Η ποίηση της δημιουργού συνομιλεί με τη φύση, ενώ ταυτόχρονα εμπνέεται από την φυση, την ζωή, τον ερωτα, διαμορφώνοντας ένα πλούσιο και πολύχρωμο μωσαϊκό συναισθημάτων, εικόνων και νοημάτων. Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονται 24 ποιήματα, στα οποία η γλώσσα λειτουργεί ως μέσο βαθύτερης αναζήτησης και έκφρασης, μέσα από έναν πλούσιο συμβολισμό και έντονη εικονοποιία.
Τα θέματα που διατρέχουν τη συλλογή σχετίζονται με τη φύση, τις εποχές, την αγάπη, τις ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνικά ζητήματα. Η φύση, σε αυτό το έργο, αποκτά μια σχεδόν ανθρωπομορφική διάσταση, καθώς διαλέγεται με τον άνθρωπο, ενώ η γραφή της Όλγα Κουτσιβού αξιοποιεί στοιχεία από το φυσικό περιβάλλον – προκειμένου να εκφράσει υπαρξιακούς προβληματισμούς.
Αν μου ζητούσαν να συνοψίσω την πολύχρωμη αυτή σύναξη ποιημάτων και τραγουδιών σε λίγους στίχους, θα διάλεγα ένα δίστιχο από το ποίημα «Ψυχή Λιονταρίσια », αποκόβοντάς το βίαια από το σώμα του βιβλίου, αφήνοντάς το σαν φανό και σαν φάρο να φωτίζει τη συλλογή και να καθοδηγεί τους αναγνώστες: Ότι πόθησες, ότι μοχθησες / είναι δικό σου, γράφει στο ποίημα της η Όλγα Κουτσιβού, κι απλώνοντας υφάδια και στημόνια υφαίνει έναν μαγικό ιστό που συγκολλά και ενώνει ολόκληρο το βιβλίο.
Στο ποίημα αυτό, «Ψυχή Λιονταρίσια», ένα από τα αγαπημένα μου της συλλογής, η ποιήτρια με αφορμή την ανάμνηση την ζωή μας, ζωγραφίζει μια τζιακομετικής υφής προσωπογραφία συνδυάζοντας λεπτές κι αδρές γραμμές, μνήμες κι εκμυστηρεύσεις μιας αγνής καρδιάς – εναλλάσσοντας τραγικές και φωτεινές εικόνες, απ’ τον οδυνηρό λυρισμό της βιοπάλης στη θριαμβευτική χαρά, μια χαρά που γίνεται απο τον πρώτο στιχο διδακτική και ενθουσιαστική, “Να είσαι η ήρεμη δύναμη αυτή που παίρνει πάντα την νίκη”.
Η Όλγα Κουτσιβου δεν υπόσχεται στον αναγνώστη μια ευφρόσυνη επαγγελία ή έστω μια κάποια κατάφαση, αλλά μάλλον τη βεβαιότητα μιας κατάληξης που διαρκώς εκκρεμεί· κι αυτό που αρχικά μοιάζει με αυτοαναγνωστική πράξη διευρύνεται κι απλώνεται στο συλλογικό
Αν πάλι, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο προσέξεται ότι υπάρχουν ποιήματα δύο ενοτήτων “τα μελοποιημενα” και τα υπολοιπα, τότε δικαίως θα μεταφράζαμε τον τίτλο «Ποιήματα και ποιήματα», έστω με μια διάθεση πειρακτική.
Αρκετά από τα ποιήματα που φιλοξενούνται σε αυτόν τον τόμο «δοκιμάστηκαν σε ανοιχτή ακρόαση υπό μορφή ποιητικού αναλογίου συνοδεία μουσικής –και είχαν ένθερμη υποδοχή– σε μια σειρά μουσικοποιητικών παραστάσεων.
Ενα ακόμη ποιημα που ανασύρω από το σώμα του βιβλιου ειναι αυτο με τίτλο ” Φωτιά και Πάγος” και είναι αυτο που σηματοδοτει ανεξίτηλα εντός μου την ένοια της αγάπης ώστε να την μοιραστώ και μαζί σας, σκέφτομαι –επιστρέφοντας στο δίστιχο με το οποίο ανοιξα την κριτική μου– πως θυμίζει πολύ τα λόγια του Ρομαίν Ρολλάν που χρησιμοποίησε ένας άλλος ποιητής, ποιητής των εικόνων αυτή τη φορά, ο Φρανς Μασιρέελ, ως εσωτερικό μότο σ’ ένα άλλο αγαπημένο μου βιβλίο: «Χαρές και πόνους, κακεντρέχειες, αστεϊσμούς, εμπειρίες και τρέλες, άχυρα και σανό, σύκα και σταφύλια, άγουρα φρούτα, γλυκά φρούτα, ρόδα και ρόδια, πράγματα που έχω δει, και διαβάσει, και γνωρίσει, κι αποκτήσει, ζήσει!», γράφει ο Ρολλάν κι είναι σαν να αναπτύσσει εκείνο το «δεν πέρασε η ζωή μου αδιαφόρετα» της Όλγας Κουτσιβου. Κι αυτή η συνάφεια των δυο λόγων γίνεται η αφορμή για μια αποκάλυψη.
Μήπως λοιπόν η ποιήτρια μας αυτοβιογραφείται; Μήπως το ποίημα «Ξανά χαμογέλα» είναι το κλειδί της συλλογής – εκείνη η λαμπρή παρέλαση των αντιθέτων;
Ο Paul Valéry συνήθιζε να λέει ότι η ποίηση είναι οι λέξεις. Και όχι τα συναισθήματα. Η ποιητική αφήγηση της Όλγα Κουτσιβού έχει μια αμβλεία γλυκύτητα.
Μια ροή πάνω σε αδιόρατα δομημένους στίχους. Ποίηση έμμετρη αρκετές έστω και χωρίς ρίμα. Ποίηση με ιδιόλεκτο. Με χαρακτήρα. Στίχοι που κινούνται με ευλυγισία ανάμεσα στην χαοτική ευαισθησία και το αναπόφευκτο. Και όσο πιο μικροπερίοδα γράφονται τα ποιήματά της τόσο πιο ευλύγιστα και περιεκτικά σε φως είναι. Ποιητική, μακριά από ευφυολογήματα. Ποιητική αληθινή, ατόφια και διαπεραστική με τρόπο εκλεπτυσμένο αισθητικά. Ναι. Η ποιήτρια ενέχει μια αισθητική για την οποία οφείλω να κάνω λόγο.
Και κάπου κάπου η ποιητική αφήγησή της αφυπνίζει τα πιο μύχια όνειρά μας. Τα φανερώνει. Τα ανακαλύπτει εντός μας. Στα επτά του ουράνιου τόξου χρώματα. Ζήτησε ένα μόνο. Της δόθηκαν όλα. Στις οκτώ νότες. Στην ορφανή νότα μιας λυπημένης φυσαρμόνικας. Να εισπνέει τη χαρά – να εκπνέει τη λύπη. Στίχο το στίχο. Με μια μουσικότητα λιτή που όμως βηματίζει εν μέτρω. Μέσα στον έρωτα αλλά και κρατώντας την απώλειά του από το χέρι. Την βλέπω να πεισμώνει. Να ερωτεύεται. Να ματώνει τις λέξεις. Να γράφει με ακονισμένο μολύβι στα βράχια της πλησμονής. Να παθιάζεται.
Γράφει κοιτάζοντας το πρόσωπό της στον καθρέπτη με το φως του συνοδοιπόρου της Ήλιου. Του αδιάψευστου συνωμότη. Μαθαίνει να ζει από την αρχή. Και ζει οριακά. Χτίζοντας στίχους να καμπανίζουν ανάμεσα από τους κροτάφους του πάθους και του πόνου. Και να ! που τέλος η χαρά της, στιγμιαία χρωματίζεται σαν ορείχαλκος κάτω από φως περίσσιο.
Δικός της καμβάς, το χαρτί. Εύθραυστο και λευκό. Πρώτη στρώση μελάνι. Δεύτερη, επιφάνεια από μέταλλο που λάμπει. Και τρίτη στρώση οι μελανοί της στίχοι. Να φωτίζονται στο σκοτάδι σαν προσωπογραφία του Ρέμπραντ.
Τελειωνοντας την κριτικη μου θα ηθελα να σας μεταφερω την χαρά μου πραγματικά για την σημερινή αυτη ομορφη βιβλιοπαρουσιαση, θυμάμαι τις συζητήσεις μου με την Όλγα όταν διάβασα για πρώτη φορά ποίηση δική της, η Όλγα αποτελεί ένα ακατέργαστο διαμάντι για την λογοτεχνία μας και αυτό που αναφέρω δεν είναι καθόλου υπερβολικό, χαίρομαι που βοήθησα τα ποιήματα της να βρουν τον δρόμο να εκδοθούν σε βιβλίο, χαίρομαι πραγματικά που βοήθησα κάποια ποιήματα της να μελοποιηθούν σε τραγούδι.
Της εύχομαι απο τα βαθυ της ψυχής μου στην ποιητική της πορεία να μην έχει οροφή στις φιλοδοξίες της για να μας ταξιδεύει νοητικά στους γαλαξίες της καρδιάς της.