Του Χρήστου Γκουγκουρέλα
Δικηγόρου, LLM IN EUROPEAN LAW
Με το υπ’ αριθμ. 1331/2016 Βούλευμα του Ε’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (ΑΠ) επί της από 14-9-2015 Αναίρεσης που άσκησε η σημερινή Εισαγγελέας του ΑΠ αναιρέθηκε μερικώς το υπ’ αριθμ. 1149/2015 απαλλακτικό βούλευμα για τον πρώην Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, και η υπόθεση παραπέμφθηκε εκ νέου στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, καθώς θεωρήθηκε ότι χρήζει περαιτέρω έρευνας η πιθανή ποινική ευθύνη του, σε βαθμό κακουργήματος, στον επαναπροσδιορισμό (από το 13,6) στο 15,4% επί του ΑΕΠ του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας για το 2009, γεγονός που υπολαμβάνεται από μερίδα πολιτικών φορέων και της Κοινής Γνώμης ως η ‘‘Κερκόπορτα’’ έλευσης των Μνημονίων στην Ελλάδα.
Υπό την έννοια αυτήν, λοιπόν, και ένεκα του ουσιαστικού αντικειμένου της η εν λόγω υπόθεση δεν είναι μια συνήθης του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά οι διαστάσεις της πέρα από την πολιτική αντιμαχία που προκαλούν, έχουν αυτονόητο ιστορικό αντίκτυπο και ίσως δοκιμάσουν αυτό καθ’ αυτό το πολιτικό σύστημα της χώρας και τις πρακτικές του. Και περισσότερο, ίσως δημιουργήσουν ‘‘καινούργια ερωτηματικά’’ στις σχέσεις μας με τους Ευρωπαίους εταίρους, γιατί στο νομικό πεδίο, όπου όλα θα εκτυλιχθούν, ο επακριβής προσδιορισμός του ποινικού περιεχομένου της υπόθεσης Γεωργίου συνδέεται ομφαλικά αφενός μεν και με την αυθεντική ερμηνεία του Δικαίου της ΕΕ στα ζητήματα της στατιστικής καταγραφής και πιστοποίησης βασικών οικονομικών μεγεθών των κρατών μελών και προσδιορισμού και διόρθωσης μακροοικονομικών ανισορροπιών (macroeconomic imbalances) και αφετέρου και με τη λειτουργία και το κύρος βασικών θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Στο επίκεντρο τίθεται εκ των πραγμάτων το αληθές νομικό νόημα των διατάξεων του Κανονισμού 2223/1996, που ενσωμάτωσε το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών (ESA 95, European System of National and Regional Accounts, όπως ίσχυε μέχρι να τεθεί σε ισχύ από τον Σεπτέμβριο του 2014 το ESA 2010), αλλά είναι φανερό ότι με αφορμή το άνω εξειδικευμένο νομοθέτημα, ένα ευρύ φάσμα κομβικού ενωσιακού Δικαίου ξεδιπλώνεται μπροστά στους έλληνες δικαστές, που οφείλουν να το ερευνήσουν.
Το εν λόγω πλαίσιο στοιχειοθετούν ο υπ’ αριθμ. 1466/1997 Κανονισμός της ΕΕ (όπως τροποποιήθηκε από τον 1175/2011) για την ενδυνάμωση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, ο υπ’ αριθμ. 1467/1997 Κανονισμός (όπως τροποποιήθηκε από τον 1177/2011) για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, o υπ’ αριθμ. 1173/2011 Κανονισμός για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ και η υπ’ αριθμ. 2011/85/ΕΕ Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών. Σε συστηματική ερμηνεία με τα παραπάνω πρέπει να εκτιμηθούν ο υπ’ αριθμ. 1176/2011 Κανονισμός σχετικά με τη πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και ο υπ’ αριθμ. 1174/2011 Κανονισμός αναφορικά με τα κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην Ευρωζώνη.
Πρωτίστως όμως ενδιαφέρει ο Κανονισμός 479/2009 για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, στο άρθρο 8 του οποίου αναφέρεται ότι η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί σε τακτική βάση τόσο τα πραγματικά στοιχεία που γνωστοποιούνται από τα κράτη-μέλη όσο και τους σχετικούς λογαριασμούς του δημοσίου τομέα που καταρτίζονται σύμφωνα με το ESA 95, ενώ το άρθρο 10 προβλέπει τη δυνατότητα Κράτους-μέλους να ζητήσει επεξηγήσεις και διαφώτιση από τη Eurostat σχετικά με την εφαρμογή του ESA 95 και επιβάλλει στην τελευταία να κοινοποιήσει τις διευκρινίσεις της και στο κράτος-μέλος και στην Επιτροπή Νομισματικής και Οικονομικής Ισορροπίας (Committee on Monetary and Financial Balance). O Κανονισμός αυτός δε οφείλεται να ερμηνευτεί σε συνδυαστική αξιολόγηση με το 12ο Πρωτόκολλο της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ), στο οποίο ορίζεται ότι για την εφαρμοσμένη στατιστική στην ΕΕ (δηλ. για την εγκυρότητα και εφαρμογή των στατιστικών στοιχείων) αρμόδια και υπεύθυνη είναι η Επιτροπή (Eurostat).
Γεγονός που, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί ή αλλοιωθεί, καθώς με βάση το αρ. 3 του Καν. 479/2009 τα κράτη-μέλη δημοσιοποιούν τα προϋπολογισθέντα και πραγματικά δημόσια ελλείμματα τους 2 φορές (μία τον Απρίλιο και μια τον Οκτώβριο) το χρόνο στην Eurostat, ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό 1222/2004 (αναφορικά με την κατάρτιση και διαβίβαση τριμηνιαίων στοιχείων για το δημόσιο χρέος) η Eurostat, πάλι, είναι ο τελικός αποδέκτης των επίσημων στατιστικών στοιχείων για το τριμηνιαίο δημόσιο χρέος κάθε κράτους-μέλους της ΕΕ.
Μετά, λοιπόν, τις παραπάνω στοιχειωδώς βασικές αναφορές στην καθ’ ύλη διασύνδεση της ποινικής πλευράς της υπόθεσης Γεωργίου/ΕΛΣΤΑΤ με το νομικό πλαίσιο της ΕΕ ειδικά στους άνω τομείς, θαρρώ ότι δύο είναι τα ενδεχόμενα ορθολογικής χρήσης της παρούσας περίστασης από την ελληνική πλευρά, πάντα εντός των περιγραμμάτων που το Ευρωπαϊκό Δίκαιο οριοθετεί:
1) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ad hoc επιβάλλεται να υποβάλλει Προδικαστικό Ερώτημα (preliminary judicial question) προς το Δικαστήριο της Ευρωπ. Ένωσης (ΔΕΕ) σχετικά με το κανονιστικό περιεχόμενο βασικών εννοιών του ESA 95, καθώς το τελευταίο είναι σε απώτατο βαθμό ο αυθεντικότερος ερμηνευτικός και δικαιοδοτικός θεσμικός παράγων της επίμαχης νομοθεσίας. Βέβαια, το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ αναγάγει σε δικονομικά αναγκαστική (ius cogens) την προδικαστική παραπομπή μόνο στην περίπτωση που κάποια υπόθεση εξετάζεται από εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, ήτοι από δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής (εκτός εάν υπάρχει ήδη νομολογία ή εάν ο τρόπος ερμηνείας του οικείου κανόνα δικαίου της ΕΕ είναι προφανής).
Και στην προκείμενη υπόθεση το νέο Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών θα δύναται να αναιρεθεί εκ νέου κατ’ αρ. 483§2 ΚΠΔ από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, η άσκηση προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΕ από την Ελληνική Δικαιοσύνη δεν προσλαμβάνει τη μορφή δικανικής υποχρεωτικότητας. Ωστόσο σε ένα τόσο κρισιμότατο ζήτημα, που απαιτεί τεχνοκρατικό γνωσιολογικό υπόβαθρο και επιστημονική ανάλυση, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος είναι eo ipso αναγκαία συνθήκη για την ευθυκρισία και την απόδοση δικαιοσύνης. Και μάλιστα, το Συμβούλιο Εφετών μπορεί να εκμεταλλευτεί το αρ. 23 α του Κανονισμού Διαδικασίας του ΔΕΕ για να υπάξει το προδικαστικό ερώτημα που θα θέσει στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
2) Με δεδομένο αφενός ότι η ΕΛΣΤΑΤ είναι Ανεξάρτητη Αρχή και απολαύει συνταγματικής αυτονομίας και αφετέρου ότι είναι θεσμοθετημένη εντός του ενδοτικού Eυρωπαϊκού Δικαίου (European soft law) η δυνατότητα της Eurostat για εκ των υστέρων διατύπωση γνώμης της επί στατιστικών στοιχείων κρατών-μελών και εν γένει θεμάτων που την αφορούν, σύμφωνα με την απόφαση του ECOFIN της 8-11-2005 (βλ. Eurostat ex ante advice on methodological issues), στην υπόθεση Γεωργίου θα μπορούσε η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ, με την νυν Διοίκηση της, μια που η υπόθεση σαφώς την αφορά άμεσα και έχει αυταπόδεικτο έννομο συμφέρον, να προκαλέσει και επιζητήσει μια επίσημη, σύγχρονη τοποθέτηση της Eurostat για τα αριθμητικά δεδομένα του ελληνικού δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009. Αυτή η πρωτοβουλία της θα συνιστούσε ‘‘αποφασιστική τομή’’ στο όλο ζήτημα και σε δικαστικό επίπεδο, μια που η Eurostat θα ‘‘εξοπλίζονταν’’ με την κρίσιμη ευκαιρία να ρίξει φως, ούτως ή άλλως, στη ζέουσα υπόθεση Γεωργίου.
Βέβαια επί του ζητήματος η Κυβέρνηση μπορεί να αναδιπλώθηκε δια στόματος κ. Χουλιαράκη (ο οποίος δήλωσε ότι υπάρχει πλήρης εμπιστοσύνη στην ΕΛΣΤΑΤ και την Eurostat), αλλά αυτό δεν θα παύσει να παράγει πολιτικό λόγο και αντίλογο και να ‘‘βαρύνει’’ την πολιτική κονίστρα. Η υπόθεση Γεωργίου/ΕΛΣΤΑΤ θα απασχολήσει τους Καταγραφείς της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, γιατί ακριβώς τα Μνημόνια, ανεξαρτήτως χρείας και υπαρκτικής αναγκαιότητας, βαθμού ουσιαστικής ορθότητας ή ποσοστού εφαρμογής τους, όχι μόνο επέβαλαν τις ορίζουσες του δημοσίου λόγου και της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά διαμόρφωσαν την οικονομική και πολιτική ζωή στην Ελλάδα. Τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει το Συμβούλιο Εφετών σχετικά με την πιστότητα ή (σε διαφορετική περίπτωση) την εκ προθέσεως φαλκίδευση των στατιστικών στοιχείων του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009 έχουν να κάνουν στο βάθος και στην απώτατη στόχευση τους με το αν τελικά η έναρξη (και ως ένα βαθμό) και η συνέχιση των μνημονιακών εποχών στην Ελλάδα ήταν μια αδήριτη ιστορικο-εθνική αναγκαιότητα (ένας ιστορικός μονόδρομος δηλαδή) ή υπό προϋποθέσεις μια αποφευκτέα και απευκταία ιστορικο-πολιτική επιλογή που κακώς υλοποιήθηκε. Και άρα έχουν να κάνουν και με τον σκληρό πυρήνα των πολιτικών που ακολουθήθηκαν, των μέτρων που επιβλήθηκαν, του χρόνου και βαθμού επιβολής και ολοκλήρωσης τους, στην ουσία με την ίδια την αναγκαιότητα του ελληνικού Ιστορικού Ρου από τον Μάιο του 2010 και εντεύθεν.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού όμως. Ο δικαστικός καμβάς, επί του οποίου φαίνεται ότι θα λυθεί το άνω μείζον ζήτημα είναι, ή τουλάχιστον πρέπει να είναι, ο καμβάς της σοβαρότητας, του τεχνοκρατικού φορμαλισμού και της νομικής τεκμηρίωσης. Είναι το πεδίο δηλαδή όπου σ’ αυτό από τη μια με τον πιο επίσημο τρόπο, θεσμικά, αλλά και με επιχειρήματα στηριζόμενα στο νόμο και στην απόλυτη ουσία από την άλλη θα εξεταστεί το όλο ζήτημα. Αρκεί να αφεθεί ανεπηρέαστη η Δικαιοσύνη και να μην επιχειρηθεί από οπουδήποτε έμμεση πολιτική χειραγώγηση της, καθώς το θέμα έχει πρωτίστως (και) αυτονόητες πολιτικές διαστάσεις. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι επί του διπόλου ‘‘Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο’’ οικοδομήθηκαν κομματικές γραμμές, κερδήθηκαν και χάθηκαν εκλογές, τροχοδρομήθηκαν πολιτικές καριέρες.
Και περαιτέρω, είναι χρυσή ευκαιρία το πεδίο της νομικής-δικαστικής διαδικασίας όχι μόνο να αποτελέσει (αν αποτελέσει) ‘‘Κολυμβήθρα του Σιλωάμ’’ για τον Γεωργίου, αλλά να καταστεί ένα de jure ισχυρό ορμητήριο για να δεχθεί καίριο πλήγμα ο αποπροσανατολιστικός Εθνο-λαϊκισμός, το μέγα βαρίδι της εθνικής μας ζωής. Ο Λαϊκισμός που επί του ζητήματος αυτού ύφανε, διέσπειρε παντού και διαπότισε βαθιά το κοινωνικό σώμα με θεωρίες πατριδοκαπηλίας και συνωμοσιολαγνικές προσεγγίσεις, στην ουσία θέτοντας διαχωριστικές-διχαστικές γραμμές και σπέρμα διχόνοιας στην ελληνική κοινωνία (πράγμα που είναι πηγή εθνικής οπισθοδρόμησης) και, κυρίως, κλονίζοντας τις σχέσεις με τους ευρωπαίους εταίρους και το διεθνές πολιτικό περιβάλλον (πράγμα που έχει συνέπειες και στο διεθνές κύρος της χώρας και στη γεωπολιτική δυναμική της).
Η Ελλάδα ασφαλώς πρέπει να κοιτάει μπροστά, το πρώτιστο ζητούμενο είναι τι κάνουμε από εδώ και πέρα, επί το κυριολεκτικότερο πως η χώρα θα ανορθωθεί από την καταστροφική λαίλαπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η παράλληλη όμως εξιχνίαση και διαλεύκανση καίριων παρελθοντικών ζητημάτων όχι μόνο μπορεί (ανάλογα με το χειρισμό των θεμάτων και το αποτέλεσμα που αυτός φέρει) να οδηγήσει στην αποκατάσταση της αλήθειας, στη δικαίωση (ή μη) πολιτικών επιλογών και στον ιστορικό πραγματισμό, αλλά δυνητικά μπορεί να αποδειχθεί ως μια πολύτιμη συλλογική άσκηση εθνικής αυτογνωσίας. Ίδωμεν…