Παλιότερα (στην Άνω Σκοτίνα) ο κόσμος επαινούσε τους πρωτεργάτες της Τσιαγκάλας με το ντόπιο τραγούδι:
Γράφει: Ιω. Α. Καλιαμπός
* Τσιαγκάλα μ’ ποιος, τσιαγκάλα μ’ ποιος σι στόλισι
κι είσι στουλισμένη τσιαγκάλα μου καημένη.
Η μάνα μου, η μάνα μου μι στόλισι
κι ι δόλιους ι αδιρφός μου, κι ι δόλιους ι αδιρφός μου.
Πρώτους εινί πρώτους εινί ι Καλιαμπός
(Θωμάς Καλιαμπός του Αθανασίου)
Κι δεύτιρους ι Τράντας, κι δεύτιρους ι Τράντας
(Τράντας Γεώργιος του Ιωάννη, τζ Γιαννούλινας, θύμα της Αλβανίας)
Τρίτους εινί, τρίτους εινί Γιώρς τ’ Χασιώτ’
(Χασιώτης Γεώργιος του Χρήστου)
κι τέταρτους Μπιλιάγκας, κι τέταρτους Μπιλιάγκας
(Μπιλιάγκας Γεώργιος του Γρηγορίου)
———-
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1η: Πρόκειται για την Τσιαγκάλα της κάτω γειτονιάς της Άνω Σκοτίνας. Κουβαλούσαμε από την τοποθεσία «Κιλιά» τον κορμό και κλαδιά του πεύκου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2η: Στο ερώτημα «ποιο το βαθύτερο νόημα της Τσιαγκάλας», η απάντηση δίνεται από το όλο τελετουργικό, του οποίου εξωτερικά στοιχεία είναι: φωτιά, χοροί, χαρές, τραγούδι, ξεφάντωμα. Η εσωτερική, όμως, επιθυμία του λαού κρύβεται στην αναζήτηση της «κάθαρσης», τον εξαγνισμό του εσωτερικού κόσμου, της ψυχής. Το άναμμα της φωτιάς καίει τα πάθη, αμαρτίες, κακίες. Συνεκδοχικά, λοιπόν, μετά την αποκριά, είναι χρειαζούμενη η «Καθαρή Δευτέρα».
* Ο όρος «τσιαγκάλα» συναντιέται σε διάφορα μέρη. Στην Ήπειρο αναφέρεται ως τζαμάλα. Τα παιδιά τραγουδούσαν: «’Αηστε παιδιά για ξύλα, στουν καλόν τον λόγγον, κι οι κοπέλες για μανούσια, κι οι νιες για ιτιές, κι οι γριές για βατσνές». Άλλα ονόματα της τσιαγκάλας: αλαγούζα, γκριτζάλα (υψηλή εκ ξύλων πυρά). Στον Πόντο έχουμε τη λέξη τσιαγκάλια=μεγάλα ξύλα σηκωμένα προς τα πάνω (Ιω. Τσαγκαλίδης, Κατερίνη).