Με τον καιρό οργάνωνε τη σκέψη του, γεμίζοντας το μυαλό του με πολλά ερωτηματικά. Oι γονείς του, στοργικοί και υπομονετικοί, απαντούσαν σε κάθε «γιατί» και «πώς».
- Γιατί ο ουρανός είναι γαλάζιος;
- Γιατί τα σύννεφα είναι άσπρα;
- Γιατί η θάλασσα είναι μπλε;
- Γιατί λάμπουν τ’ αστέρια στον ουρανό;
- Τι είναι αυτό το υγρό που πέφτει από τον ουρανό κι υγραίνει τα πούπουλα;
- Τα ψάρια νιώθουν τον ίδιο φόβο για τους γλάρους, όπως εγώ φοβάμαι τους αετούς, όταν πετάνε πάνω από τις φωλιές μας;
Κάπου, κάπου δυσανασχετούσαν, ίσως γιατί δεν ήξεραν την απάντηση, ίσως είχαν τις δικές τους στεναχώριες. Μια φορά, του απάντησαν «γιατί έτσι συμβαίνει στη φύση» και από τότε ο μικρός γλάρος σώπασε. Ένιωσε πως είχε γίνει φορτικός και κλείστηκε στον εαυτό του.
Η μαμά του προσπάθησε να τον παρηγορήσει και να του δώσει να καταλάβει πως η ζωή τους στηριζόταν κυρίως στο ένστικτο και στις γνώσεις που αποκτώνται από τις εμπειρίες της ζωής.
–Οι άνθρωποι, του είπε, έχουν πολλές γνώσεις και κατάφεραν να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα εκτός από ένα.
-Οι άνθρωποι; ρώτησε ο μικρός γλάρος. Ποιοι είναι αυτοί; Πουλιά σαν εμάς; Και σε ποιο ερώτημα δεν απάντησαν;
–Θα τους γνωρίσεις και θα καταλάβεις. Είσαι ακόμη πολύ μικρός για να μάθεις τόσα πολλά, συμπλήρωσε ο μπαμπάς του και με το βλέμμα τού υπέδειξε να κοιμηθεί.
Από εκείνη τη στιγμή, σταμάτησε τις ερωτήσεις. Έπρεπε να ψάξει να βρει μόνος τις απαντήσεις, καθώς είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Όφειλε, όπως του είπαν, να κατακτήσει τη γνώση και να γίνει ο ίδιος εξερευνητής της ζωής.
Μια μικρή στοά και μια μικρή προεξοχή του βράχου ήταν όλο κι όλο το σπιτικό τους. Από τη «μικρή βεράντα», όπως την αποκαλούσε η μαμά του, οι τρεις τους ατένιζαν τα μεγάλα εμπορικά πλοία, που αρμένιζαν με την αργή τους κίνηση άλλα για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και άλλα προς τα νότια, προς το ανοιχτό πέλαγος.
Το βλέμμα τους ακολουθούσε τις βάρκες που λικνίζονταν στ’ ανοικτά και έφθανε έως τη Μηχανιώνα, στην άλλη πλευρά του Θερμαϊκού κόλπου. Τα φωτάκια της λαμπύριζαν το βράδυ σαν αστέρια της γης.
Στα τέλη του Ιούλη είχε μεγαλώσει αρκετά, ώστε να νιώθει κάπως ασφυκτικά στο μπαλκονάκι. Σήκωσε ελαφρά το σώμα του και κοίταξε προς τα κάτω. Ένας ξαφνικός ίλιγγος τον έριξε λιπόθυμο. Πρώτη φορά διαπίστωνε πόσο ψηλά κατοικούσε και πόσο απόκρημνος ήταν ο γκρεμός!
-Το στερνοπούλι μας, καλέ μου, δεν είναι καλά. Σωριάστηκε, λες και δεν τον βαστάνε τα ποδαράκια του, είπε ανήσυχη η μαμά του.
-Δεν έχει τίποτα, απλά ζαλίστηκε. Το έπαθα κι εγώ μικρός. Ξέρεις, έτσι συμβαίνει στους γενναίους γλάρους.
Το γλαράκι άκουσε τα λόγια του μπαμπά του. Οι λέξεις ‘γενναίους γλάρους’ αντήχησαν στο μυαλό του σαν πολλά, μικρά καμπανάκια. Σηκώθηκε στη στιγμή. Και για να τους αποδείξει πως ήταν έτοιμο να πετάξει, κούνησε τις αδύναμες φτερούγες του.
-Κοίτα τον, προσπαθεί να μας δείξει πως θα πετάξει κιόλας! ευθύμησε η μητέρα του. Είναι ενθουσιώδης και βιαστικός. Ανυπομονεί να ενταχθεί στην ομάδα των μεγάλων!
Ο πατέρας του τον ‘προσγείωσε’.
-Γλαράκι μου, πρέπει να δυναμώσουν οι φτερούγες σου, γιατί αλλιώς δεν θ’ αντέξουν το βάρος σου και θα σε οδηγήσουν στο κενό.
-Και πότε θα δυναμώσουν οι φτερούγες μου;
-Όταν το ράμφος σου γίνει κίτρινο σαν τον ήλιο, τότε θα είσαι έτοιμος να πετάξεις, εξήγησε η μαμά του.
-Και πώς θα το καταλάβω ότι θα είναι κίτρινο;
-Θα το δεις στα μάτια μας, του είπαν τρυφερά και χάιδεψαν το κεφαλάκι του.
Έτσι λοιπόν παρέμεινε έναν ακόμη μήνα στη φωλιά του, δίπλα στους προστατευτικούς γονείς του, αδημονώντας πότε θα έρθει αυτή η μαγική στιγμή που θα δυνάμωναν οι φτερούγες του και θα πετούσε, όπως όλα τα πτηνά του κόσμου.
Σαν μαθητής στο πρώτο θρανίο, θαύμαζε τον ολοζώντανο πίνακα της φύσης. Μελετούσε τους αετούς τη στιγμή πριν την επίθεση, τα χελιδόνια, με τους έντεχνους ελιγμούς, τα γλαρόνια με τις ανιχνευτικές τους πτήσεις. Στα διαλείμματα ανεβοκατέβαζε τις φτερούγες του να δυναμώσουν, έτρωγε φρέσκα ψάρια, εξασκούνταν στο κρώξιμο. Έπαιρνε τα απαραίτητα εφόδια για να επιβιώσει στη φύση σαν θα μεγάλωνε.+
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ