Το χρονικό της εγκαθίδρυσης της Χούντας των συνταγματαρχών
Το χρονικό της εγκαθίδρυσης της Χούντας των συνταγματαρχών
Ήταν βράδυ της 20ης προς 21ης Απριλίου 1967. Πέμπτη προς Παρασκευή. Ακριβώς πριν 50 χρόνια. Τότε που πίσω από τις κλειστές πόρτες των γραφείων των ταξιαρχών στο Γουδή θα άλλαζε εντελώς ο ρους της ελληνικής ιστορίας.
Τι ετοιμάζονταν πίσω από αυτές τις κλειστές πόρτες ; Ενα στρατιωτικό πραξικόπημα.
Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντιούνται στο αρχηγείο των τεθωρακισμένων στο Γουδή, στις 11.30΄ της Πέμπτης 20ης Απριλίου.
Η απόφαση για την βίαιη διάλυση της σχηματισμένης από τις 3 Απριλίου κυβέρνησης είχε ληφθεί.
Το χρονικό
Ο Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοίνωσε στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι και τότε συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι. Ωστόσο, το πραξικόπημα είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τη 1 π.μ. O λόγος που δίσταζε ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του συνταγματάρχη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ήξερε για τη βραδινή κίνηση.
Την ίδια μέρα, ο αρχηγός Στρατού Γρ. Σπαντιδάκης κάλεσε σε σύσκεψη 6 αντιστράτηγους, τους πιο έμπιστους, και τους τόνισε ότι έφτασε η ώρα για επέμβαση του στρατού. Όλοι συμφώνησαν μαζί του και τον εξουσιοδότησαν να συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο και να του ζητήσει εκ μέρους όλων να δώσει την εντολή εκτέλεσης του σχεδίου “Ιέραξ ΙΙ” για τη διενέργεια του πραξικοπήματος. Κανόνισαν νέα σύσκεψη έπειτα από ένα τετραήμερο, για τη Δευτέρα 24 Απριλίου, αν μέχρι τότε ο βασιλιάς δεν είχε διατάξει να γίνει το πραξικόπημα. Η CIA ήταν πλήρως ενημερωμένη για το περιεχόμενη της σύσκεψης των στρατηγών.
Σύμφωνα με αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας μαρτυρίες από τον κύκλο των πραξικοπηματιών και δη του Στυλιανού Παττακού, ο οποίος είχε τη μικρότερη γνώση των πραγματικών παρασκηνίων της συνωμοσίας, ο αντιστράτηγος Ζωιτάκης ενημέρωσε τον Νικόλαο Μακαρέζο για την απόφαση των στρατηγών να στείλουν τον Σπαντιδάκη στον Κωνσταντίνο κι έτσι οι συνταγματάρχες αποφάσισαν να κάνουν το δικό τους πραξικόπημα την ίδια κιόλας νύχτα, για να προλάβουν το πραξικόπημα των στρατηγών.
Οι κινήσεις των πραξικοπηματιών: Πρώτα έλεγχος στις τηλεπικοινωνίες
Πρώτα κινήθηκαν τα τμήματα των καταδρομέων (ΛΟΚ), καθώς αυτά αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της επιτυχίας του κινήματος, που θα είχε πιθανότητες επικράτησης μόνο αν οι μονάδες αυτές κατόρθωναν να καταλάβουν όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα χωρίς να δοθεί το σήμα συναγερμού.
Δεν έπρεπε να ειδοποιηθούν και να κινητοποιηθούν ο βασιλιάς, οι στρατηγοί και η κυβέρνηση πριν ολοκληρωθούν οι βασικοί στόχοι του κινήματος.
Οι τηλεπικοινωνίες –κτίριο της ΕΡΤ (τότε ΕΙΡ), τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεφωνικό κέντρο και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ασυρμάτου- κατελήφθησαν μεταξύ 1 και 1.30΄ π.μ. χωρίς να δοθεί το σήμα του συναγερμού.
Στους δρόμους επικρατούσε ησυχία, αφού δεν είχαν ακόμα κινηθεί τα τανκς και δεν κυκλοφορούσαν ομαδικά διάφορα στρατιωτικά καμιόνια. Οι στρατιώτες μετακινούνταν γρήγορα και αθόρυβα, κατά μικρές ομάδες, στους προκαθορισμένους στόχους δίχως να κινούν την προσοχή ή την περιέργεια. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στους αθηναϊκούς δρόμους.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι στρατιώτες της χούντας είχαν θέσει υπό το λειτουργικό έλεγχό τους όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα.
Δεύτερο βήμα: Η κατάληψη του Πενταγώνου και οι συλλήψεις των αντιφρονούντων – Γλέζος, Κύρκος, Παπανδρέου τα πρώτα ονόματα
Έχοντας πια στη διάθεσή τους τηλέφωνα και ασυρμάτους, οι κινηματίες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην επόμενη φάση του σχεδίου τους, στις συλλήψεις. Υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Λαδά εξόρμησαν πολυάριθμα μικρά αποσπάσματα της ΕΣΑ και διαφόρων στρατιωτικών σχηματισμών, τα οποία άρχισαν, σύμφωνα με σχέδιο λεπτομερώς κατηρτισμένο, τις συλλήψεις πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων που κατείχαν καίριες θέσεις στον μηχανισμό του κράτους, με πρώτο στόχο τον πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Την ίδια ώρα κατελήφθη το συγκρότημα του Πενταγώνου με συνδυασμένη επιχείρηση από μέσα και απ’ έξω, υπό τη γενική διεύθυνση του διοικητή της ΕΣΑ συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά.
Ο Παπαδόπουλος έφτασε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς και ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ασλανίδης. Οι στασιαστές όρμησαν μέσα και κατέλαβαν το κτίριο, χωρίς πάλι να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Δώδεκα τανκς κι οκτώ θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού κύκλωσαν το Πεντάγωνο, ενώ άλλα τανκς βρέθηκαν μπροστά στα κτίρια της τηλεόρασης, των ραδιοφωνικών σταθμών και των τηλεφωνικών κέντρων, ώστε να αποκρουστεί κάθε απόπειρα ανακατάληψής τους. Κι αφού είχαν δρομολογηθεί οι συλλήψεις, διάφορες μονάδες, με μυημένους αξιωματικούς, κινήθηκαν και κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της Αθήνας, στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από μεγάλα ξενοδοχεία (Χίλτον) και τανκς σφράγιζαν τους δρόμους που οδηγούσαν από την επαρχία στην Αθήνα. Αποκλείστηκε και το αεροδρόμιο του Ελληνικού, ενώ στο στρατόπεδο Διονύσου ο διοικητής των ΛΟΚ συνταγματάρχης Κ. Ασλανίδης παρέμενε με τον όγκο της δύναμής του ως γενική εφεδρεία.
Τέλος, μια σημαντική δύναμη ελαφρών αρμάτων με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, κύκλωσε τα ανάκτορα Τατοΐου, το ομώνυμο γειτονικό αεροδρόμιο και την έπαυλη όπου έμενε η Φρειδερίκη με τις κόρες της.
Η πρώτη ειδοποίηση που πήρε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για όσα συνέβαιναν ήταν από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, όταν είδε ομάδα στρατιωτών να εισβάλλει στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό.
Το τηλέφωνό του όμως νεκρώθηκε και τελικώς συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο. Από τις βροντές των πυροβολισμών, ξύπνησε και η Μαργαρίτα Παπανδρέου. Η κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν γειτονική του Μιχάλη Αρναούτη. Ένας λοχαγός και τέσσερις κομάντος εισέβαλαν στην οικία και μετά από επεισοδιακή καταδίωξη συνέλαβαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος αμέσως τηλεφώνησε στον πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο όπου ο τελευταίος τον πληροφορούσε ότι τον συνελάμβαναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις 2.23’ το πρωί.
Η δεύτερη ειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα ήρθε στις 2.10΄ το πρωί, όταν ο αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας Τασιγιώργος άκουσε τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων και τηλεφώνησε στον υπουργό Δημοσίας Τάξης Γεώργιο Ράλλη. Ο Ράλλης προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο Τατόι, αλλά το τηλέφωνό του είχε νεκρωθεί. Κατευθύνθηκε στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα, από όπου κατόρθωσε μέσω ασυρμάτου Motorola να συνδεθεί με το βασιλιά. Ο βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ράλλη να επικοινωνήσει με τους αξιωματικούς υπηρεσίας των Σωμάτων Στρατού στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και σε άλλες πόλεις, να τους θέσει σε κατάσταση συναγερμού και να κινηθούν προς την Αθήνα. O Γεώργιος Ράλλης προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού, ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη, για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη. Μόλις έλαβε το σήμα, ο Βιδάλης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Έσπευσε να ζητήσει οδηγίες από το ΓΕΣ και ο στρατηγός Σπαντιδάκης τον διαβεβαίωσε, ψευδώς, στο τηλέφωνο ότι ο βασιλιάς ήταν σύμφωνος με ό,τι είχε γίνει και ότι έπρεπε να ανγνοήσει τη διαταγή Ράλλη.
Ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος ήταν από τα πρώτα μέλη της Αριστεράς που συνελήφθησαν. Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνελήφθη από αξιωματικούς στις 2.45΄ λέγοντάς τους, με τα προτεταμένα όπλα προς αυτόν: «Είναι η πέμπτη φορά που μου συμβαίνει!».
Πριν η ώρα πάει 3.00 π.μ., οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό τους την Αθήνα. Είχαν εγκλείσει τους σημαντικότερους κρατούμενούς τους στους θαλάμους των υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών, στο δεύτερο όροφο της Σχολής Τεθωρακισμένων στο Γουδί, εκτός τον Κανελλόπουλο που μεταφέρθηκε στο Πεντάγωνο, όπου είχαν μεταφερθεί και οι στρατιωτικές προσωπικότητες. Πλήθος αριστερών πολιτών συσσωρεύτηκε στον Ιππόδρομο, στο γήπεδο της Α.Ε.Κ., στο Φαληρικό Δέλτα, στο γήπεδο Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μεταφέρθηκε κι αυτός στο Γουδί, τραυματισμένος στο πόδι από πτώση κατά τη σύλληψή του, καθώς προσπάθησε να διαφύγει.
Ολόκληρη η πολιτική ηγεσία συνελήφθη με καταπληκτική ευκολία. Δεν διέφυγε κανένας. Όλοι περίμεναν πραξικόπημα, όλοι μιλούσαν γι’ αυτό αλλά κανένας δεν ήταν έτοιμος να το αντιμετωπίσει. Ούτε η Αριστερά. Κατά τραγική ειρωνεία η Αυγή δημοσίευε εκείνες τις ημέρες τρία προγραμματισμένα άρθρα υπό τον τίτλο “Γιατί δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία”. Δεν πρόλαβε να τα ολοκληρώσει. Είχαν δημοσιευθεί μόνο τα δύο. Το τρίτο έμεινε στο τυπογραφείο, τη νύχτα του πραξικοπήματος.
Στις 4.30 τα χαράματα ο Αμερικανός στρατιωτικός ακόλουθος Γουίλιαμς τηλεφώνησε στα θερινά ανάκτορα στο Τατόι, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν πανικόβλητος: “Έχουν περικυκλώσει το σπίτι του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων ναύαρχου Αυγέρη και ίσως να έχουν ήδη συλλάβει τον στρατηγό Σπαντιδάκη, αν και δεν είμαι βέβαιος. Έρχονται τώρα προς τα εδώ. Ειδοποιήστε τον Έκτο Στόλο, ενημερώστε την Ουάσινγκτον και πείτε τους να στείλουν τον στρατό σας!”.
Πώς διαπραγματεύτηκαν οι πραξικοπηματίες
Στις 5.30΄ το πρωί, ο Ράλλης τηλεφώνησε πάλι στον βασιλιά, του ανέφερε τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα Σώματα και του συνέστησε: «Παθητική αντίσταση Μεγαλειότατε, και ίσως αργότερα κάτι μπορέσετε να κάμετε».
Στις 6.30΄ το πρωί της 21ης Απριλίου, ο ραδιοφωνικός σταθμός των ενόπλων δυνάμεων άρχισε να μεταδίδει την ανακοίνωση: “Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας.
Ακολούθησε η ανάγνωση υποτιθέμενου βασιλικού διατάγματος.
“Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων.
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 91 του Συντάγματος και κατόπιν εισηγήσεως της Κυβερνήσεως, αναστέλλομεν τας διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του εν ισχύι Συντάγματος καθ’ όλον το Κράτος λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων. Ο ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το διάταγμα τούτο.
Εν Αθήναις τη 21η Απριλίου 1967
Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων
Το υπουργικόν Συμβούλιον
Ο Πρόεδρος, τα μέλη…”
Αυτό σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν:
Οτι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα,
Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων,
Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία,
Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου,
Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
Το άρθρο 18 απαγόρευε την επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα και έτσι μπορούσαν πλέον να συσταθούν και να λειτουργήσουν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Στη συνέχεια επήλθε η πειθαρχημένη διαβίωση:
“Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και των ταμιευτηρίων
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και γενικώς ξένου συναλλάγματος
Μέχρι νεωτέρας διαταγής διακόπτονται τα μαθήματα των σχολείων…”.
Στις 8.00΄ το πρωί οι κινηματίες ζήτησαν συνάντηση με τον βασιλιά στο περικυκλωμένο από τανκς Τατόι. Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στο φυλάκιο εισόδου συνάντησαν τον Κωνσταντίνο από τον οποίο και ζήτησαν να υπογράψει διακηρύξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν το σχηματισμό κυβέρνησης. Επικαλέσθηκαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την προστασία του θρόνου και, στις αρνήσεις του Κωνσταντίνου, ο Παττακός του δήλωσε: “Οι Επαναστάτες δεν συζητούν, απαιτούν!”. Τελικά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο Πεντάγωνο για μια τελική συνάντηση. Εκεί είχαν μεταφερθεί και κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες καθώς και ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πριν μεταβεί στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος πέρασε από την κατοικία της μητέρας του, Φρειδερίκης στο Παλαιό Ψυχικό, μάλλον για να τη συμβουλευτεί. Στο Πεντάγωνο επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν διαφαινόταν κάποια λύση, κατώτεροι αξιωματικοί απειλούσαν ανοιχτά, κραυγάζοντας, τους ανωτέρους τους. Ο Κωνσταντίνος μπόρεσε και συνάντησε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για λίγα λεπτά. Ο Π. Κανελλόπουλος εισηγήθηκε στον βασιλιά να διατάξει τους αξιωματικούς να καταθέσουν τα όπλα. Ο βασιλιάς, όμως, δεν έλεγχε κανέναν από αυτούς που οπλοφορούσαν.
Και επισήμως η χούντα νομιμοποιείται από τον Βασιλιά
Αργά το μεσημέρι της 21ης Απριλίου οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει πρωθυπουργός μη στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου[21]. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη, ο δε Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Κόλλιας. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε υπουργός Άμυνας με υφυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος υπουργός Συντονισμού.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ ανάμεσα σε μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης αμέσως μετά την ορκωμοσία του δεύτερου κλιμακίου στις 22 Απριλίου 1967. Διακρίνονται οι Παπαδόπουλος, Κόλλιας, Σπαντιδάκης (πρώτη σειρά), Ζωιτάκης, Παττακός (δεύτερη σειρά).
Στις 8.30 το βράδυ μεταδόθηκε νέα ανακοίνωση:
“Την 7ην εσπερινήν ώραν της σήμερον ωρκίσθη ενώπιον της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως εις τα Ανάκτορα Αθηνών υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος η νέα Εθνική Κυβέρνησις υπό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Κόλλιαν Κωνσταντίνον, η σύνθεσις της οποίας έχει ως ακολούθως:
Πρόεδρος κυβερνήσεως ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κ. Κόλλιας Κωνσταντίνος.
Αντιπρόεδρος κυβερνήσεως και υπουργός Εθνικής Αμύνης ο αρχηγός του ΓΕΣ αντιστράτηγος κ. Σπαντιδάκης Γρηγόριος.
Υπουργός Συντονισμού ο συνταγματάρχης Πυροβολικού κ. Μακαρέζος Νικόλαος.
Υπουργός Εσωτερικών ο ταξίαρχος κ. Παττακός Στυλιανός.
Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως ο συνταγματάρχης Πυροβολικού κ. Παπαδόπουλος Γεώργιος.
Μετά την ορκωμοσίαν της κυβερνήσεως συνήλθε το υπουργικόν συμβούλιον εις πρώτην συνεδρίασιν. Τα ονόματα ετέρων μελών της Εθνικής Κυβερνήσεως θα ανακοινωθούν εις νεώτερα δελτία μας”.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρεσβευτή Φίλιπς Τάλμποτ, ο οποίος επισκέφθηκε τον βασιλιά Κωνσταντίνο στα ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού λίγο μετά την ορκωμοσία, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος του αποκάλυψε ότι δεν έλεγχε πλέον το στράτευμα και πως «Ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τανκς, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή». Ο βασιλιάς ισχυρίστηκε ότι σκέφθηκε προς στιγμή να εκτελέσει τους πραξικοπηματίες, όταν έφτασαν στα ανάκτορα για να ορκιστούν. Σκέφθηκε, όμως, ότι η κίνησή του δεν θα είχε καμία αξία, μιας και τα ανάκτορα ήταν περικυκλωμένα από τανκς επανδρωμένα από αξιωματικούς που τους ήταν πιστοί. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για τις επόμενες κινήσεις του και σκεπτόταν σοβαρά αν θα ήταν καλύτερα να μείνει ή να φύγει από τη χώρα. Ρώτησε τον Τάλμποτ πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο Τατόι αμερικανικά ελικόπτερα, προκειμένου να μεταφέρουν τον ίδιο και την οικογένειά του εκτός Ελλάδας και αν υπήρχε περίπτωση να αποβιβαστούν Αμερικανοί πεζοναύτες στην Ελλάδα για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων.
Στην Ουάσινγκτον ο Ουόλτερ Ραστόου, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Λίντον Τζόνσον, του έστειλε σημείωμα στο οποίο τόνιζε μεταξύ άλλων: “Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αποφύγουμε οποιοδήποτε σχόλιο σήμερα το πρωί για να μην ενθαρρύνουμε βίαιες ενέργειες εναντίον της κυβέρνησης των πραξικοπηματιών… Έχουν δώσει διαβεβαιώσεις για την πίστη τους στο ΝΑΤΟ… Σε κάποια στιγμή, σχετικά σύντομα, πιστεύω ότι θα πρέπει να εκφράσουμε -έστω και απαλά- τη λύπη μας για την παραβίαση των δημοκρατικών διαδικασιών”.
Ο υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντιν Ρασκ έδωσε εντολή να μη γίνει καμία απολύτως δήλωση εναντίον του πραξικοπήματος. Ήταν προφανές ότι η Ουάσινγκτον δεν ήθελε να επιδράσει αρνητικά με κανέναν τρόπο ούτε με δηλώσεις σκοπιμότητας, στην πορεία σταθεροποίησης της εξουσίας των πραξικοπηματιών.
Στις 23 Απριλίου ο πρεσβευτής Φίλιπς Τάλμποτ έγραψε σε απόρρητη αναφορά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ: “Αν το πραξικόπημα αποτύγχανε, αφού έχει εκδηλωθεί, η καταστροφή θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη… Η Ελλάδα θα είχε οδεύσει σίγουρα στο δρόμο που οι δεξιοί φοβούνται ότι θα την είχε βάλει ο Ανδρέας Παπανδρέου… Αν και είναι νωρίς να αποφασίσει κανείς ποια ήταν τα αίτια που οδήγησαν στο πραξικόπημα, η προσωπικότητα και η πολιτική του Ανδρέα είναι ίσως ο κύριος λόγος που στην Ελλάδα επικρατεί σήμερα δικτατορία”, υπογράμμιζε ο Αμερικανός πρεσβευτής.
Βασιλιάς Κωνσταντίνος: Διακαής μου επιθυμία η ταχύτερη δυνατή επάνοδος στον κοινοβουλευτισμό
Δεν είχε περάσει ούτε μία εβδομάδα από το πραξικόπημα και την Τετάρτη 26 Απριλίου ο Κωνσταντίνος πήρε μέρος στην πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της χούντας όπου δήλωσε μεταξύ άλλων: “Πράγματι η Ελλάς κατά τον τελευταίον καιρόν εδοκιμάσθη σκληρότατα. Οι δημοκρατικοί θεσμοί του πολιτεύματος είχον υποσκαφθή. Το Έθνος, η Βασιλεά, αι Ένοπλαι Δυνάμεις, η Δικαιοσύνη εθίγοντο συνεχώς… Και η δική μου διακαής επιθυμία είναι η ταχυτέρα δυνατή επάνοδος της χώρας εις τον κοινοβουλευτισμόν”.
Ο πρωθυπουργός Κόλλιας στην προσφώνησή του εξήγησε γιατί έγινε το πραξικόπημα: “Μεγαλειότατε, από μακρού χρόνου χάριν ευτελών κομματικών σκοπών προετοιμάζετο σατανικώς υπό των εχθρών της Ελλάδος και από τινος χρόνου εξελίσσετο μεθοδικώς μία επανάστασις” αλλά “ευτυχώς ο διά την εσωτερικήν και εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας τεταγμένος στρατός, διά κεραυνοβόλου και αριστοτεχνικής και αναιμάκτου αντεπαναστατικής επεμβάσεως εματαίωσε την τελευταίαν στιγμήν τον αφανισμόν της Ελλάδος”. “Τιμή και δόξα εις τον ελληνικόν στρατόν. Και πρέπει, μεγαλειότατε, να είσθε υπερήφανος διότι ηγείσθε τοιούτου γενναίου στρατού”, υπογράμμισε ο Κ. Κόλλιας.
Κάπως έτσι ξεκινούσε η επταετία της Χούντας των συνταγματαρχών που έμελλε να αλλάξει μια για πάντα την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.