Ήταν η υπόθεση που εξιχνιάστηκε τον περσινό Απρίλιο ύστερα από πολύμηνη έρευνα της Ασφάλειας Κατερίνης. Επτά από τους 52 κατηγορούμενους είχαν οδηγηθεί στις φυλακές ως προσωρινά κρατούμενοι. Ήταν αυτοί οι επτά οι οποίοι πριν την έναρξη της δίκης, κάνοντας χρήση του νόμου, προχώρησαν σε διαπραγμάτευση, τους επιβλήθηκαν χαμηλές ποινές και θα μείνουν για ένα ακόμη μικρό χρονικό διάστημα στις φυλακές. Οι υπόλοιποι θα περιμένουν τη δίκη τον Σεπτέμβριο του 2025.
Οι συγκεκριμένοι επτά φαίνεται πως ήταν ο πυρήνας της οργάνωσης, για τη δράση της οποίας ομολόγησαν. Άλλωστε αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της διαπραγμάτευσης. Άλλοι βασικοί εμπλεκόμενοι, όπως οι χάκερς που εξαπατούσαν τα θύματα στέλνοντας συνδέσμους ιστοσελίδων με το προφίλ τραπεζών που κατασκεύαζαν, δεν βρέθηκαν ποτέ. Όπως και οι περισσότερες τηλεφωνήτριες.
Οι επτά που είχαν οδηγηθεί στις φυλακές, καθώς κρίθηκαν προσωρινά κρατούμενοι μετά τις απολογίες τους, ομολόγησαν τις πράξεις τους και διασφάλισαν ποινές από 3 έως 8 χρόνια φυλάκιση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ποινή – χάδι για ορισμένους, δεδομένων των πράξεων για τις οποίες κατηγορήθηκαν. «Η διαπραγμάτευση δεν επιτρέπεται σε όλες τις περιπτώσεις. Αν διαπραγματευτεί κάποιος κρατούμενος μπορεί να πετύχει μία επιεικέστερη ποινική μεταχείριση», εξηγεί στη Voria.gr ο Γιάννης Κεραμετσίδης, ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης που διαπραγματεύτηκε με την εισαγγελέα πριν την έναρξη της δίκης. «Όταν η πράξη έχει μεγάλη απαξία ο εισαγγελέας συνήθως δεν δέχεται τη διαπραγμάτευση ή θα προτείνει μία ποινή κάθειρξης που θα είναι δικαίωση για τα θύματα», συμπλήρωσε ο κ. Κεραμετσίδης. Το βέβαιο είναι πάντως ότι τα θύματα δεν πήραν πίσω τα χρήματά τους.
Η διαπραγμάτευση θεσπίστηκε προκειμένου οι κατηγορούμενοι, εφόσον παραδέχονται τις πράξεις τους, να μη μπαίνουν στη διαδικασία της δίκης που σε πρώτο και δεύτερο βαθμό θα κρατήσει αρκετό χρονικό διάστημα. Σκοπός βέβαια είναι να αφαιρούνται υποθέσεις από τα πινάκια και να κλείνουν εξωδικαστικά χωρίς να ταλαιπωρούνται κατηγορούμενοι και διάδικοι. Ωστόσο τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης επιλέγουν συνήθως όσοι είναι ήδη κρατούμενοι. Οι κατηγορούμενοι που είναι ελεύθεροι προσδοκούν κάτι καλύτερο, με συνέπεια η υπόθεση να δικάζεται πάλι και να μην κερδίζεται χρόνος. Επίσης το ερώτημα που ανακύπτει από μία τέτοια διαδικασία είναι με ποιoν τρόπο τελικά η υπόθεση θα φτάσει στο ακροατήριο. Στη συγκεκριμένη, οι αποκαλούμενοι «εγκέφαλοι» μετά τη διαπραγμάτευση δεν θα έχουν θέση στα εδώλια των κατηγορουμένων, ενώ χάκερς και τηλεφωνητές δεν εντοπίστηκαν.
Οι υπόλοιποι 45 κατηγορούμενοι είναι πρόσωπα που φαίνεται να είχαν πιο περιορισμένους ρόλους, όμως δύσκολα θα αναδειχτούν δεδομένης της απουσίας των υπολοίπων. Ωστόσο είναι θέμα νόμου και διαδικασίας.
«Ο εντολέας μου είναι εκ των κατηγορουμένων που του αποδίδεται ότι είναι μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, όμως αρνείται τις κατηγορίες», μεταφέρει στη Voria.gr ο Κωνσταντίνος Μήτσαλας, συνήγορος υπεράσπισης ενός εκ των κατηγορουμένων που δεν προχώρησε σε διαπραγμάτευση. «Ο εντολέας μου αρνείται τις κατηγορίες, εμφανίζεται σε συνομιλίες έξι μήνες αργότερα και αρνήθηκε να πάρει κάρτες για αναλήψεις», συμπλήρωσε. Εξετάζει πάντως το ενδεχόμενο να προχωρήσει και ο ίδιος σε νέα διαπραγμάτευση, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, όταν η υπόθεση θα φτάσει πάλι στο ακροατήριο.
Η τέλεια οργάνωση στην απάτη
Η έρευνα της ασφάλειας Κατερίνης ξεκίνησε ύστερα από καταγγελία που έγινε τον Σεπτέμβριο 2022 από εκπρόσωπο εταιρείας στην Πιερία. Άγνωστος είχε τηλεφωνήσει στο λογιστήριο, ανέφερε ότι ήταν πελάτης και όφειλε 340 ευρώ, ζήτησε τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας και μιλώντας διαρκώς με το λογιστήριο κατάφερε να αποσπάσει τους κωδικούς του εταιρικού λογαριασμού. Μέσα σε δευτερόλεπτα έκανε οκτώ μεταφορές χρηματικών ποσών αποσπώντας περίπου 126.000 ευρώ. Με τον ίδιο τρόπο εξαπατήθηκαν άλλοι 46 μέχρι τον περσινό Απρίλιο, κατά βάση ήταν εταιρείες που έπεσαν στην παγίδα τής ίδιας μεθόδου, ενώ καταγράφηκαν ακόμη 119 μικρότερου μεγέθους απάτες.
Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι η άρτια οργάνωση της απάτης, η ιεραρχική δομή της σπείρας και η κλιμάκωση των δράσεών της. «Είχαν οργανώσει ένα πολυδαίδαλο δίκτυο μελών με ιεραρχία και διαφορετικούς διακριτούς ρόλους, είχε δομή και συνοχή στηριζόμενη στις στενές οικογενειακές και φιλικές σχέσεις, προσάρμοζε και εμπλούτιζε τη δράση της εκμεταλλευόμενη την εμπειρία των μελών της, διορθώνοντας συνεχώς τα λάθη που κατά καιρούς είχαν οδηγήσει στην ανακάλυψη και σύλληψη μελών της». Με αυτό το απόσπασμα περιγράφεται η σπείρα στο πολυσέλιδο παραπεμπτικό βούλευμα.
Υπήρχε «κέντρο συλλογής και συντονισμού» στο Ζεφύρι Αττικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα είχαν στηθεί σε Εξαμίλι και Ζευγολατιό Κορινθίας. Σύμφωνα με το βούλευμα, το κόλπο εκτελείτο ακριβώς με τον τρόπο που εξαπατήθηκε η επιχείρηση στην Πιερία, όμως τα πλοκάμια των συνεργών είχαν απλωθεί σε όλη τη χώρα. Αττική, Μακεδονία, Θεσσαλία, Πελοπόννησος και Κυκλάδες ήταν μερικές από τις περιφέρειες όπου κατηγορούνται ότι έδρασαν οι εμπλεκόμενοι. Για τη μεταφορά των χρημάτων χρησιμοποιούνταν τραπεζικοί λογαριασμοί τρίτων προσώπων. Ήταν άνθρωποι που αντιμετώπιζαν προβλήματα, πολλές φορές και τοξικομανείς, οι οποίοι έδιναν τα στοιχεία τους για να ανοίξουν λογαριασμούς σε Τράπεζες.
Στην κορυφή της πυραμίδας ήταν οι διευθυντές της οργάνωσης. Έμπειροι σε απάτες, συντόνιζαν τους τηλεφωνητές και την υποστηρικτική ομάδα. Οι τελευταίοι εντόπιζαν εταιρείες – υποψήφια θύματα και αν χρειαζόταν επενέβαιναν στη συνομιλία ως δήθεν ειδικοί. «Δημιουργούσαν λίστα και συνέλεγαν πληροφορίες για τους στόχους τους από ανοιχτές πηγές διαδικτύου και αγγελίες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τους παθόντες σε προγενέστερο της απάτης χρόνο για να εμπλουτίσουν τις πληροφορίες για τον στόχο τους», σημειώνεται στο βούλευμα.
Σημαντικό ρόλο είχαν οι χάκερς. Οι συγκεκριμένοι φέρεται ότι πουλούσαν 1.000 ευρώ την κάθε ιστοσελίδα – κλώνο. Ήταν τα πρόσωπα που κατάφερναν να σπάσουν τους κωδικούς των θυμάτων μέσω των υπερσυνδέσμων που έστελναν. Αντιδρούσαν άμεσα και άλλαζαν τους αριθμούς των τηλεφώνων για να προσπεράσουν τις δικλείδες ασφαλείας των τραπεζών. Σε μία άλλη ομάδα ήταν οι στρατολογητές που είχαν τον ρόλο και του εισπράκτορα – αναλήπτη. Ήταν τα πρόσωπα που εντόπιζαν τους ανθρώπους για ν’ ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό και οι ίδιοι που έσπευδαν να κάνουν αναλήψεις από ΑΤΜ. Πληρώνονταν από 700 έως 1.200 ευρώ. Οι δικαιούχοι των λογαριασμών, πρόσωπα που είχαν ανάγκη από χρήματα και δεν αντιλαμβάνονταν ουσιαστικά τι έκαναν, πληρώνονταν από 300 έως 500 ευρώ.
«Μόλις τα μέλη της οργάνωσης λάμβαναν τον πλήρη έλεγχο της ηλεκτρονικής τραπεζικής του παθόντα μετέφεραν τα διαθέσιμα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς στρατολογημένων δικαιούχων που είχαν ήδη στη διάθεσή τους. Στη συνέχεια ενημέρωναν τους “αναλήπτες”, τα άτομα που είχαν ορίσει να περιμένουν δίπλα στα ΑΤΜ ώστε να πραγματοποιήσουν αναλήψεις μέχρι το όριο της εκάστοτε τραπεζικής κάρτας», περιγράφεται στο κατηγορητήριο.
Η οργάνωση είχε όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τέτοιας μορφής σπείρες. Απέφευγαν να χρησιμοποιούν συμβατικές γραμμές, προμηθεύονταν τηλέφωνα – φαντάσματα σε ονόματα αλλοδαπών που δεν υπήρχαν και χρησιμοποιούσαν κωδικούς για την κάθε πράξη τους. Μάλιστα τις τράπεζες τις είχαν «βαφτίσει» «πράσινη, «έψιλον», «μπίρα», γύρο», μπανάνα», τα ΑΤΜ τα ονόμαζαν «κουτιά» και τα υποκαταστήματα «συνεργεία». Τα όρια αναλήψεων των καρτών «κοντέρ» ή «άλογα».
Η δίκη, χωρίς τους επτά βασικούς κατηγορουμένους, τους χάκερ και αρκετούς τηλεφωνητές, προγραμματίστηκε να γίνει τον Σεπτέμβριο του 2025.