Πράγματι, δεν αποτελούν αντικείμενο μαγνητισμού, σίγουρα, δεν ”τραβούν” την προσοχή, όπως οι νέες τάσεις στο TikTok. Αντίθετα, μέρα με τη μέρα εισέρχονται όλο και περισσότερο στο παρασκήνιο, κουβαλώντας μαζί αιώνες ανθρώπινης ύπαρξης και εμπειρίας. Σήμερα, η επιβίωση αυτού του αρχαίου κόσμου φαίνεται πιο δυσοίωνη από ποτέ.
Φυσικά, οι σκέψεις αυτές δεν είναι άγνωστες στους φιλολογικούς κόλπους. Ήδη από τον 19ο αιώνα o Γερμανός στοχαστής και κλασικός φιλόλογος Φρίντριχ Νίτσε στο δοκίμιό του «Εμείς οι Φιλόλογοι»(¹). εκθέτει τους προβληματισμούς του για τον κλάδο και τις πρακτικές με τις οποίες οι φιλόλογοι αντιμετωπίζουν και διδάσκουν τα κείμενα αυτά, καταλήγοντας μάλιστα στο σκληρό “οι 99 στους 100 φιλολόγους δεν θα έπρεπε να υπάρχουν”. Οι ανησυχίες αυτές μάλλον δεν κατάφεραν να θορυβήσουν, να πείσουν ή να διαδοθούν, φτάνοντας έναν αιώνα αργότερα, λίγο πριν την εκπνοή του 20ου αιώνα, στο βιβλίο των Ντέιβς Χάνσον και Χιθ με τον ηχηρό τίτλο «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο;»(²). Φυσικά, ο Όμηρος του τίτλου δεν είναι ο περίφημος ποιητής των ομώνυμων επών, αλλά μετωνυμικά αντιπροσωπεύει όλοι την αρχαία γραμματεία. Στο βιβλίο αυτό οι συγγραφείς, ως ερευνητές, προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο γύρω από τον χαμό της αρχαίας γραμματείας, αναζητώντας τόσο τους «δολοφόνους» της, όσο και τους λόγους που ενήργησαν.
Τα έργα αυτά είναι ευρέως διαδεδομένα στον φιλολογικό χώρο και αποτελούν μονάχα ένα δείγμα κειμένων τέτοιας θεματολογίας. Εκτός αυτών συζητήσεις τέτοιου τύπου γίνονται, συνήθως μάλιστα είναι πολύωρες και επίπονες, όμως εκ των αποτελεσμάτων φαίνεται πως καταλήγουν άκαρπες. Φοβάμαι να παραδεχτώ ότι πορευόμενοι πλέον στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, αυτό που αναζητούμε δεν είναι η επιβίωση των κλασικών γραμμάτων, αλλά μάλλον η ανάστασή τους. Μια ανάσταση καταλαβαίνουμε ότι απαιτεί μια εξαιρετική προσπάθεια υπεράνθρωπων δυνατοτήτων, για να ανακαλέσει ή να εμποδίσει μια φυσική και προγεγραμμένη πορεία. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τη δική μας περίπτωση. Όμως, αξίζει να επαναφέρουμε τον ασθενή μας; Είναι απλά το καθήκον που μας υποχρεώνει ή έχουμε άμεση ωφέλεια από την επιστροφή του;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά μπορεί να δοθεί από πολλές οπτικές γωνίες. Νομίζω ότι εμείς οφείλουμε να απαντήσουμε ως σκεπτόμενοι Έλληνες. Η ρομαντική θεμελίωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους έκανε κυρίως την αρχαία ελληνική γραμματεία αναπόσπαστο κομμάτι της. Επομένως, η κύρια προσφορά των κλασικών γραμμάτων ειδικότερα στον ελληνικό πληθυσμό είναι ταυτοτική. Τετριμμένη έχει καταντήσει η αναφορά του μέσου Έλληνα στον πολιτισμικό πλούτο του αρχαίου ελληνικού κόσμου και στη συνεισφορά του στην διαμόρφωση του σύγχρονου δυτικού τρόπου σκέψης. Αν και καθόλα πραγματική, τις περισσότερες φορές η δήλωση αυτή είναι επιφανειακή, λειτουργώντας ως μέσο κομπασμού έναντι άλλων εθνών. Αυτό το επιβεβαιώνει η συνυπάρχουσα ουσιαστική άγνοια των κειμένων αυτών, καθώς και του στοχαστικού τους περιεχόμενου. Εφόσον ξεπεραστεί η επιφάνεια της αοριστολογίας, και τα κείμενα αυτά μελετηθούν συνειδητά, αποτελούν εξέχουσες και διαχρονικά αξιοποιήσιμες πηγές εμπειρίας και νοήματος. Συμβάλλουν στη συγκρότηση μιας ταυτότητας η οποία εξασφαλίζει την αίσθηση μιας κοινής πορείας μέσα στον χρόνο, αλλά και τη δημιουργία μιας – ενωτικού χαρακτήρα – κατεύθυνσης προς το μέλλον. Αν επιλέξουμε να αναστήσουμε τον ‘ασθενή’, λοιπόν, δεν το κάνουμε μόνο από καθήκον, ως κουβαλητές μιας υπέρογκου πολιτισμικής κληρονομίας, αλλά για να κατοχυρώσουμε την ταυτοτική μας συμπάγεια, καθώς και τη συλλογική μας πορεία μελλοντικά.
Βέβαια, αναπόφευκτα, προκύπτει η ερώτηση: Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Πώς έγινε ο χώρος των κλασικών γραμμάτων να απομακρυνθεί τόσο από τη σύγχρονη συζήτηση, με τις αναφορές του να γίνονται όλο και πιο αραιές, γεμάτες λόγια που οι περισσότεροι θεωρούν αταίριαστα με τη σημερινή πραγματικότητα; Ας φανταστούμε τα κλασικά γράμματα ως ένα παλιό καλό παλτό ενός ηλικιωμένου συγγενή, όταν είσαι νεαρός το βρίσκεις παλιομοδίτικο και απορείς πως είναι δυνατόν να φοριέται ακόμα. Μεγαλώνοντας, ωστόσο, διαπιστώνεις την ποιότητα του υφάσματος, την αντοχή του μέσα στον χρόνο, αλλά και την δεξιοτεχνία του σχεδιαστή. Αναλόγως, τα κείμενα αυτά απαιτούν μια διανοητική ωριμότητα στην προσέγγισή τους. Το παράδοξο που διαπιστώνουμε είναι ότι η σημερινή κοινωνία, πόσο μάλλον η ελληνική που μας ενδιαφέρει, παρά το ιστορικό αποτύπωμα που φέρει από τις χιλιετηρίδες πορείας στον χρόνο, τους αιώνες πολέμων, ασθενειών και κρίσεων εμφανίζεται πιο ανώριμη από ποτέ.
Η αέναη εφηβεία στην οποία φαίνεται να έχει καθηλωθεί ο κόσμος, εξαιτίας της εκρηκτικής ανάπτυξης της σύγχρονης τεχνολογίας, αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες για τις οποίες “θάψαμε” την αρχαία γραμματεία. Ο απότομος τρόπος με τον οποίον εισήχθη στην ζωή μας, μας βρήκε μάλλον απροετοίμαστους. Σαν έφηβοι -ανήσυχοι, περίεργοι και απρόβλεπτοι- πέσαμε πάνω στην παγίδα της προσωρινής σεροτονίνης που προσφέρουν. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν τασσόμαστε κατά των τεχνολογικών επιτευγμάτων. Ο ίδιος ο Alan Turing(³), πρόγονος και πατέρας ταυτόχρονα της σύγχρονης πληροφορικής επιστήμης, παρά την μαθηματική του ευφυία, θα σάστιζε βλέποντας την ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας.
Σήμερα, εφόσον η χρήση της γίνεται σωστά, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να χωρέσει όλο τον κόσμο στην παλάμη του ενός χεριού, να ενημερωθεί για γεγονότα που συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα σε χώρες που μέχρι πρότινος αγνοούσε, να συνδεθεί με άτομα από μέρη που δεν πρόκειται ποτέ να επισκεφθεί- κι όλα αυτά μέσα σε λίγα λεπτά. Αυτές οι νέες δυνατότητες και, γενικότερα, ο νέος τρόπος ζωής, αφήνουν ελάχιστο χρόνο στον μέσο άνθρωπο να επεξεργαστεί τα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα, πόσο μάλλον να στοχαστεί βαθύτερα για όσα συμβαίνουν γύρω του και να τα συσχετίσει, μάλιστα, με αρχαία γραπτά μνημεία, όσο σημαντικά κι αν θεωρούνται. Όλα αυτά δυσκολεύουν το άτομο από το να είναι κριτικό και αναστοχαστικό, καθιστώντας το μάλλον δοχείο ταχέως εισερχόμενων πληροφοριών που τελικά δεν αποθηκεύει.
Η πρόκληση είναι μεγάλη και απαιτητική. Είναι πλέον βέβαιο ότι αυτός ο τρόπος ζωής ήρθε για να μείνει, αλλάζοντας καθοριστικά τον ίδιο τον άνθρωπο. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, αν εμείς, ως μέρη της ελληνικής κοινωνίας, και ειδικότερα, ως μέλη των κλασικών σπουδών, επιθυμούμε την επιβίωση των κλασικών γραμμάτων, οφείλουμε να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Γιατί, όπως πολλοί ειδικοί του κλάδου έχουν επισημάνει, η ευθύνη για την κατάληξη των κλασικών σπουδών βαραίνει κυρίως εμάς. Οι μόνοι που μπορούν να σώσουν έναν ασθενή είναι οι θεράποντες του. Αν δεν αναθεωρήσουμε ριζικά τις τακτικές μας, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη και το τέλος αναπόφευκτο. Είναι ώρα να παραδεχθούμε ότι η ανησυχητική έλλειψη γνώσεων και ενδιαφέροντος για την κλασική γραμματεία δεν είναι απλώς ένα “κοινωνικό φαινόμενο”. Είναι προσωπική μας αποτυχία.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι φιλόλογοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες. Υπάρχουν εκείνοι που χαρακτηρίζονται -από τους ίδιους τους μαθητές τους- ως αδιάφοροι τόσο για το αντικείμενο τους όσο και για την απόδοσή τους στις εκπαιδευτικές υποχρεώσεις τους. Από την άλλη, υπάρχει μια μικρότερη κατηγορία καθηγητών, οι οποίοι «αεροβατούν και περιφρονούν τον ήλιο». Οι γνώσεις τους ενδέχεται να είναι αξιοσημείωτες, αλλά οι διδακτικές τους ικανότητες αμφισβητήσιμες. Κατά πάσα πιθανότητα οι πρώτοι παραμένουν πιο επιζήμιοι, καθώς συχνά υποπίπτουν στο σφάλμα της ημιμάθειας, συνθήκη άκρως επικίνδυνη στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ευτύχημα αποτελεί αν ο καθένας από μας είχε τουλάχιστον έναν καθηγητή που διέθετε την ικανότητα να εμπνέει τους μαθητές του.
Ενώ περιμένουμε να γίνουν περισσότεροι οι φιλόλογοι που πραγματικά αγαπούν και αφοσιώνονται στο αντικείμενό τους, είναι αναγκαίο να αναθεωρήσουμε τις προσδοκίες μας και, φυσικά, τα μέσα που χρησιμοποιούμε. Δεν είναι δυνατόν να μαθαίνουν όλοι οι μαθητές Αριστοτέλη και Πλάτωνα από το πρωτότυπο κείμενο, και δεν πειράζει. Πράγματι, το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει δομηθεί με σκοπό την εις βάθους γλωσσική κατάκτηση, ώστε να επιτευχθεί, φυσικά, και μια εξίσου υψηλή ερμηνευτική κατανόηση των κειμένων. Ωστόσο, στην πράξη λίγοι είναι αυτοί που καταφέρνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα, χάνοντας έτσι την ουσιαστική ερμηνευτική εμβάθυνση. Ο κύριος λόγος για τον οποίο τα κείμενα αυτά διασώθηκαν είναι ότι προκαλούν τον καθιερωμένο τρόπο σκέψης και διευρύνουν το πλαίσιό της. Επομένως, η βαθιά ερμηνεία είναι απαραίτητη ακόμα κι αν η χρήση μεταφράσεων είναι κεντρική λύση. Η γλωσσική κατάκτηση δεν παύει είναι εξαιρετικά σημαντική και πρέπει να παρέχεται σε εκείνους που επιθυμούν περαιτέρω εμβάθυνση, αλλά δεν γίνεται να παραγκωνίζει το ίδιο το περιεχόμενο των κειμένων.
Επιπλέον, η σύγχρονη πραγματικότητα απαιτεί έναν ουσιαστικό τεχνολογικό εκσυγχρονισμό στον χώρο της εκπαίδευσης. Η πλειονότητα των μαθητών σήμερα περνά σημαντικό μέρος του χρόνου της σε διάφορες ηλεκτρονικές πλατφόρμες, γεγονός που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν, μαθαίνουν και επικοινωνούν. Ως εκπαιδευτικοί, είναι ζωτικής σημασίας να ξεπεράσουμε τα παραδοσιακά όρια της σχολικής αίθουσας και να βρεθούμε εκεί όπου βρίσκονται οι μαθητές μας. Αυτό μπορεί να γίνει αξιοποιώντας τα ψηφιακά εργαλεία και τις πλατφόρμες που χρησιμοποιούν καθημερινά, ώστε να ενισχύσουμε την ενεργή συμμετοχή τους στη μαθησιακή διαδικασία. Η ίδια η έννοια της διδασκαλίας πρέπει να διευρυνθεί και να εξελιχθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι τα podcasts και άλλες μορφές διαλόγου έχουν αποκτήσει τεράστια δημοτικότητα. Οι νέοι, αλλά και η κοινωνία γενικότερα, προτιμούν να παρακολουθούν άτομα που διαλέγονται, παρά να ακούν μονολόγους. Έτσι, ένας δάσκαλος που επιμένει σε μονοδιάστατες πρακτικές ή σε βιβλία γεμάτα σημειώσεις δεν κερδίζει την προσοχή τους. Αυτό δεν είναι απλά μια θεωρητική παρατήρηση: η διάρκεια συγκέντρωσης του μέσου παιδιού έχει μειωθεί σημαντικά λόγω της σύγχρονης τεχνολογίας και του γρήγορου ρυθμού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Εν κατακλείδι, στις επόμενες δεκαετίες, καθοριστικός παράγοντας θα είναι η ικανότητα και η θέληση των φιλολόγων να προσαρμόσουν τον κλάδο και το μοντέλο διδασκαλίας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η διατήρηση της επαφής με τα κλασικά κείμενα, όπως αναδείξαμε, δεν είναι μόνο ζήτημα γνώσης, αλλά και ζήτημα ταυτότητας. Παρά τα “μαύρα σύννεφα”, το μέλλον δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα πάψουμε να ελπίζουμε…
Νίκη Ηλιάδου
Τελειόφοιτη Κλασικής Φιλολογίας ΑΠΘ
- Το δοκίμιο του Νίτσε, Εμείς οι Φιλόλογοι, στα αγγλικά: εδώ
- Hanson, V. D., & Heath, J. (2001). Who killed Homer?: the demise of classical education and the recovery of Greek wisdom. 1st paperback ed. San Francisco [Calif.], Encounter Books.
- Ο Άλαν Τούρινγκ ήταν Βρετανός μαθηματικός και επιστήμονας υπολογιστών, γνωστός για την ανάπτυξη της έννοιας του αλγορίθμου και τη θεμελίωση της σύγχρονης υπολογιστικής επιστήμης, καθώς και για τον καθοριστικό ρόλο του στην αποκωδικοποίηση του γερμανικού κώδικα Ενίγμα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.