Στον τόπο του μαρτυρίου τους στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, οι 43 πατριώτες εκτελέστηκαν για ένα έγκλημα που δεν διέπραξαν.
Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Δήμαρχος Κατερίνης, Αιμίλιος Ξανθόπουλος.
Η επέτειος με την πολλαπλή σημασία τιμήθηκε από την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, συγγενείς των θυμάτων, κατοίκους της Κατερίνης που δεν ξεχνούν.
Στις 11:30 π.μ.: πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνη δέηση στο Μνημείο Πεσόντων.
Την ομιλία – αναφορά στο ιστορικό της ημέρας, έκανε ο εκπαιδευτικός – φιλόλογος, Δρ. Πάρις Παπαγεωργίου, ο οποίος περιέγραψε τις συνθήκες που συντελέστηκε το δράμα.
Είπε λοιπόν ο εκπαιδευτικός του 3ου ΓΕΛ Κατερίνης:
Βρισκόμαστε εδώ σήμερα για να αποτίσουμε ελάχιστο φόρο τιμής στους 43 συντοπίτες και συμπατριώτες μας που εκτελέστηκαν εδώ πριν από 80 χρόνια από τους Γερμανούς κατακτητές. Τόσα χρόνια μετά, κι όμως τα γεγονότα εκείνα μας γεμίζουν με φρίκη και αποτροπιασμό.
Ήταν η πρώτη μαζική εκτέλεση στην Πιερία την περίοδο της Γερμανικής κατοχής.
Όλα ξεκίνησαν όταν στις 19 Φεβρουαρίου 1943 τμήμα του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας με αρχηγό των Φιλώτα Αδαμίδη κατέστρεψε ολοκληρωτικά τις εγκαταστάσεις του μεταλλείου χρωμίου στον Άη Δημήτρη. Το χρώμιο χρησίμευε στους Γερμανούς για την κατασκευή όπλων. Επιθέσεις σαν και αυτήν παρενοχλούσαν τον κανονικό εφοδιασμό των Γερμανών, με αποτέλεσμα να καταλήξουν να προμηθεύονται χρώμιο από άλλες χώρες, όπως η Τουρκία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεταλλείο ήταν υπό γερμανική εκμετάλλευση και προ του πολέμου, αλλά στην κατοχή τον απόλυτο έλεγχό του είχε αναλάβει ο γερμανικός στρατός. Εκεί εργάζονταν χωρίς αμοιβή κυρίως κάτοικοι του χωριού Άγιος Δημήτρης και 34 Εβραίοι που οι ναζί τους είχαν μεταφέρει από τη Θεσσαλονίκη. Οι αντάρτες τη μέρα εκείνη τραυμάτισαν τρεις Γερμανούς στρατιώτες και έπιασαν άλλους δύο ως αιχμαλώτους πολέμου, τον Γερμανό επιστάτη Χάρτμαν και τον μεταλλωρύχο Τσένκε.
Η είδηση έφτασε τηλεφωνικά από τον σταθμό της Στρατιωτικής Χωροφυλακής Κατερίνης στις προϊστάμενες υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης. Οι Γερμανοί αντέδρασαν με τη γνωστή λογική των άμετρων αντιποίνων. Με λογική μικρού παιδιού. Στις 20 Φεβρουαρίου λόχος γερμανικός κατευθύνθηκε σιδηροδρομικώς προς την Κατερίνη και από εκεί στον Άγιο Δημήτριο για να συλλάβει ομήρους από το χωριό ώστε να εξαναγκαστούν οι αντάρτες να απελευθερώσουν τους δύο Γερμανούς.
Οι περισσότεροι κάτοικοι, προειδοποιημένοι από τον ΕΛΑΣ είχαν εγκαταλείψει το χωριό. Οι Γερμανοί συνέλαβαν 40 Άη Δημητρινούς, από τους ηλικιωμένους που είχαν παραμείνει, πέντε από τους οποίους – κυρίως γυναίκες – αντάλλαξαν με πέντε Λιβαδιώτες που βρισκόντουσαν στο δρόμο της επιστροφής για το χωριό τους. Σε μια ενέδρα ανταρτών ένας από τους ομήρους κατάφερε να δραπετεύσει. Τους ομήρους μετέφεραν αρχικά στο Παλιό Γυμνάσιο (σημερινό 5ο Γυμνάσιο) Κατερίνης και τελικά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Κατερίνης, όπου τους έκλεισαν σε βαγόνια. Είχαν δώσει διορία στους αντάρτες να παραδώσουν τους αιχμάλωτους Γερμανούς.
Οι μέρες κυλούσαν, η προθεσμία σιγά σιγά εξαντλούνταν χωρίς να φαίνεται ελπίδα συνδιαλλαγής. Κανείς δεν είχε φανταστεί ότι θα προέβαιναν σε κάποια επιπλέον πράξη εκδίκησης. Τη Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου, ωστόσο, σαν να μην τους έφταναν οι 39 κρατούμενοι, θέλησαν να δώσουν στην εκδίκησή τους ακόμη πιο θεαματικό χαρακτήρα.
Έπρεπε να συλλάβουν κάποια ηγετική φυσιογνωμία, να στερήσουν την τοπική κοινωνία από κάποιον επιφανή άνδρα. Τη λύση βρήκαν στο πρόσωπο του Αιμιλίου Ξανθόπουλου, δημάρχου Κατερίνης την περίοδο 1933-1937, ο οποίος υπήρξε υπεύθυνος για την προμήθεια των εργατών του μεταλλείου με τρόφιμα. Ο Ξανθόπουλος προσκλήθηκε στην Κομαντατούρ και εκεί του ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση. Το μόνο που πρόλαβε ήταν να αφήσει ένα μικρό τελευταίο αποχαιρετιστήριο σημείωμα στη γυναίκα του.
Τους οδήγησαν σε ένα σημείο πίσω από τις αποθήκες του τραίνου, τους τοποθέτησαν σε δύο σειρές και εκεί, ενώ τους έκρυβε ένα μεγάλο επιβατικό τραίνο, τους εκτέλεσαν. Επέλεξαν δεκαπέντε δυνατούς συμπατριώτες τους για να τους θάψουν.
Για τους Γερμανούς ήταν μόνο η αρχή για μια σειρά ενεργειών που θα στοίχιζε πολύ αίμα στην Πιερία. Ακολούθησαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Όλυμπο και στα Πιέρια εναντίον των ανταρτών, η μάχη στα Τάχνιστα, άλλες συλλήψεις και μαζικές εκτελέσεις. 1943 και 1944. Δύο χρονιές τρόμου. Η έκβαση όμως του πολέμου είχε κριθεί και ο τροχός είχε αρχίσει να γυρίζει. Ο ναζισμός είχε ηττηθεί. Τον Οκτώβριο του 44 οι Γερμανοί έφυγαν οριστικά.
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για μας; Υπάρχουν τρία τουλάχιστον πράγματα που πρέπει να θυμόμαστε καθώς τιμούμε τους νεκρούς μας χρόνο με το χρόνο.
Πρώτα, έχουμε ενώπιόν μας απτό δείγμα της θηριωδίας του ναζισμού που εκμηδενίζει την αξία του ανθρώπου. Οι πολιτισμοί και οι ιδεολογίες κρίνονται από το πόσο σέβονται τον άνθρωπο. Τελικά ο άνθρωπος ως αξία δεν έπαυσε ποτέ να κινδυνεύει. Αν με κάποιο τρόπο θέλουμε η θυσία αυτών των ανθρώπων να έχει νόημα, τότε ας δώσουμε στον άνθρωπο την τιμή και την αξιοπρέπεια που του πρέπουν.
Το δεύτερο είναι να μην θεωρούμε τους αθώους αυτούς συντοπίτες μας ανήμπορα θύματα που έχασαν ανώφελα τη ζωή τους. Ήταν και αυτοί στρατιώτες, με τον τρόπο τους. Το αίμα τους, όπως το αίμα του Άβελ και το αίμα τόσων άλλων αθώων έχει τη δύναμη να βοά για δικαιοσύνη, να ξυπνά συνειδήσεις, να σηκώνει κατακραυγή. Το αίμα τους αποδείχτηκε το όπλο τους. Απόδειξη είμαστε εμείς που σήμερα, μετά από 80 χρόνια, θυμόμαστε ακόμη εκείνη την ημέρα.
Το τρίτο είναι ότι λυπούμαστε για τις οικογένειες που στερήθηκαν τα αγαπητά τους πρόσωπα. Άλλες οικογένειες δεν χρειάστηκε να έχουν τέτοιες απώλειες.
Αλλά θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν διαφορετικά και να ήμασταν εμείς στη θέση τους. Είμαστε συνεπώς εδώ γιατί ως πατριώτες χρωστάμε ένα είδος ευγνωμοσύνης και αλληλεγγύης στις οικογένειες των θυμάτων. Οι δικοί τους άνθρωποι, πολέμησαν, με τον τρόπο που αναφέραμε, και για μας, και από τη θυσία τους καρπωθήκαμε και εμείς.
Αν θα μπορούσαν οι νεκροί μας σήμερα να μας ακούσουν, θα θέλαμε να τους πούμε: «Δεν σας ξεχνάμε. Η γη του Σταθμού αντηχεί ακόμη από τη φωνή του αίματός σας. Και η θυσία σας μας μαθαίνει να εχθρευόμαστε κάθε τι που γυμνώνει τον άνθρωπο από την αξιοπρέπειά του και τον κάνει εχθρό του συνανθρώπου του. Λυπούμαστε που χρειάστηκε να σας στερηθούμε, για να μάθουμε καλύτερα να αγαπούμε».