Του Γιάννη Κορομήλη
«… Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί/ στη σκηνή σαν ροκ συγκρότημα/ κι αν μας αντέξει το σκοινί/ θα φανεί στο χειροκρότημα …». Αυτά λέει το δεύτερο από τα τέσσερα τετράστιχα του γνωστού τραγουδιού της Δήμητρας Γαλάνη, σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου που το τραγούδησαν η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, η Χαρούλα Αλεξίου, η ίδια η συνθέτης κ.α.
Η ποίηση, είναι προπαντός συναισθήματα και εικόνες. Κι αυτό το τετράστιχο γεννάει στον αναγνώστη και περισσότερο στον ακροατή ανάμεικτα συναισθήματα. Με κυρίαρχο αυτό της μελαγχολίας. Η εικόνα: κάποιοι (δεν μας πληροφορεί η στιχουργός ποιοι: εμείς, κάποιοι άλλοι, όλοι μας ίσως) βρίσκονται, όντες ακόμα ζωντανοί- ενώ άλλοι είναι ήδη νεκροί- σε μια σκηνή, στο προσκήνιο θα λέγαμε. Μοιάζουν με ροκ συγκρότημα: δυνατές φωνές, σαν τους ήχους μιας κιθάρας σόλο ή με συνοδεία και κάποιου ακόμα οργάνου, αντισυμβατική ένδυση, παρουσία, συμπεριφορά, που σχοινοβατούν. Περπατούν, κινούνται, μάλλον άτσαλα, σ΄ ένα τεντωμένο σχοινί.
Βασανίζονται δε από την αβεβαιότητα. Τόσοι που μαζεύτηκαν πάνω στο σχοινί θα τους αντέξει; Θα καταφέρουν δηλαδή να ολοκληρώσουν το τραγούδι τους για να εισπράξουν το χειροκρότημα των ακροατών- θεατών; Ή μήπως το σχοινί τους ανατρέψει και το θέαμα τελειώσει άδοξα; Ζουν, σα να λέμε, «υπό αίρεση». Υπαρξιακά βασανιστική.
Η στιχουργός κρατά ζηλόφθονα το μυστικό της και συνεχίζει:
«Με κρατάς σε κρατώ/ και μετά γκρεμός/ και μετά το τέρμα/ και κανείς κανενός». Η εικόνα πια εδώ παίρνει τραγικές διαστάσεις. Κρατάει, μας λέει, ο ένας τον άλλον αλλά βρίσκονται μπροστά σ΄ ένα γκρεμό. Και μετά από το γκρεμό «το τέρμα», το αδιέξοδο. Δεν υπάρχει μετά. Πέφτοντας λοιπόν στον γκρεμό αν επιβιώσουν (ή όσοι επιβιώσουν) «δεν έχουν πλέον οδό». Πλήρες αδιέξοδο. Καθένας προσπαθεί μάταια να διασωθεί. Πλήρες αδιέξοδο δηλαδή και καταστροφή μετά την αποξένωση, «και κανείς κανενός», όπως τελειώνει το τρίτο τετράστιχο.
Νομίζω πως εδώ, στα δυο τετράστιχα που προανέφερα, βρίσκεται η ουσία του ποιήματος. Και τα άλλα δύο (το πρώτο και το τελευταίο) έχουν ασφαλώς την σημασία τους, συμπληρωματικά ίσως προς τα προαναφερθέντα. Όμως τα δυο μεσαία έχουν πέρα από τη δραματικότητα, την τραγικότητα τους θά έλεγα, και το εξής ιδιαίτερο: Αποδίδουν – άσχετο αν το επεδίωκε ή όχι η στιχουργός- δεν ξέρω βλέπετε ούτε πότε, ούτε ποιες συνθήκες, ποια ερεθίσματα, ποιες προσλαμβάνουσες ποιοι στοχασμοί οδήγησαν το χέρι της Λίνας Νικολακοπούλου να γράψει το συγκεκριμένο ποίημα- την ζοφερή, την αποπνιχτική ατμόσφαιρα της σημερινής ζωής της πλειοψηφίας των Νεοελλήνων.
Αυτών που δεν μπορούν, μετά από περικοπές και στερήσεις τεσσάρων μνημονίων- που μπορεί να γίνουν και πέντε- να σταματήσουν το κλάμα των πεινασμένων παιδιών τους. Κι αυτών που είναι μεν ακόμα ζωντανοί αλλά σχοινοβατούν. Με καταφανή τον κίνδυνο ή να γκρεμιστούν απ΄το σκοινί λόγω έλλειψης αντοχών και ισορροπίας ή να κοπεί το σκοινί και να πέσουν όλοι μαζί στο γκρεμό «και μετά στο τέρμα, και κανείς κανενός».
Οι υπεύθυνοι και υπόλογοι κυβερνώντες πέρα από ψεύτικα λόγια, μεγάλα δεν προσφέρουν παρά « χολήν άμα και όξος». Τι άραγε θα μπορούσε να τους προσφέρει κανείς από εμάς που ακολουθούμε από μικρή απόσταση την πορεία τους; Υλική, πραγματική βοήθεια δεν μπορούμε. Στο ίδιο καράβι ταξιδεύουμε( ανά τους αιώνες). Κι οι αποθήκες του άδειασαν από καιρό. Κάποιοι Νεοέλληνες- λίγοι συγκριτικά- μετέφεραν ήδη τα αγαθά τους σε ασφαλείς αποθήκες άλλων, αραγμένων σε σίγουρα λιμάνια καραβιών. Εμείς μόνο την αγάπη και την κατανόησή μας μπορούμε να τους προσφέρουμε. Και κάποιοι (Δήμοι, Εκκλησία, ιδιώτες) ένα πιάτο φαγητό. Και λίγα λόγια από την καρδιά μας. Ειλικρινή, αληθινά. Εξάλλου αυτά τα ίδια λέμε και στους εαυτούς μας. Να τους πούμε δηλαδή ότι έστω και με πληγωμένη την αξιοπρέπεια μας, με θιγμένο το φιλότιμο μας, προδομένοι από τους πολιτικούς μας, φορτωμένοι με χρέη αλλά και αβεβαιότητα, απόγνωση, ανασφάλεια, βλέποντας μπροστά μας το γκρεμό να μας περιμένει και τόσα άλλα, εξακολουθούμε «κι είμαστε ακόμα ζωντανοί». Κι όσο είμαστε ζωντανοί υπάρχει ελπίδα. Στο Θεό πρώτα. Κι ύστερα στους εαυτούς μας.
Συνεχίζεται