[…]
Κατά πρώτον πρέπει να σημειώσω ότι ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε τυχερός, εννοώντας μ’ αυτό ότι κατά τη γέννησή του ήσαν παρούσες οι Μοίρες, που τον μύρωσαν πλουσιοπάροχα. Η Κλωθώ, με κλωστές τις γραμμές του πενταγράμμου, άρχισε να κλώθει το νήμα της ζωής του, και η Λάχεσις σφράγισε το μέτωπό του με τη σφραγίδα δωρεάς του δημιουργού. Αναρωτιέμαι μήπως και το επώνυμό του «Θεοδωράκης» δεν είναι μια απλή σύμπτωση. Τα θεία αυτά δώρα ο τιμώμενος δεν τα κράτησε μέσα του κρυμμένα. Ως ευγνώμων αποδέκτης, τα καλλιέργησε, τα πολλαπλασίασε και τα ανέδειξε, ποτίζοντάς τα με ιδρώτα και αίμα.
Ωστόσο, και πάλι δεν θα γινόταν αυτός που είναι, αν οι Μοίρες δεν τον ευνοούσαν και σε κάτι άλλο ακόμη. Φρόντισαν να γεννηθεί όπου, όταν και όπως έπρεπε.
Γεννήθηκε όπου έπρεπε, δηλαδή στην Ελλάδα, με παχύ και γόνιμο πολιτιστικό υπέδαφος, όπου μπορούσε να ριζώσει και να αντλήσει από τα σπλάχνα της πλούσιους θρεπτικούς χυμούς τον καιρό της δημιουργικής ανθοφορίας και καρποφορίας του.
Γεννήθηκε όταν έπρεπε, δηλαδή την εποχή του Μεσοπολέμου, και έζησε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο Πόλεμο και δύο δικτατορίες. Δύσκολες εποχές, τις οποίες πέρασε, ως αγωνιστής, διά πυρός και σιδήρου, και οι οποίες άφησαν έντονα τα σημάδια τους στην ψυχή και στο σώμα του. Όμως μέσα από τις αναπόφευκτες κακουχίες, δοκιμασίες και περιπέτειες, το τάλαντό του ωρίμασε, δοκιμάστηκε και έλαμψε. Τον ίδιο περιπετειώδη δρόμο ωρίμανσης βάδισαν και πολλοί άλλοι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την ίδια εποχή αναδεικνύονται στη χώρα μας σημαντικές προσωπικότητες, που τιμούνται διεθνώς με εξαιρετικές διακρίσεις, ακόμη και με βραβεία Νόμπελ. Έτσι ο Θεοδωράκης βρίσκει μπροστά του ένα συγκροτημένο, στιβαρό, εμπνευσμένο και βαθυστόχαστο ποιητικό λόγο, έτοιμο να δεχθεί τις πηγαίες μελωδικές επενδύσεις του. Η ωφέλεια υπήρξε διπλή: η μουσική έμπνευση του συνθέτη, με τη βοήθεια του ελληνικού ποιητικού λόγου, κεντρίζεται να φθάσει στο αποκορύφωμά της, και ο ελληνικός ποιητικός λόγος, με τη βοήθεια της μελωδικής επένδυσης του συνθέτη, εκτινάσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις και γίνεται παγκοσμίως γνωστός.
[…]
Όμως ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε και όπως έπρεπε, δηλαδή από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα, που σημαίνει ότι οι αποθήκες των βιολογικών του γονιδίων είναι γεμάτες με πολιτιστικούς αρχέτυπους δύο σημαντικών ελληνικών περιοχών· και είναι γνωστό πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η κληρονομικότητα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Από το άλλο μέρος, οι διαδοχικές μετακινήσεις του, επί 18 ολόκληρα χρόνια, από περιοχή σε περιοχή (Χίο, Μυτιλήνη, Σύρο, Αθήνα, Γιάννενα, Αργοστόλι, Πάτρα, Πύργο, Τρίπολη, Αθήνα), έπαιξαν ασφαλώς σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του, όσο κι αν ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του το αρνείται, με το αιτιολογικό ότι λόγω των συχνών μετακινήσεων δεν πρόφτανε να αφομοιώσει την ντόπια παράδοση. Γράφει χαρακτηριστικά ότι όλη αυτή η κατάσταση είχε δημιουργήσει μέσα του ένα «πολιτιστικό, πνευματικό και ειδικά μουσικό χάος». Προσωπικά πιστεύω ότι δεν πρόκειται για χάος, αλλά για κάτι άλλο […].
Σε μια εποχή κατά την οποία η δημοτική μουσική εθεωρείτο ως μουσική των άξεστων και αμαθών χωρικών, η λαϊκή μουσική, ως μουσική του προλεταριάτου των αστικών κέντρων και των «κατατρεγμένων» της κοινωνίας, η βυζαντινή μουσική, ως μουσική των παπάδων και των θρησκόληπτων, και η λόγια μουσική, ως μουσική μιας περιορισμένης ελιτίστικης ομάδας ευρωαναθρεμμένων αστών, έρχεται ξαφνικά ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Τα αόρατα στοιχεία του χάους της παιδικής ηλικίας του έρχονται ξαφνικά σε αντιστικτική σύγκλιση και το θαύμα επιτέλους συντελείται. Ξεσκονίζοντας τα περιφρονημένα αγκωνάρια, και χρησιμοποιώντας τα ως ακρογωνιαίους λίθους, αρχίζει να βάζει τα θεμέλια της «νεοελληνικής έντεχνης λαϊκής μουσικής» και παράλληλα να συνθέτει, κατά το πρότυπο των Ευρωπαίων, συμφωνικά και άλλα έργα, τεχνουργημένα όμως με μουσικές ψηφίδες διαλεγμένες με πολλή προσοχή και ευαισθησία από το ταμείο της συλλογικής μνήμης του ελληνικού λαού. Οι μελωδίες του, λιτές και απέριττες, χωρίς νεωτερισμούς και κραυγαλέες πολυφωνικές συνηχήσεις, βασίζονται στην αρχή του μέτρου. Είναι αυτές που πρέπει να είναι· τίποτε παραπάνω, τίποτε παρακάτω. Γι’ αυτό και η αποδοχή τους είναι καθολική. Οι καρδιές των πανελλήνων αρχίζουν ξαφνικά να χτυπούν στον ίδιο ρυθμό, όταν, μέσα από τις μελωδίες του αυτές, αναγνωρίζουν τον ίδιο, τον ξεχασμένο, ίσως και αγνοημένο, εαυτό τους στη διαχρονική πορεία της φυλής τους, και όταν διαπιστώνουν ότι οι μελωδίες του συνθέτη απευθύνονται εξαιρετικά στον ελληνικό λαό, με την αφιέρωση: «τα σα εκ των σων».
Το περίεργο όμως είναι ότι στο άκουσμα των μελωδιών του Θεοδωράκη δεν χτυπά μόνο η καρδιά των πανελλήνων, αλλά και η καρδιά των ανθρώπων όλου του κόσμου. Το φαινόμενο, μολονότι περίεργο, δεν είναι και ανεξήγητο. Η μουσική του Θεοδωράκη, γεμάτη με χρώμα, φως και πνεύμα ελληνικό, και συζευγμένη αρμονικά με στίχους εμπνευσμένων ελλήνων ποιητών, κάνει τους ξένους να θυμηθούν εποχές, γεγονότα και καταστάσεις, καταχωνιασμένες, αθέλητα ή ηθελημένα, στο υποσυνείδητο της παγκόσμιας ιστορικής μνήμης. […]
Σ’ εκείνον, τον Μίκη Θεοδωράκη, ανήκει η τιμή και ο έπαινος· σ’ εμάς, τους Έλληνες, η ευτυχία να σεμνυνόμαστε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είναι «σαρξ εκ της σαρκός μας».
*Αποσπάσματα από την υπέροχη παρουσίαση του έργου του Μίκη Θεοδωράκη από τον εθνομουσικολόγο και πανεπιστημιακό καθηγητή Γεώργιο Αμαργιανάκη (1938-2003). Ο Αμαργιανάκης είχε κληθεί να εκφωνήσει ομιλία στη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 27 Μαΐου 1996, στο πλαίσιο της τελετής αναγόρευσης του Μίκη Θεοδωράκη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου (ο αείμνηστος Αμαργιανάκης ήταν τότε πρόεδρος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών).
Ο συναρπαστικός βίος του μεγίστου των μουσουργών, του Μίκη Θεοδωράκη, ξεκίνησε στις 29 Ιουλίου 1925 και ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
Το σκίτσο που συνοδεύει το παρόν άρθρο είναι της Έφης Ξένου (πηγή: tanea.gr).