότιμο του ρωμιού, είναι υπέροχη αρετή και πρέπει να ξέρει να την αξιοποιήσει, ο κάθε ηγήτορας, ιδιαίτερα, σε καιρό πολέμου. Ο κάθε αξιωματικός, στη μάχη πρέπει να είναι φίλος κι αδελφός, με το στρατιώτη. Διπλά θα πολεμήσει, ο στρατιώτης που αγαπά και σέβεται τον αξιωματικό του…
Χαράματα, φτάνουμε κατάκοποι, στο χωριό Σκοπιά, έξω από τη Φλώρινα. Οι στρατιώτες, ξάπλωσαν δίχως να αποθέσουν γυλιούς και ρίχτηκαν στον ύπνο. Σε λίγα λεπτά, διαταγή του τάγματος να μετασταθμεύσουμε κοντά στη Γεωργική Σχολή Φλωρίνης. Η μουρμούρα δυνάμωσε κι ο ταγματάρχης, αδέξια, θέλει να πουλήσει πνεύμα και να τους τονώσει το ηθικό … «His verbis».
- -Θα βαδίσουμε, μέσα από τη Φλώρινα! Θα βγει κανένα κορίτσι στο παραθύρι, κάποια γυναίκα στην πόρτα, αγουροξύπνητη, να σας καμαρώσει…
- -Οι γυναίκες και οι κοπέλες, θα βγούνε να καμαρώσουν γαλονάδες κι επωμίδες αστροκέντητες, ταγματάρχη στ’ άλογο καβάλα κι όχι, χωριάτες στρατιώτες!…
Κάποιος έφεδρος ανθ/γός, διμοιρίτης, άρχισε συναρπαστική διήγηση κι οι στρατιώτες πυκνώνουν κοντά, να ακούσουν. Κι αυτός, όλο κι ανοίγει το βήμα και μακραίνει τη φτιαχτή ιστορία, όπως ο παππούς, το φανταστικό παραμύθι στο εγγονάκι, για να το εντυπωσιάσει, να ξεχάσει το παράπονό του και να το αποκοιμίσει. Οι στρατιώτες, ανοίγουν μαζί του κι αυτοί το βήμα… Κι ο διμοιρίτης, όλο και προχωρεί, η διήγηση γίνεται ατελείωτη κι ο δρόμος μπροστά μας, όλο και μικραίνει…
Το φεγγάρι, μας πρόλαβε στη Βίγλα. Ο κατήφορος προς Πισωδέρι, κουραστικότερος από τον ανήφορο. Τα κουρασμένα γόνατα, τρικλίζουν και κινδυνεύουμε να τσακιστούμε σε κανένα γκρεμό. Το χάραμα, φτάνουμε στο Ανταρτικό…
Ελευθέριου Ελευθεριάδη – Ανθ/γου Πεζικού Τ.Τ. 518
Θεσσαλονίκη, 23 Αυγούστου 1940