Άρθρο του Γιάννη Κορομήλη
Οι Αμερικανοί εξέλεξαν Πρόεδρό τους τον Ντόναλντ Τραμπ. Δικαίωμα τους. Άσχετο αν αποδειχθεί αύριο – μεθαύριο λαθεμένη και ζημιογόνα η επιλογή τους. Εμείς οι Έλληνες – ένα μικρό σχετικά τμήμα μας δηλαδή – προηγηθήκαμε. Εκλέγοντας, με σχετική πλειοψηφία, τον Αλέξη Τσίπρα. Τώρα – θα πείτε, και δικαιολογημένα – πως δεν συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Μια .. μπανάνα, ας πούμε, με ένα τρόλεϊ! Που η ομοιότητά τους περιορίζεται στο ότι έχουν και τα δύο … κίτρινο χρώμα. ( Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πέρσι, από τον πάλαι ποτέ μεγάλο συγκεντρωσιάρχη του Πα.Σο.κ σ.σ Παναγιωτακόπουλο, σαν απάντηση στο ερώτημα που του ετέθη από δημοσιογράφο, αν μπορεί να συγκριθεί ο Αλέξης Τσίπρας με τον Ανδρέα…
Ο Ντ. Τραμπ εκλέχθηκε «πλανητάρχης». Ηγέτης της μεγαλύτερης οικονομικής , στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης στον κόσμο. Ο «δικός μας» σ. Τσίπρας αναδείχθηκε πρωθυπουργός (με δεκανίκι μάλιστα) της «ψωροκώσταινας». Μιας δηλαδή μικρής, φτωχευμένης πνιγμένης στα χρέη και στα λάθη της χώρας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ( ή και της Νear East – εγγύς Ανατολής, όπως την προσδιορίζουν πολλές μεγάλες αμερικανικές πολυεθνικές.
Τι κοινό άραγε μπορεί να έχουν αυτοί οι δύο άνδρες; Τηρουμένων ασφαλώς των αναλογιών θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως αν υπάρχει κάτι κοινό αυτό είναι η πλειοψηφία των δυνάμεων που τους έφεραν στην εξουσία. Και η πλειοψηφία αυτή αποτελείται από ανθρώπους – ψηφοφόρους χαμηλής μόρφωσης και πολύ χαμηλού εισοδήματος. Τον πάμπλουτο Τραμπ δεν τον εξέλεξαν οι πλούσιοι. Αλλά οι φτωχοί, οι καταφρονεμένοι, οι αντι-συστημικοί. Το ίδιο περίπου και τον Τσίπρα. Ο οποίος είδε τα ποσοστά του να ανεβαίνουν όταν πλήθαιναν οι κραυγές των «Αγανακτισμένων» στην Πλατεία Συντάγματος και στις πλατείες άλλων μεγαλουπόλεων. Η πλατεία Συντάγματος κυοφόρησε και το «παρδαλό» κι αταίριαστο δίδυμο Τσίπρα – Καμμένου που κυβερνά κοντά δύο χρόνια την Ελλάδα.
Στην ουσία ο Τσίπρας είναι το άπειρο και περιορισμένων δυνατοτήτων τέκνο της οργής των βασανισμένων και αδύναμων πολιτών – θυμάτων των πολιτικών και της «Δημοκρατίας» μας. Ο «αλλοπρόσαλλος» κι απρόβλεπτος Τραμπ είναι και αυτός το γέννημα της νοσούσης αμερικανικής «Δημοκρατίας». Ο πολύς Χέντρι Κίσσιγκερ είχε δίκιο όταν έλεγε: «Το προτέρημα της αμερικανικής Δημοκρατίας είναι ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος της. Και το ελάττωμα της ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος».
Με την επιλογή του Τζ. Μπους του νεώτερου ή του Τραμπ στις ΗΠΑ και του Γ. Παπανδρέου ή του Αλ. Τσίπρα στην Ελλάδα δικαιώνεται η επισήμανση Κίσινγκερ ότι «ο οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει Πρόεδρος». Αυτή ωστόσο η επισήμανση επιβεβαιώνει επίσης ότι ούτε η αμερικανική αλλά ούτε και η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία φέρουν επάξια τον χαρακτηρισμό «δημοκρατία». Και στις δύο χώρες – και γιατί όχι και σ’ όλο το δυτικό κόσμο- η δημοκρατία νοσεί. Κάποιος παλιός διακεκριμένος Έλληνας πολιτικός είχε πει: «Όταν η δημοκρατία νοσεί, δώστε περισσότερη δημοκρατία». Κι εμείς κάνουμε το ακριβώς αντίθετο.
Από την άλλη πλευρά ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης Ολιβερ Στόουν, υποστηρικτής της Χίλαρι Κλίντον είπε πρόσφατα: « Η αμερικανική δημοκρατία δεν υπάρχει». Και συμπλήρωσε: «Κι η Χίλαρι θα βγει γιατί εκπροσωπεί εκείνους που την κατέλυσαν»: Έκανε λάθος. Η Χίλαρι δεν βγήκε. Και δεν βγήκε διότι ακριβώς εκπροσωπούσε το «σύστημα», το «κατεστημένο». Ενώ στην εποχή μας και σ’ ολόκληρο το δυτικό κόσμο οι ακραίοι, οι αντιδημοκρατικοί «σήκωσαν κεφάλι». Το βλέπουμε παντού. Και στη χώρα μας αλλά και σε πιο δημοκρατικές χώρες όπως π.χ. η Γαλλία, η Αγγλία και αλλαχού.
Προφανώς λοιπόν το χρέος μας. Το χρέος όλων των πολιτών που πιστεύουμε στη Δημοκρατία, την πραγματική Δημοκρατία. Την χωρίς προσθήκες και προσδιορισμούς (σοσιαλιστική, σοβιετική, φιλελεύθερη, λαϊκή κ.λ.π.) Δημοκρατία. Την σκέτη Δημοκρατία. Που δεν χρειάζεται, επεξηγήσεις και δεκανίκια. Όλοι εμείς, και τα κόμματα που λεν ότι είναι δημοκρατικά έχουμε χρέος να αφήσουμε κατά μέρος τις μικροδιαφορές μας/τους και να συστρατευτούμε σε μια δύναμη, σ’ ένα δημοκρατικό κόμμα με σκοπό την απομάκρυνση από την εξουσία αυτών που δεν πιστεύουν ούτε στο Θεό, ούτε στη Δημοκρατία και το δείχνουν καθημερινά με τα λόγια, τις αποφάσεις και τις πράξεις τους. Και ως τέτοιοι είναι απίθανο να μας βγάλουν από την κρίση και να μας προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον. Για μας και προπάντων για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.