«Αγόρασε. Χρησιμοποίησε. Πέταξε. Επανάλαβε». Αυτό το καταναλωτικό μοντέλο αλλάζει. Όχι μόνο για οικολογικούς λόγους, αλλά γιατί πλέον οι καταναλωτές εκτιμούν ότι μπορεί ο λιτός τρόπος ζωής να τους κάνει πιο ευτυχισμένους. Μάλιστα στην αλλαγή αυτή φαίνεται ότι ρόλο μπορούν να παίξουν και οι επιχειρήσεις υποστηρίζοντας συμπεριφορές που βοηθούν στην κατεύθυνση αυτή.
Έρευνα της Solid Havas που παρουσιάζει τα αποτελέσματα της παγκόσμιας μελέτης σε τριάντα χώρες και την Ελλάδα, με θέμα τις τάσεις του κοινού απέναντι στην αλλαγή του μοντέλου καταναλωτικής συμπεριφοράς, έδειξε ότι το καταναλωτικό κοινό έχει πλέον κορεστεί και αναζητά τη χαρά της λιτής ζωής, καθώς οι πολλαπλές κρίσεις – οικονομικές, οικολογικές, ιδεολογικές – κάνουν τους ανθρώπους να θέλουν να βάζουν όρια ακόμα και στην κατανάλωση.
Παράδειγμα
Τρεις στους τέσσερις απορρίπτουν την ιδέα ότι οι οικονομίες πρέπει να συρρικνωθούν για να βρεθούν λύσεις σε όσα μας ταλαιπωρούν και θέλουν ζωντανές οικονομίες που να βασίζονται στην καινοτομία, σε βιώσιμα προϊόντα και υπηρεσίες. Για αυτούς τους καταναλωτές, λιτότητα σημαίνει αγοράζω καλύτερα, κάνω περικοπές, μειώνω απορρίμματα και γίνομαι πιο αυτάρκης.
Για παράδειγμα, στον κόσμο της μόδας μπορεί κανείς να δει αυτόν τον νέο τρόπο σκέψη και τη συμβολή των επιχειρήσεων στις απαιτήσεις των καταναλωτών. Πολλές είναι οι επιχειρήσεις που πλέον προτείνουν κλασικά κομμάτια σχεδιασμένα να διαρκούν χρόνια, αλλά και ρούχα φτιαγμένα από οργανικά υφάσματα ή ακόμα και ανακύκλωση των παλιών ρούχων των καταναλωτών, και περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα καταναλωτές έχουν μειώσει τις αγορές τους για ρούχα.
Στην Ελλάδα, οκτώ στους δέκα καταναλωτές λένε ότι το να είναι ικανοποιημένοι με απλά πράγματα τους κάνει ευτυχισμένους. Για τους περισσότερους (70%), το να εργάζονται λιγότερο και να περνούν περισσότερο χρόνο με την οικογένεια είναι ένας από τους λόγους που τους ελκύει αυτή η λιτή ζωή. Ο πειρασμός όμως εξακολουθεί να έχει δύναμη, ειδικά μεταξύ των νέων, αφού περίπου οι μισοί (48%) Ελληνες της Gen Z (γεννημένοι τέλη δεκαετίας 1990 – αρχές 2010) – έναντι του 10% των baby boomers (γεννημένοι μεταξύ 1946 και 1964) – δυσκολεύονται να αντισταθούν στους πειρασμούς που παρουσιάζει η οικονομία κατανάλωσης.