Η τιμή τού μαλακόστρακου, με τις ψαλίδες του να «δαγκώνουν» όλους εμάς τους μη έχοντες πλην «αντέχοντες!» τις απανωτές φοροκαταιγίδες, άγνωστο πως, καθιστά τον τίτλο παράδοξο, ακόμα και στο άκουσμα, προφανώς.
Η τιμή τού μαλακόστρακου, με τις ψαλίδες του να «δαγκώνουν» όλους εμάς τους μη έχοντες πλην «αντέχοντες!» τις απανωτές φοροκαταιγίδες, άγνωστο πως, καθιστά τον τίτλο παράδοξο, ακόμα και στο άκουσμα, προφανώς.
Όμως, αν όλα ήσαν κατανοητά, εξ ακοής, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, δεν θα ξόδευε μελάνι. Θα σπικάριζε τα νέα, στο «Radio Olympos» FM 101.5, αριστερά ή δεξιά, θα σας γελάσουμε, άγνωστοι αι βουλαί των ερτζιανών γαρ, κι ο μικροσυνταξιούχος, «Μήτσος», να μην υπενθυμίζει: «Είμαι οπτικός τύπος!».
Διότι, η αργοπορία να προβάλλουμε «Αστακό», από της στήλης, επ’ ευκαιρία της προ πολλών μηνών βράβευσης του Λάνθιμου στις Κάννες, οφείλεται στο μετέπειτα φεστιβάλ του Λονδίνου, όπου το ποδαρικό τού «μαλακόστρακου!» έδωσε γέρας και στο φιλμ «Σεβαλιέ» της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγκάρη, οπότε τώρα που βραβευτήκαμε αρκούντως αποκαλύπτουμε ότι τον «Μήτσο» κατατρύχουν…
Δρυμοί.
Και δεν εννοούμε, ασφαλώς, το δάσος τού «Αστακού» – καταφύγιο για εργένηδες και εργένισσες, που απειλεί να μεταμορφώσει το σύστημα σε ζώα της αρεσκείας τους, επειδή δεν βρήκαν ταίρι.
Όχι, βρε θηρία! Ο λόγος για τον πευκώνα, εντός του οποίου ο «οπτικός τύπος» έβαλε στο μάτι τη μετέπειτα κυρία «Μήτσαινα», άδοντας Λευτέρη Παπαδόπουλο, άνευ απειλών, και δώστε βάση.
Έπεφτε βαθιά σιωπή
στο παλιό μας δάσο,
«τρέξε να σε πιάσω»,
σού ‘χα πρωτοπεί.
«Απ’ το πολύ πιλαλητό λαχάνιασα, απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα!» απάντησε η τσαχπίνα και ιδού ο βουνίσιος να μεταμορφώνεται σε θαλασσινό, υποσχόμενος:
Έχω μια μικρούλα βάρκα.
Γιατί δε με θες κυρά μου,
επειδή είμαι ψαράς
κι είμαι λίγο αλανιάρης,
σαν ψαράς και σαν βαρκάρης,
και θαρρείς ότι με μένα
δε θα την περνάς καλά;
Ναι για! Το «ψήσιμο» της δύσκολης συνεχίστηκε με Γιώργο Μητσάκη αλλά πού;
«Κάθε πότε θα τρώμε; Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο…» υπενθύμισε εκείνη κι ακολούθησε ο διάλογος.
– Άλλοι καλάρουνε
και πιάνουνε μαρίδες
καλάρει ο «Μήτσος»
και πιάνει καραβίδες.
– Αστακοί και καραβίδες,
είναι για τους μερακλήδες.
– Και για μας τους φουκαράδες
οι αστακομακαρονάδες!
Happy end(!), λοιπόν, κι αυτό ήταν, αφού ο παράκτιος αλιεύς με τη σύζυγο και τα πέντε κουτσούβελα, στόματα εφτά το όλον(!), ανακάλυψαν τις…
Πολυτέλειες της φτωχολογιάς.
Πριν μπούμε στο ψητό, ενημερώνουμε ότι μία μεμβράνη ενώνει το κεφάλι τού αστακού με τον θώρακα κι όσοι κάθονται ήσυχοι στο δίχτυ καταλήγουν ζωντανοί στο πιάτο των καλοφαγάδων, προς μεγάλη ικανοποίηση τής τσέπης των ψαράδων. Οι δε ατίθασοι κοπανιούνται, μέχρι να κοπεί η μεμβράνη και να πουληθούν μπιρ παρά, καθότι ψόφιοι, οπότε τι να ‘κανε κι ο παράκτιος;
Τους πήγαινε στη φαμίλια αλλά χορταίνουν τόσα στόματα; Έτσι, η «Μήτσαινα» σκαρφίστηκε την «αστακομακαρονάδα» και οι παραλήδες που την καταβροχθίζουν λαίμαργα και προκλητικά, παρά θιν αλός, ας έχουν υπόψη, ότι τα μαλακόστρακα μαγειρεύονται ζωντανά στα κάρβουνα ή στην κατσαρόλα, χωρίς ζυμαρικά, για να φεύγει η νοστιμιά στο άμυλο. Συνεννοηθήκαμε;
Όχι, αληθώς υποθέτουμε, κι επειδή κόβουμε να μην περισσεύει απολειφάδι, υπέρ φτωχολογιάς, προειδοποιούμε ότι ο «Μήτσος», όλο και θα εύχεται: «Στον λαιμό να σας κάτσει!», εν ονόματι της κοινωνικής δικαιοσύνης, βεβαίως-βεβαίως.
Ως εκ τούτου, και για τυχόν γουρλώματα, ουδεμία ευθύνη φέρουμε, χτύπα ξύλο(!), και… «Μπον απετίτ!». Μπον απετίτ!…
-Ω-