Του Γιάννη Β. Ευσταθιάδη
Καταστράφηκαν, καταστρέφονται και θα καταστρέφονται ολάκερες περιουσίες, θρηνούσαμε, θρηνούμε και θα θρηνήσουμε θύματα από θεομηνίες σαν και αυτές των ημερών μας. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος, από κάποιο σημείο και μετά, αδυνατεί να τα βάλει, για τον άθεο, με τη δύναμη της φύσης και, για τον ένθεο, με τις βουλές του Θεού. Βιβλική η καταστροφή. Δεν τη χωράει ο ανθρώπινος νους. Θα εκτραπώ, ωστόσο, από την πορεία της φιλοσοφικής αυτής θεώρησης των συμβάντων και θα προσεγγίσω αυτή της πραγματιστικής, που δεν είναι άλλη από τις βουλές του ανθρώπου. Ο λόγος για τα αυθαίρετα. Τόσο η εξ ανάγκης αυθαίρετη οικοπεδοποίηση και η συνακόλουθη οικοδόμηση από μέρους των οικονομικά ασθενών οικογενειών, όσο και εκείνη της εκ προμελέτης και προθέσεως των κατ’ επάγγελμα ή και κατά ευκαιρία αδίστακτων ακτιβιστών της παρανομίας (τσιχλίμαγκες, αεριτζήδες, αρχιερείς του εύκολου πλούτου, δωσολήπτες των από κάτω τραπεζιών κ.λ.π), δημιούργησαν στον τόπο μας, από μιαν έστιν ότε και άλλοτε ακόμη εποχή ως τα σήμερα, ένα μόρφωμα ιδιάζοντος κοινωνικού δικαίου, σκανδαλώδους στις πιο πολλές περιπτώσεις και το περίεργο με τις ευλογίες της πολιτείας έναντι πληρωμής. Νομιμοποίησε το αυθαίρετό σου, το όποιο του αστικού, του βουνού, του κάμπου ή της θάλασσας, φτάνει να πληρώσεις. Να πήγαιναν τα χρήματα και σε καλή μεριά, πες στην ανάπτυξη της χώρας, να πεις “άντε, βρε, χαλάλι”. Σε άπατα βαρέλια πηγαίνουν, σε απύθμενες χοάνες του απύθμενου εθνικού χρέους, του χρέους έναντι των εξωελλαδικών Τραπεζών. Κάποτε γκρέμιζαν και καμιά μάντρα, μια παράγκα. Τώρα ούτε αυτό. Μέχρι που σου δίνεται η εντύπωση ότι μπορείς να αυθαιρετείς, αρκεί να γεμίζεις τα κρατικά ταμεία. Δεδομένης της κατάστασης αυτής, ας μη μας εκπλήσσουν τα μπαζώματα και σύνθετα τα κτισίματα στις εδώ κι εκεί ρεματιές, που τα ενίοτε ατιθάσευτα νερά τους από ασταμάτητες βροχές και εξαγριωμένες νεροποντές φέρνουν την καταστροφή των πάντων στο πέρασμά τους, συμπεριλαμβανομένων και των αυθαιρέτων, και ταυτόχρονα τους, κατά περίπτωση, φευ, πνιγμούς, ανεβάζοντας έτσι τα ανάλογα θλιβερά στατικά μεγέθη. Ας μη μας εκπλήσσει επίσης, αν, εξ αιτίας κάποιου αυθαίρετου της αιγιαλίτιδας ζώνης, δεν μπορούμε να απολαύσουμε το καλοκαιρινό μπανάκι μας. Οι συνεργοί είναι πολλοί. Σε κάποια παραλιακή πόλη της πατρίδας μας, έκτισαν την εποχή που “έσερναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα” τριώροφες και τετραώροφες οικοδομές με διαμπερή -αλίμονο- διαμερίσματα και μαγαζιά, πέρα από κάθε λογική, πάνω και κατά μήκος μιας τεράστιας αμμουδιάς της. Νομιμοποπιημένα τα πάντα. Μόνο που δεν ρώτησαν τη θάλασσα. Γιατί, αυτή η θάλασσα, μια χρονιά, από το θυμό της και σύμφωνα με τη δικαιοσύνη της ζήτησε από τον Ποσειδώνα της και έφερε τα κύματά της ως τα θεμέλια αυτών των οικοδομών, έτοιμη να τις γκρεμοτσακίσει. Με κάποιες παρεμβάσεις, τις έσωσαν.
Και ενώ αυτή την ώρα η χώρα μας μετράει τις ζημιές της στην Αττική και θρηνεί τα θύματά της – για να γυρίσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε -, στο Πολυτεχνείο μας κάποιοι αφασιατζήδες και χαβατζήδες του, κατά τα άλλα, “φοιτητικού κινήματος” συνεχίζουν τις “ηρωικές” καταλήψεις τους. Χαρά στο κουράγιο τους. Μπράβο στην χοντροπετσιά τους. Πες μου, τώρα εσύ: Με τι καρδιά να ευλογήσει, ύστερα, Θεός τον νεοέλληνα; Αλλά ακόμη και ο Χριστός, αν έβλεπε όλα αυτά τα περίεργα των καιρών μας, θα έλεγε, σαν είδε στο δρόμο του Έλληνες, εκείνο το, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, “ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου. Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και βλάστημα θείον, ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα, οικειούμενον επιστήμην” , λόγια που από το “Μόνη γαρ η Ελλάς…. ” και μετά λογοκρίθηκαν από κάποιες σκοτεινές δυνάμεις μιας εποχής και αφανίστηκαν (Το εγχειρίδιο του καλού Έλληνα, σελ. 27, 2017 του Γιώργου Ράπτη).
Του Γιάννη Β. Ευσταθιάδη