Όταν ήμασταν μικρά παιδιά, αλητεύαμε όλη μέρα στις ερημιές. Καμωνόμασταν τη συμμορία, δεν καταλαβαίναμε από κινδύνους.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Όλα τα παιδιά της Παλιόστανης σκαρφαλώναμε στους γκρεμούς και ειδικά στον Κουκουρίκο, ανεβαίναμε στα δέντρα, ψηλά, 10-20 μέτρα μέχρι την κορυφή, κατεβαίναμε σε πηγάδια γεμάτα υγρασία στα έγκατα της γης. Ο κόσμος μάς ανήκε και η ελευθερία μας ήταν απόλυτη. Η κάψα του μεσημεριού μας έκαιγε, τα αγκάθια τρυπούσαν τα πόδια μας και αυτό μας ήταν αδιάφορο. Το σούρουπο, την ώρα που ο ήλιος αποκαμωμένος έγερνε μακριά στη θάλασσα, επιστρέφαμε στο χωριό κατάκοποι και σκονισμένοι. Ήμασταν όμως ευτυχισμένοι.
Έτσι περίμενα πως θα περνούσα με τους φίλους μου κι εκείνο το καλοκαίρι. Πρώτη μέρα των διακοπών. Τέρμα το σχολείο, κάτω η τυραννία των δασκάλων. Τώρα άρχιζε η πραγματική ζωή, η ελευθερία μου. Μα, άλλαι αι βουλαί… Η μάνα μου μου το έκοψε. Μεγάλωσα πια, θα έπρεπε να κάνω και εγώ κάτι. Το σπίτι που μέναμε ήταν μέσα σε ένα μεγάλο χωράφι και είχε μια μεγάλη αποθήκη πίσω όπου είχαμε τα ζώα μας, το γουρούνι, τις κότες, τις γαλοπούλες, τις πάπιες και τις κατσίκες.
Θα έπρεπε από την επόμενη μέρα να πηγαίνω να τα ταίζω τα πρωινά και τα απογεύματα, οπότε τέρμα οι εξερευνήσεις στα γύρω δάση, η τα ατελείωτα πρωταθλήματα και οι Ολυμπιάδες που στήναμε όλα τα παιδιά τις γειτονιάς στις αυλές του χωριού, από αύριο εκεί θα την έβγαζα. Δεν σήκωνε κουβέντα. Το επόμενο πρωί μου είχε αφήσει και σημείωμα στο ψυγείο να μην ξεχαστώ με τις νέες αυτές εντολές.
Πράγματι την άλλη μέρα πήγα και τάισα τα ζώα αλλά δεν παρέλειψα όμως και να μαζέψω την παρέα μου σαν να μην συμβαίνει τίποτα, έπειτα κανονίσαμε το πως θα περάσουμε την μέρα μας, σήμερα σειρά είχε το σπίτι του γείτονα μας που έμενε ακριβώς από κάτω από εμένα, και όχι μόνο αυτό είχαμε σκεφτεί και νέους τρόπους παιχνιδιού. Όταν είχα τελειώσει με την υποχρέωση που είχα αναλάβει ζώστηκα τα δυο ψεύτικα πιστόλια μου, φόρεσα το καουμπόικο καπέλο που είχα αγοράσει στις αποκριές και με όλα τα παιδιά μπήκαμε κρυφά στην αυλή που είχε το “μπασκί” ο γείτονας και φύλαγε τα καπνά.
Εκεί πάνω στο “μπασκί” αρχίσαμε να παίζουμε τους καουμπόιδες και τους σερίφηδες, δεν φτάνει που είχαμε κατεβάσει τις λαμαρίνες που προφύλασαν και σκίαζαν το καπνο που ήταν στοιβαγμένο εκεί, είμασταν και εμείς από πάνω να θριμματίζουμε την σοδειά της χρονιάς, και το αποκορύφωμα όλων ήταν ότι πήραμε το λάστιχο με το νερό από την αυλή και το αφήσαμε να τρέχει πάνω στο καπνό καταστρέφοντας το. Εγώ δεν στάθηκα μόνο σε αυτά που κάναμε αλλά πήγα και στον στάβλο, βλέπεις εμείς δεν είχαμε γαιδούρι η άλογο στην Οικογένεια. Έριξα το σαμάρι στο γαϊδούρι που είχε ο γείτονας, το έλυσα, το καβαλίκεψα και έφυγα σιγά σιγά για την Μικρή Μηλιά αφήνοντας τα υπόλοιπα παιδιά να ολοκληρώσουν την καταστροφή.
Μα ανάθεμά τα, δεν είχα μεταλλικά σπιρούνια. Αυτά μου έλειπαν. Αποφάσισα λοιπόν, με την πρώτη ευκαιρία, ν’ αγοράσω ένα ζευγάρι. Σφύριζα στον σκοπό της αγαπημένης μου σειράς και κάθε τόσο έφερνα με μια αστραπιαία κίνηση το δεξί χέρι στη θήκη με το πιστόλι. Μπανγκ! μπανγκ! τραβούσα τη σκανδάλη και πυροβολούσα τα πουλιά. Καμωνόμουν τον Φέστους, στη Ντοτζ Σίτι, έριχνα κλεφτές ματιές στη Μις Κίτι, μπανγκ! μπανγκ! πυροβολούσα τους παράνομους και τους ινδιάνους που συναντούσα στον δρόμο μου. Ήταν οι διαβάτες που επέστρεφαν στο χωριό.
Έξω από το παλιό Δημοτικό Σχολείο της Μικρής Μηλιάς που ήταν εγκαταλελειμένο έδεσα το γαϊδούρι στον κορμό μιας μοσφιλιάς με το χαλινάρι του κι άρχισα να εξερευνώ τον χώρο, εκεί μας πήγαιναν ημερήσια σχολική εκδρομή την άνοιξη οι δάσκαλοι του Δημοτικού Σχολείου της Παλιόστανης. Μια δυο φορές έδιωξα τα κοράκια που προσγειώθηκαν ύπουλα στο δέντρο. Μπανγκ! μπανγκ! τράβηξα τα πιστόλια μου ήξερα να πυροβολώ πιο γρήγορα κι από τη σκιά μου. Τα κοράκια εξαφανίστηκαν.
Έπειτα μπήκα στην αυλή του σχολείου. Βρήκα τη βρύση της αυλής χαλασμένη και την εξώπορτα παραβιασμένη. Πως κατάντησε έτσι ο ναός της παιδείας, που πήγαν τα παιδιά της Μικρης Μηλιας άραγε…. Γρήγορα όμως το ενδιαφέρον μου εξαντλήθηκε. Δεν έμεινε τίποτε να ανακαλύψω πια εδώ πέρα. Δεν έβλεπα κανέναν εχθρό τριγύρω, ούτε παράνομους ούτε ινδιάνους.
Έτσι, ξανανέβηκα στο γαϊδούρι μου και κίνησα για τη Ιερά Μονή Παναγίας Μακρυράχης που βρίσκεται πιο κάτω απο την Μικρή Μηλιά…Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι σε ένα ξένο περιβόλι…εκεί υπήρχε μια μεγάλη χρυσομηλιά. Κοίταξα προσεκτικά γύρω μη με δει κανείς. Τώρα ήμουν ο Μπίλι δε Κιντ. Κάμποσα πουλιά πέταξαν μακριά σαν έφτασα κοντά της.
Μπανγκ! μπανγκ! φώναζα με όλη τη δύναμή μου, τραβώντας τα πιστόλια μου. Ξεπέζεψα και έφαγα κάμποσα χρυσόμηλα, έσκασα, ξέχασα τα ζώα. Κάθισα ακουμπημένος στον κορμό του δέντρου. Μπανγκ! μπανγκ! σημάδευα τους μελισσοφάγους που έκοβαν βόλτες πάνω από τη χρυσομηλιά. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε. Ίσως και να με πήρε ο ύπνος κάποια στιγμη ποιός ξέρει. Μέσα στην ονειροπόλησή μου, φανταζόμουν μια θρυλική μονομαχία μπροστά στο σαλούν της Ντοτζ Σίτι.
Εκεί με βρήκε ο πατέρας μου και η μητέρα μου που με έψαχναν με τις ώρες. Μπανγκ! μπανγκ! η φωνή μου με πρόδωσε. Ήταν έξαλλοι. Ερχόταν από το σπίτι. Το γουρούνι μπόρεσε και έφυγε από την αποθήκη και γυρνούσε μέσα στο χωράφι όπου είχαμε το μποστάνι μας καταστρέφοντας το. Η μάνα μου έκλαιγε. Πήγαν άδικα χαμένοι οι κόποι μας. Κι εγώ έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου.