Ένα ταξίδι μαγικού ρεαλισμού στην Ινβιολάτα, ένα απομονωμένο αγρόκτημα της ιταλικής επαρχίας όπου γυναίκες, άντρες και παιδιά εργάζονται σκληρά στις καλλιέργειες καπνού, βιώνοντας συνθήκες δουλείας, χωρίς να πληρώνονται. Ιδιοκτήτρια της τεράστιας έκτασης και αφεντικό είναι μια αδίστακτη μαρκησία. Ανάμεσα στους αγρότες βρίσκεται και ο Λάζαρος, ένα αγόρι του οποίου η αγαθή φύση τυγχάνει εκμετάλλευσης από τον περίγυρό του, χωρίς όμως αυτός να χάσει ποτέ το χαμόγελό του. Η ύπαρξη του παράνομου αυτού φέουδου υπήρξε στην πραγματικότητα, σοκάροντας την ιταλική κοινωνία του 1990 όταν η αστυνομία ανακάλυψε τι συνέβαινε εκεί. Οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στην πόλη, καταλήγοντας σε παραπήγματα, ζητιανεύοντας ή διαπράττοντας μικροκλοπές. Τα χρόνια της αθωότητας στην ύπαιθρο είχαν τελειώσει για τον Λάζαρο που θα έχανε πλέον το χαμόγελό του.
Μια άλλη ιστορία χαμένου χαμόγελου θα λάμβανε χώρα στα Μεσάγγαλα, ο Άγιος Λάζαρος στη δεύτερη του ζωή, μετά την ανάστασή του δεν χαμογέλασε ποτέ και ήταν ο μόνος άνθρωπος που πέθανε και επέστρεψε στη γη, από στον άλλο κόσμο. Μα ήταν τόσο αποτρόπαιο το βασίλειο του θανάτου ώστε δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά στη ζωή του. Δεν είδε τους κήπους του Παραδείσου όπου δεν χωρεί ούτε λύπη, ούτε στεναγμός, παρά μόνο η χαρά και η αιώνια γαλήνη;
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, δίπλα από τον ενοριακό ναό θα μεγάλωνε η γιαγιά Αναστασία, όταν ο πατέρας της ο Πάπα Λάζαρος ιερέας και δάσκαλος του χωριού, υπέκυψε στα παρακάλια της άτεκνης αδελφής του, δίνοντάς της το μικρό κορίτσι για να το μεγαλώσει. Η Άννα ήταν αρχόντισσα, θα την έστελνε σχολείο και θα την προίκιζε όταν θα έφτανε η ώρα της παντρειάς. Η μικρή Αναστασία βρέθηκε παρά τη θέλησή της στη μεγαλούπολη, με το λιμάνι, τα ξένα προξενεία και τους εμπορικούς οίκους. Το σπίτι της αυστηρής και σκληρής θείας όπου πέρασε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια ως ψυχοκόρη της, ήταν μόλις λίγα βήματα από τον καθεδρικό ναό της Θεσσαλονίκης.
Η Αναστασία έχασε στη Θεσσαλονίκη το χαμόγελό της. Μεγάλωσε, την πάντρεψαν στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Υπήρξε για μένα μια αγαπημένη μορφή, η γιαγιά με το «μέσα χαμόγελο» που εμφανιζόταν στα μάτια και στα χείλη της κάθε φορά που μας αντίκρυζε. Τα καστανά μάτια της έλαμπαν από χαρά και αγάπη την ώρα που πίναμε τον καφέ μας στην αυλή με τις τριανταφυλλιές.
Είχε περάσει η Αγία Εβδομάδα με τη χαρμολύπη της και το Πάσχα με την ευδαιμονία της Ανάστασης όταν επισκεφθήκαμε τον θείο Θανάση, στην επιστροφή κάναμε στάση και. προοσκυνήσαμε, ανάψαμε κεράκι στον ναό του χωριού και περπατώντας λίγο πιο πέρα είδαμε τον τόπο όπου άλλοτε βρισκόταν το “κονάκι” της γιαγιάς Αναστασίας, με τις αυλές, τα χρυσάνθεμα, τις καμάρες, τις τριανταφυλλιες και τα γιασεμιά.
Δίπλα απο την εκκλησία ο δρομος με τα παλιά σπίτια, τα μπαλκόνια και τα χαγιάτια βρίσκεται ένας εκπληκτικός χώρος, μια αποθήκη- αιθουσα, που την άνοιξη του 2009, όταν την επισκεφθήκαμε, φιλοξενούσε την έκθεση «Λάζαρος, το μέσα χαμόγελο» την οποία είχε επιμεληθεί ο ιδιοκτήτης της. Σπουδαία έργα που μας ταξίδεψαν σε μυστικά μονοπάτια της θρησκείας μας, στο μεταίχμιο όπου μύθοι και αλήθειες συναντιούνται, συγκρούονται ή και συμφιλιώνονται.
Ναι, η τέχνη όπως άλλωστε και η φύση μπορούν να επαναφέρουν το χαμένο μας χαμόγελο. Αν περιπλανηθούμε στην ελληνική ύπαιθρο συναντούμε αρχέγονα τοπία και μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, που σα να βγήκαν φρέσκοι-φρέσκοι, αμόλυντοι και αθώοι από χρονογραφήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ή από χωριά όπως το Μακόντο, από το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ.
Στην πόλη από την άλλη συναντούμε περσόνες σαν από ταινίες του Φελλίνι που νομίζουν πως είναι σύγχρονοι κόμητες ή μαρκησίες. Άνθρωποι που από τη μια γενιά στην άλλη πρόλαβαν να αλλοτριωθούν. Ενώ οι γονείς τους μάζευαν καπνά στις πεδιάδες μας ή τρυγούσαν τα αμπέλια, οι ίδιοι τώρα καπνίζουν πούρα Αβάνας και πίνουν μόνο γαλλικά κρασιά, ενώ αντί τάβλι παίζουν γκολφ. Από το άροτρο και τα γαϊδουράκια βρέθηκαν να οδηγούν πολυτελείς λιμουζίνες. Οι πατατοκαλλιέργειες και τα περιβόλια έγιναν ξενοδοχεία, τουριστικά καταλύματα επαύλεις και πολυκατοικίες. Κάναμε έναν άππηον και βρεθήκαμε στην άλλη πλευρά του φράχτη και της ιστορίας χωρίς να έχουμε αφομοιώσει τις τόσες αλλαγές, χάνοντας όχι μόνο το μέτρο αλλά και το χαμόγελό μας.
Η φύση όμως δεν έπαψε ποτέ να μας χαμογελά μέσα από την αθωότητά της, τις ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα, το ανοιξιάτικο μυρωμένο αεράκι, τα στάχυα που χρυσίζουν, τη θάλασσα που αγκαλιάζει το χωριό. Τόσο που θα έκανε ακόμη και τον αγέλαστο Άγιο Λάζαρο να χαμογελάει από ευγνωμοσύνη.
Εύχομαι από καρδιάς μια κατανυχτική Μεγάλη Εβδομάδα σε Όλες και Όλους με υγεία !!
Θεοχάρης Στύλος