Οι επίσημοι εορτασμοί εμψυχώνουν, διατρανώνουν το μεγαλείο του Γενναίου Έθνους, χρησιμεύουν στην ενδυνάμωση της συλλογικής πίστης περί ηρωικού Έθνους που αν χρειασθεί όλοι θα βρεθούμε στην πρώτη γραμμή για να προασπιστούμε το ό,τι νιώθουμε πως μας ανήκει.
Υπάρχουν όμως και πτυχές της Ιστορίας που δεν λαμβάνονται υπόψη στους επίσημους εορτασμούς.
Άλλες έχουν προσωπική χροιά, είναι οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων, μεμονωμένες ιστορίες που δεν συμπορεύονται με το επίσημο τελετουργικό, άλλες πάλι που ξεκινούν από την μεμονωμένη μικρή ιστορία ενός ανθρώπου, από τα εσώψυχά του, από τον εσωτερικό πολιτισμό του.
Αυτή, ορισμένες φορές παίζει καθοριστικό ρόλο στην συγγραφή της συλλογικής Ιστορίας με καταληκτικό το σύγχρονο περιτύλιγμα των επίσημων των εορτασμών που περιλαμβάνουν παρελάσεις και δοξολογίες.
« Αη Δημήτρης
Όταν τελειώνουμε το μάθημα της βυζαντινής μουσικής
αυτός παίρνει τα εικονίσματα με τη σειρά
και τα φιλάει.
Στο κατόπι κι εγώ
ακουμπώ τα χείλη μου
εκεί που λίγο πριν ακουμπήσαν τα δικά του.
Τη δική του μορφή νιώθω έτσι να λατρεύω.
Κι ας παρεξηγηθούν οι άλλοι άγιοι.
Δεύτερα ονόματα
Στην είσοδο του μαγαζιού
μας είπαν ότι η σταρ δεν θα εμφανιζόταν
λόγω ασθενείας.
Κοιταχτήκαμε.
Να μπούμε; Να πάμε αλλού;
Εμένα σκασίλα μου πάντως.
Εγώ για τα δεύτερα ονόματα ήρθα.
Λαϊκός τραγουδιστής
Πολύ γλέντησα αυτό το χειμώνα.
Πίστα δεν άφησα.
Νύχτες πολλές αγρύπνησα εκεί, σαν σ′ εκκλησία.
Στη μέση ο λαϊκός τραγουδιστής
-κορυφαίος χορού, πάσχων θεός, μεσσίας-
κι οι μυροφόρες γύρω γύρω
να τον ραίνουνε με άνθη όλη νύχτα
και πεσμένος στα γόνατα αυτός
να τραγουδά
σαν προσευχή, σαν έρωτας, σαν ικεσία.
Κι η Κασσιανή στο μπαρ
πιωμένη
να σκαρώνει το νέο της τροπάρι
κι εγώ να πλένω στο ποτήρι μου
τα πόδια του λαϊκού τραγουδιστή
και να φυτρώνουν δάκρυα κόκκινα στην πίστα.
Πολύ πόνεσα αυτό το χειμώνα.
Λεύκιος, Αθήνα»
Αποχαιρετώντας τον Άη Δημήτρη, στην Εκκλησιά , ο πατέρας μου με έπαιρνε απ’ το χέρι και με πήγαινε στην παρέλαση. Περήφανα κουνούσα το σημαιάκι και χλαπάκιζα το «μαλλί της γριάς».
Σαν επιστρέφαμε στο σπίτι-τηλεοράσεις δεν υπήρχαν τότε- αναπαριστούσα την παρέλαση με περήφανο βηματισμό σ’ όλο το σπίτι, μέχρι που αποκαμωμένος αναζητούσα πνευματικό καταφύγιο στα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα, και γαστρονομικό στο οικογενειακό τραπέζι όταν στρωνόταν το μεγαλόπρεπο ταψί της γιαγιάς μου της Αναστασίας από την Καισάρεια. Το αγαπημένο μου μαντί με γιαούρτι και σουμάκ.
Τα χρόνια κύλησαν. Κάποτε ήρθε η ώρα να διαβάσω ένα βιβλίο με τίτλο « Οι τρεις ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά»:
Ο Χασάν Ταχσίν Πασά υπέγραψε την παράδοση της Θεσσαλονίκης, υπό το βλέμμα των Μεταξά και Δουσμάνη, πληρεξουσίων του Διάδοχου και Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου.
Ο Αντιστράτηγος και διοικητής της 8ης Οθωμανικής Στρατιάς Χασάν Ταχσίν Πασάς ήταν αλβανικής καταγωγής με ελληνική παιδεία στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.
Στη «πολιτική» διένεξη για το ποιος δικαιούται τα περισσότερα εύσημα για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ανάμεσα στο Διάδοχο Κωνσταντίνο και τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, έχει «χαθεί» η καθοριστική συμβολή του Τασχίν Πασά στο να αποδοθεί η Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα και όχι στη Βουλγαρία.
Αν και συνεπής και αφοσιωμένος στην πατρίδα του αξιωματικός, αντιλήφθηκε τις εγγενείς αδυναμίες της στρατιάς του μετά τις αλλεπάλληλες ήττες από τον ελληνικό στρατό και επέλεξε την «ατιμωτική» λύση της παράδοσης από μια μάχη μέχρις εσχάτων που θα οδηγούσε σε μια άσκοπη αιματοχυσία κι έσωσε τη ζωή των 30.000 περίπου στρατιωτών του. Έχοντας όμως ο ίδιος έντονη ελληνική παιδεία και γνωρίζοντας τους Έλληνες, προτίμησε να παραδοθεί στην Ελλάδα κι όχι στους Βούλγαρους, προστατεύοντας έτσι και τους Τούρκους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, που διαφορετικά θα βίωναν τις ακρότητες που βίωσε ο τουρκικός πληθυσμός περιοχών που «απελευθερώθηκαν» από τους Βούλγαρους.
Το οθωμανικό κράτος καταδίκασε ερήμην τον Ταχσίν Πασά σε θάνατο, όποτε η επιστροφή του στην Τουρκία ήταν αδύνατη. Αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία με προστασία του ελληνικού κράτους όπου και πέθανε.
Οι περιπέτειες του δεν τελείωσαν όμως με το θάνατο του. Αφού θάφτηκε στη Λωζάνη αρχικά, το 1937 τα οστά του μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο οικογενειακό τους τάφο στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης.
Το 1983, η επέκταση της πόλης «έφαγε» το νεκροταφείο και τα οστά του Ταχσίν Πασά φυλάχτηκαν για 20 χρόνια στο νεκροταφείο της Μαλακωπής, για να καταλήξουν τελικά το 1983 σε τάφο στο αγρόκτημα Τόψιν, δίπλα στο κτίριο όπου υπεγράφη η παράδοση της Θεσσαλονίκης.
Στον πίνακα, με πολιτικά, απεικονίζεται ο ίδιος ο ζωγράφος του πίνακα, γιος του Ταχσίν Πασά, Κενάν Μεσαρέ.
Ο Κενάν Μεσαρέ, απόφοιτος κι αυτός της Ζωσιμαίας σχολής, υπήρξε υπασπιστής του πατέρα του. Γλωσσομαθής ο ίδιος, φέρεται ως ο συντάκτης της γαλλικής (επίσημης) έκδοσης της συμφωνίας παράδοσης.
Μετά την απελευθέρωση, ο Κενάν παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, απέκτησε ελληνική υπηκοότητα και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική.
Τάφηκε δίπλα στον πατέρα του το 1965 στην Τριανδρία και τον «ακολούθησε» και στις μετά θάνατον περιπλανήσεις, μέχρι το σημερινό τάφο στη βίλα Μοδιάνο.
Στις παρελάσεις δεν πάω πια εδώ και δεκαετίες.
Αφορμή για τούτη την αφήγηση, μου την έδωσε ένα μαντάτο που διάβασα πριν λίγες μέρες για την δολοφονία από βόμβα διασποράς της 18χρονης Veronika Kozhushko στο Χάρκοβο, τέλη Αυγούστου του 2024.
Η Veronika Kozhushko ήταν η προσωποποίηση του πολιτισμού.
Ήταν ο πολιτισμός αυτός καθεαυτός.
Για την μικρή της ιστορία, για τα εσώψυχά της, για τον εσωτερικό της πολιτισμό, θα προσπαθήσω να αποτείνω φόρο τιμής μίαν άλλη φορά.
ΥΓ: Πάντα δακρύζω στο άκουσμά του.
Μιχάλης Κονιόρδος, εκπαιδευτικός, https://www.core-econ.org/