Του Αδάμου Ευαγγέλου
Ίσως αρκετά μέλη της κυβέρνησης να μην αντιλαμβάνονται την ακριβή οικονομική θέση της χώρας, αφού επιμένουν ότι πρέπει να γυρίσουμε στις αγορές. Καλλιεργείται έτσι ση εντύπωση ότι αρκεί να βγούμε και όλα θα είναι όπως παλιά, ότι οι οικονομικές προοπτικές θα είναι ρόδινες και η κυβέρνηση θα μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις μεγαλύτερων και μικρότερων ομάδων του πληθυσμού.
Η νέα αυταπάτη των κυβερνώντων είναι χειρότερη της πρώτης, διότι οι διεθνείς αγορές μας δανείζουν με ένα επιτόκιο της τάξης των 6% και 7%, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι όλοι οι άλλοι παράγοντες – αξιολόγησης , χρέος κ.λ.π. – θα πρέπει να λειτουργούν υποβοηθητικά και όχι αρνητικά έναντι της ελληνικής οικονομίας.
Οι αγορές κοιτάζουν μόνο τα νούμερα και τις εναλλακτικές αποδόσεις. Πρωτίστως, βέβαια, κοιτάζουν αν γίνονται οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώστε να αναπτύσσεται η χώρα, να πληρώνει χρωστούμενα και έτσι να διασφαλίζονται τα λεφτά εκείνων που τα εμπιστεύτηκαν.
Αν κάτι από τα παραπάνω δεν πάει καλά, τότε η χώρα αξιολογείται αρνητικά και τα δανεικά κόβονται, με συνέπεια ο εκτροχιασμός να είναι βέβαιος. Κι αυτό γιατί, οι αγορές δεν διακατέχονται από αισθήματα αλληλεγγύης προς τους αναξιοπαθούντες λαούς. Κινούνται με γνώμονα πάντα το κέρδος. Ο βασικός στόχος είναι η μεγιστοποίηση των χρημάτων, όσων τους τα εμπιστεύτηκαν. Το μόνο που βλέπουν οι διαχειριστές κεφαλαίων, είναι οι πολλές και πολύ προσοδοφόρες ευκαιρίες πολλαπλασιασμών των κερδών. Ακόμη, χώρες υψηλού ρίσκου για χρεοκοπία, όπως είναι Ελλάδα, «τιμωρούνται» με υψηλό κόστος χρήματος.
Επομένως αυτή την περίοδο, δεδομένων των εναλλακτικών που έχει η χώρα από τους εταίρους, μπορεί να μην είναι ότι το πιο λογικό να βρεθεί η χώρα έξω από το μνημόνιο. Κι αυτό, όχι μόνον εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων που μας χρεώνουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν μας δανείζουν, αλλά γιατί οι αγορές εκ φύσεως είναι πιο ανηλεείς από κάθε ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα που αποφασίζει τη βοήθεια στην Ελλάδα.
Συνεπώς, η ζωή έξω από το μνημόνιο είναι πολύ δυσκολότερη από όσο νομίζουν αρκετοί από τους ιθύνοντες.
Θα είναι δυσκολότερη γιατί εμείς μετά από οχτώ χρόνια, πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα του ανοικτού ανταγωνισμού. Βγαίνοντας στις αγορές θα διαπιστώσουμε πόσο σκληρότερος έγινε ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και των επιχειρήσεων. Τότε θα διαπιστώσουμε πόση προσπάθεια χρειάζεται ώστε να λειτουργήσει η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, πόση σκληρή δουλειά θα απαιτηθεί ώστε να καλυφθούν οι αμοιβές των μισθών, πόσο δύσκολη υπόθεση είναι η προστασία των συνταξιούχων.
Είμαστε λοιπόν έτοιμοι να ανταποκριθούμε στις παραπάνω προκλήσεις; Φυσικά όχι. Όχι όσο δεν υπάρχει βούληση για ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, ώστε να ενεργοποιηθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον. Όχι όσο αγωνιζόμαστε να μην αλλάξει τίποτα στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Όχι όσο δεν αναθεωρούμε τη σχέση της Ελλάδας με τον έξω κόσμο, όσο δεν γίνεται καμία προσπάθεια προσαρμογής στη ρευστή πραγματικότητα, όσο ο κρατισμός και το πελατειακό σύστημα εξακολουθούν αν αναπαράγονται. Όχι όσο υπάρχουν ανασταλτικά διαρθρωτικά εμπόδια, όπως η γραφειοκρατία, οι εργασιακοί νόμοι και το ρυθμιστικό πλαίσιο, τα οποία περιπλέκουν κάθε επενδυτική απόφαση.
Οι επενδύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση για να βγούμε στις αγορές πραγματοποιούνται με το σταγονόμετρο. Δυστυχώς κανένας δεν μας εμπιστεύεται και αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης είναι το βαρίδι που κουβαλάμε και που μας κάνει να μην μπορούμε να βρούμε το βηματισμό μας. Κι αυτό οφείλεται στις πράξεις και στις δηλώσεις των υπουργών της κυβέρνησης, οι οποίοι προκαλούν ανήκεστο βλάβη στο επενδυτικό κλίμα, μ’ αποτέλεσμα η οικονομία να είναι εγκλωβισμένη σε μια ύφεση δεκαετίας.
Επομένως η έξοδος στις διεθνείς αγορές από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν θέλει, ή δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα στις δεσμεύσεις της, για δομικές μεταρρυθμίσεις, και ουσιαστικές επενδύσεις, η επιστροφή στις αγορές μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια επικοινωνιακή χίμαιρα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα επικοινωνιακό μήνυμα ελπίδας που προσφέρεται στον ελληνικό λαό, μόνο για λαϊκή κατανάλωση.