Η ΝΔ στο πρόσφατο Συνέδριο της παρουσίασε 25 αντιπροσωπευτικές προτάσεις του κυβερνητικού της προγράμματος, τις οποίες έθεσε σε δημόσια διαβούλευση. Μια από αυτές τις προτάσεις της ‘‘Συμφωνίας Αλήθειας’’ αφορούσε την εφαρμογή του Ολλανδικού Προτύπου για τον κοινωνικό διάλογο και τις εργασιακές σχέσεις, που στοχεύει στη βελτίωση του κλίματος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Η ΝΔ στο πρόσφατο Συνέδριο της παρουσίασε 25 αντιπροσωπευτικές προτάσεις του κυβερνητικού της προγράμματος, τις οποίες έθεσε σε δημόσια διαβούλευση. Μια από αυτές τις προτάσεις της ‘‘Συμφωνίας Αλήθειας’’ αφορούσε την εφαρμογή του Ολλανδικού Προτύπου για τον κοινωνικό διάλογο και τις εργασιακές σχέσεις, που στοχεύει στη βελτίωση του κλίματος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Στο θέμα της Απασχόλησης, που τσουρουφλίζει την Ελλάδα με την ανεργία του 24,4%, όντως η καλλιέργεια μιας κουλτούρας διαλόγου και η ανάδειξη συναινετικών λύσεων ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζομένους, μπορεί να εκλογικεύσει το κρίσιμο πεδίο προσφοράς και παροχής εργασίας, να διασφαλίσει την απαραίτητη κοινωνική συνοχή και να οδηγήσει, υπό την τήρηση βεβαίως πολλαπλών προϋποθέσεων, σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης τη χώρα.
Στην Ολλανδία το πλαίσιο για το καθεστώς πληρωμής και τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων προσδιορίζεται είτε σε επίπεδο συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε σε επίπεδο συμφωνίας των εργαζομένων με την εργοδοτική επιχείρηση. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας εγγράφονται υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων. Το 2014 υπογράφηκαν σε διάφορους τομείς 701 συλλογικές συμβάσεις, που κάλυπταν 5.895.000 σε σύνολο 7.018.000 εργαζομένων, ήτοι το 84% του εργατικού δυναμικού της χώρας αυτής. Και δη επειδή η Ολλανδία είναι κατά κόρον βιομηχανική και εξαγωγική χώρα κατά το 2013 5.341.500 εργαζόμενοι στον βιομηχανικό τομέα καλύφθηκαν από 182 συλλογικές συμβάσεις, ενώ άλλες 519 εταιρικές συλλογικές συμφωνίες (Phillips, DSM, Shell) ‘‘προστάτεψαν’’ έτι 553.500 εργαζόμενους.
Στην εν λόγω χώρα κάθε Φθινόπωρο γίνεται η καθιερωμένη (είναι θεσμός της ολλανδικής Κοινωνίας και Οικονομίας) τριμερής συνάντηση μεταξύ των τριών παραδοσιακών πυλώνων του οικονομικού συστήματος: των ενώσεων εργαζομένων, των εργοδοτών και της Κυβέρνησης, οι οποίοι ανταλλάσσουν απόψεις για τις προοπτικές της τοπικής αλλά και διεθνούς Οικονομίας. Οι διαπραγματευτές του εργατικού κλάδου ακολουθούν τα προτάγματα των συνομοσπονδιών τους.
Κατόπιν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων κάθε κλάδου (11), των εργοδοτών (11) και των ανεξαρτήτων επαϊόντων-τεχνοκρατών (11) που διορίζονται από το Στέμμα συνεδριάζουν στο Κοινωνικό και Οικονομικό Συμβούλιο της Ολλανδίας (στην Ολλανδία το θεσμικό αυτό όργανο το αποκαλούν SER και είναι ο κύριος γνωμοδοτικός φορέας της Κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου σε θέματα Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής), το οποίο ιδρύθηκε το 1950.
Η συλλογική διαπραγμάτευση διενεργείται μεταξύ των εργοδοτών και των ομοσπονδιών των εργοδοτών από τη μια και των εργατικών συνδικάτων ή ομάδων συνδικάτων από την άλλη. Οι πρώτοι δεν έχουν δεσμευτική νομική υποχρέωση να διαπραγματευτούν με τους δεύτερους, αλλά είναι τέτοια η κουλτούρα της χώρας που η διαπραγμάτευση γίνεται χωρίς την αναγκαστική εκ του Νόμου επιβολή της.
Τα Εργατικά Συμβούλια, στην ουσία η αντιπροσωπεία των εργαζομένων της κάθε συγκεκριμένης επιχείρησης (works councils είναι η διεθνής ορολογία, στην Ολλανδία λέγονται Ondernemingsraad, και το επιτυχημένο διεθνές πρότυπο είναι το Betriebsrat στη Γερμανία), που στην Ολλανδία κάθε εταιρία υποχρεωτικά από το Νόμο έχει όταν διαθέτει πάνω από 50 εργαζομένους, σε συνεργασία με το SER προωθούν την εφαρμογή των συμπεφωνημένων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που είναι νομικά δεσμευτικές για τους εργοδότες και καλύπτουν και εργαζόμενους, το συνδικάτο των οποίων δεν υπέγραψε τη συλλογική συμφωνία. Σε απώτατο επίπεδο θεματοφύλακας της πιστής εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι το Κράτος και η Δικαιοσύνη.
Το SER επιβάλλει και κάποιες εισφορές (levies) στις επιχειρήσεις για τη μόρφωση και εκπαίδευση των μελών των work councils. Βέβαια τα τελευταία σε ελάχιστες περιπτώσεις, κυρίως στον τομέα της χημικής βιομηχανίας, διαπραγματεύονται κατευθείαν τα δεδομένα απολαβών των εργαζομένων με τους εργοδότες των επιχειρήσεων.
Οι διαπραγματεύσεις εν τέλει έως τον Απρίλιο κάθε έτους συνήθως περαιώνονται, χωρίς αυτό βέβαια να είναι απόλυτο καθώς η διαβούλευση μπορεί να απαιτεί ορισμένες φορές περισσότερο χρόνο. Κατόπιν εγγράφονται οι συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες είναι νομικά εξοπλισμένες με μετενέργεια, δηλαδή ισχύουν και μετά τη λήξη τους, αλλά σε αυτήν την περίπτωση καλύπτουν μόνο εργαζομένους που τα συνδικάτα τους τις υπέγραψαν.
Πάντως, οι διαπραγματεύσεις αυτές συνιστούν πραγματικά έναν μεστό και ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο διότι η θεματολογία τους δεν έχει να κάνει μόνο με τα τύποις σημεία αναφοράς τέτοιου είδους συμβάσεων, αλλά και με το παραδειγματικό μοντέλο των εργασιακών σχέσεων, που αντανακλά άμεσα στο βιοτικό επίπεδο, την κοινωνική συμμετοχή και την ατομική ανέλιξη κάθε Ολλανδού. Συνταξιοδοτικά ζητήματα, η εκπαίδευση των εργαζομένων, η θέση των γυναικών σε κάθε εργασιακό κλάδο, όπως και των αναπήρων, αλλά και περιβαλλοντικοί προβληματισμοί συχνά απασχολούν τους συνδαιτυμόνες του SER καθώς η Εργασία και ο προσανατολισμός, η ποιότητα και οι συνθήκες προσφοράς της συνδέονται άρρηκτα με το ολλανδικό μέλλον και τη διεθνή θέση της χώρας.
Παρεμπιπτόντως, η Ολλανδία έχει ένα κατώτατο μισθό ο οποίος κανονικά αυξάνει 2 φορές το χρόνο (Ιανουάριο και Ιούλιο) με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν βλάπτει την εν γένει Απασχόληση και το μόνο πάγωμα αυτού του μισθού υπήρξε το 2004-2005.
Εν κατακλείδι, το δίδαγμα που αντλείται από το Ολλανδικό Πρότυπο στο προκείμενο ζήτημα, αν λάβει κανείς την οικονομική ισχύ της χώρας αυτής και το διεθνές κύρος και εκτόπισμα της, είναι ότι η ισορροπία στη λειτουργική σχέση μεταξύ Κεφαλαίου (Εργοδοσίας) και Εργατικού Δυναμικού μέσω της επίτευξης του ευρύτερου δυνατού consensus, είναι πηγή εθνικής συνοχής και ρώμης. Συνεπώς, η ΝΔ ορθώς προσανατολίζεται, στα πλαίσια διαμόρφωσης του προγραμματικού της λόγου και του ιδεολογικού της ‘‘οπλοστασίου’’, στη μελέτη επιτυχημένων διεθνών μοντέλων και βέλτιστων πρακτικών. Αρκεί βέβαια, όταν θα κληθεί να τα εφαρμόσει, να υπάρχουν και στη δική μας χώρα…επιχειρήσεις και εργαζόμενοι…