Ήταν παιδί ετών δεκαέξι.
Έβραζε η ψυχή του και η σκέψη του.
Ανέβαινε στα βουνά της Κρήτης και ατένιζε το πέλαγος που απλωνόταν ατελείωτο μπροστά του΄
Αυτό το πέλαγος να τον έπαιρνε μες την αγκαλιά του και να τον πήγαινε πέρα μακριά.
Να πετούσε σαν άλλος Ίκαρος και να περάσει το δικό του πέλαγος.
Να πατήσει τη γη και να τρέξει εκεί που υπάρχουν κατατρεγμένοι Έλληνες, να τους συντρέξει, να τους φέρει την ελευθερία τους.
Απόστολος Κονταξάκης το όνομα αυτού.
Άκουγε διηγήσεις των παλαιότερων και ταραζόταν.
Έστηνε αυτί και χωρίς να τον καταλάβουν άκουγε τα πάντα.
Για πολέμους, για αγώνες, για την πάλη των καταπιεσμένων αδερφών του Ελλήνων να ξαναβρούν την ελευθερία τους ύστερα από τόσων αιώνων σκλαβιά και τόσες καταπιέσεις.
Να έχει τη δική του συμμετοχή σ’ αυτόν τον αγώνα.
Να βάλει κι αυτός το δικό του λιθαράκι σε τούτον τον αγώνα.
Από τον Αλίκαμπο Χανίων ήταν η καταγωγή του.
Τούτες τις μέρες, 1912, Φθινόπωρο, έδειχνε το ημερολόγιο, βρισκόταν σε ψυχικό αναβρασμό.
Μάθαινε τα γεγονότα, όσο γινόταν να τα μάθει με τα μέσα της εποχής εκείνης.
Στα Βαλκάνια επικρατούσε θυμός, οργή, ξεσηκωμός, αναστάτωση, κινητοποίηση.
Οι πάντες τρέχουν και δεν προλαβαίνουν.
Πόλεμος.
Αυτή η λέξη κυριαρχεί σ’ όλες τις βαλκανικές χώρες.
Ο μικρός δεκαεξάχρονος παρακολουθεί τα πάντα με το μάτι άγρυπνο.
Βλέπει τη διαρκεί κίνηση, στρατιώτες συγκεντρώνονται, τους βλέπει να περνούν από μπροστά του και τους θαυμάζει.
Να ήταν και αυτός ένας από δαύτους.
Μες τις στολές τους, την εξάρτυσή τους, τη λεβεντιά τους.
Ο πόλεμος έρχεται, είναι προ των πυλών.
Το μυαλό του στριφογυρίζει, ετοιμάζει σχέδια.
Μέσα του ξεκαθαρίζουν αυτά που επιθυμεί, δρομολογεί τις εξελίξεις, τα βάζει όλα σε μια σειρά.
Απόστολος Κονταξάκης από τον Αλίκαμπο Χανίων.
«Μάνα θα πάω στις Μαδάρες να φροντίσω τα ζα», είπε στη μάνα του και έφυγε.
Έτσι είπε, όμως πήγε για να καταταχτεί στο στρατό.
Πώς να τον δεχτούν όμως που ήταν μικρός, ανήλικος;
Τη λύση εδώ την έδωσε ένα τυχαίο γεγονός.
Κάποιος άλλος δεν παρουσιάστηκε, ο Απόστολος Κονταξάκης βρήκε τα χαρτιά με τα στοιχεία του, τα πήρε και παρουσιάστηκε με το ξένο όνομα που έγραφαν εκείνα τα έγγραφα.
Έτσι κρύβοντας την αλήθεια σχετικά με την ταυτότητά του πέτυχε να τον δεχτούν, να καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό.
Επιτέλους στρατιώτης κι αυτός τώρα, προχωρεί, βρίσκεται έξω από την Κατερίνη.
Τώρα βρίσκονται κοντά στο χωριό Κολοκούρι, αυτό που αργότερα θα λάβει το όνομα Σβορώνος, από το όνομα του Συνταγματάρχη Σβορώνο που σκοτώθηκε εκεί στη μάχη που ακολούθησε.
Τον καλεί η ιστορία για τη μεγαλύτερη συνάντηση της ζωής του.
Η διαταγή έρχεται, η πορεία αρχίζει, οι στρατιώτες προχωρούν.
Όλα καλά πήγαν μέχρι τώρα, έχουν απελευθερώσει την περιοχή μέχρις εδώ.
Η στρατιωτική επιχείρηση φαίνεται εύκολη.
Όμως δεν είναι.
Οι Τούρκοι κρυμμένοι πιο πέρα καρτερούν με το χέρι στη σκανδάλη.
Τους έχουν στήσει ενέδρα σε μια κίνηση απελπισίας.
Μόλις πλησιάζουν οι Έλληνες, και ο Απόστολος Κονταξάκης μαζί, αρχίζουν να πέφτουν πυκνοί πυροβολισμοί.
Ξαφνιάζονται οι Έλληνες με την ξαφνική τροπή που παίρνουν τα γεγονότα, ανατρέπονται οι ισορροπίες, πιο πολύ γιατί δεν το περίμεναν.
Έτσι χάνεται η συνοχή του σχηματισμού, κάποιοι αρχίζουν να υποχωρούν.
Κι έρχεται εκείνος ασυγκράτητος πάνω στο άλογό του.
Ο Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος.
Τρέχει, φωνάζει, εμψυχώνει, αγωνίζεται.
Το στράτευμα ανασυγκροτείται, προχωρεί, μάχεται.
Σφαίρες πηγαίνουν κι έρχονται, κίνδυνος πλανάται.
Τρεις ώρες κράτησε η μάχη, τρεις ώρες αγωνίας και έντασης, μέχρι να φανεί το πρώτο σημάδι ότι οι Τούρκοι υποχωρούν.
Ύστερα η υποχώρηση έγινε φυγή, χάθηκαν από τον ορίζοντα.
Τώρα η μάχη στο χωριό Κολοκούρι, αυτό που αργότερα ονομάστηκε Σβορώνος, τελείωσε με νίκη των Ελλήνων.
Απόμεινε τώρα να δουν ποιοι έπεσαν στη μάχη που πριν από λίγο τελείωσε.
Ο μεγάλος νεκρός ήταν ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος.
Έτσι που έτρεχε πάνω στο άλογό του, γυάλιζαν στο φως του ήλιου τα διακριτικά του βαθμού του.
Οι Τούρκοι τον εντόπισαν και τον σημάδευαν ασταμάτητα, έως ότου έπεσε.
Μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να εμψυχώσει τους στρατιώτες.
Γι’ αυτό το χωριό Κολοκούρι που βρισκόταν εκεί δίπλα ονομάστηκε Σβορώνος, πήρε το όνομά του.
Η θλίψη όλων των Ελλήνων μεγάλωσε.
Ήρθε η ώρα να μετρήσουν τις απώλειες, τους τραυματίες και τους νεκρούς, όσους θα υπήρχαν.
Η θλίψη που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους μεγάλωνε ακόμη περισσότερο ύστερα από αυτά που είδαν.
Μαζί με τους άλλους νεκρούς βρισκόταν και ο νεαρός στρατιώτης, δεκαέξι χρονών ήταν τότε, ο Απόστολος Κονταξάκης.
Σ’ αυτήν την πρώτη του συνάντηση με τη δόξα έπεσε μαχόμενος ηρωικά.
Την άρπαξε όλη τη δόξα αφήνοντας την τελευταία του πνοή σ’ αυτόν τον τόπο που έγινε δικός του παντοτινά.
Γιάννης Παπαγεωργίου