1ο κεφάλαιο – Ένας νεοσσός εκκολάπτεται
Ήταν ένας νεοσσός εκκολάπτεται, ποτέ δεν είναι μόνος. Έχει τον ζωοδότη ήλιο, την αύρα τη θαλασσινή, τον καθάριο ουρανό. Έχει τους γονείς του, που περιμένουν καρτερικά, που έχουν καθαρίσει τη φωλιά, που έχουν φροντίσει να διώξουν τα γεράκια, που καρδιοχτυπούν να δεχθούν το νέο μέλος της οικογένειάς τους.
Έτσι λοιπόν, ένα πρωινό του Ιούνη, στη Μεθώνη, στα βράχια ενός γκρεμού που αγνάντευε τη θάλασσα, ένα ζευγάρι ασημόγλαρων αδημονούσαν ν’ αντικρύσουν τον μικρό τους απόγονο. Έσκυψαν πάνω από το αυγό, που έναν μήνα τώρα η θηλυκιά κλωσσούσε υπομονετικά.
-Το αυγουλάκι μας είναι έτοιμο να ραγίσει! είπε όλο ενθουσιασμό η μαμά-γλαρίνα με το άκουσμα της πρώτης ρωγμής.
Πλησίασαν το αυτί τους στο διάστικτο με τις μαύρες βούλες αυγό, αφουγκράστηκαν τα ‘κρακ’ και ‘κροκ’ των μικρών ρωγμών και περίμεναν το μικρό να ξεπροβάλλει. Ο νεοσσός αγωνιούσε κι αυτός να χωθεί στην αγκαλιά των γονιών του. Κατάφερε με συνεχή χτυπήματα του ράμφους να ανοίξει μια μικρή τρυπούλα στο κέλυφος. Ο αέρας πλημμύρισε το εσωτερικό του αυγού και πόνεσε τ’ αμάθητα πνευμόνια. Κλαψούρισε παραπονιάρικα, όπως όλα τα νεόφερτα πλάσματα της φύσης.
-Ακόμη δεν βγήκε από το αυγό του κι επιδίδεται σε λαρυγγικές μελωδίες! καμάρωσε ο αρσενικός.
-Κοίτα, κοίτα! Κοντεύει να ξεπροβάλλει το κεφαλάκι του. Θα είναι χαρισματικός γλάρος! συμπλήρωσε διαισθητικά η μαμά-γλαρίνα κι έμεινε να κοιτάζει το μικρό και τις φιλότιμες προσπάθειες να συναντήσει τον έξω κόσμο.
Οι διεισδυτικές ηλιαχτίδες όρμησαν με μιας μέσα στα μάτια του. «Πόσο διαφορετικά είναι εδώ έξω! Μέσα στο αυγό μου το φως ήταν γλυκό και διάχυτο, οι ήχοι ψιθυριστοί και σιγανοί!» απόρησε ο νεοσσός, όπως ξεπήδησε από το κέλυφος.
Η θηλυκιά άνοιξε τις φτερούγες και το ζέστανε με τα χνώτα της. Ο γλαράκος κούρνιασε στη σκιερή, μητρική αγκαλιά.
-Καλώς ήλθες, μικρέ, στον κόσμο μας! είπαν με ένα κρώξιμο οι γονείς του και κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Στον σκληρό, μα όμορφο κόσμο της φύσης, πρόσθεσαν ψιθυριστά και τον περιέκλεισαν με τις μεγάλες τους φτερούγες.
Με το που χόρτασε τα πρώτα χάδια, ο νεοσσός άνοιξε ενστικτωδώς το στοματάκι του. Ο πατέρας του, συγκινημένος και καταχαρούμενος, όρμησε κατευθείαν στη θάλασσα. Με το γλαρένιο βλέμμα του εντόπισε από μακριά αμέριμνες σαρδέλες κολυμβήτριες στους αφρούς των κυματισμών. Έκανε κατακόρυφη βουτιά και άρπαξε μία μικρή, που κολυμπούσε ανυποψίαστη στο κέντρο του κοπαδιού, προστατευμένη από τις μεγαλύτερές της. Η μοίρα τής όρισε πως θα θυσιαζόταν στο βωμό της πρώτης τροφής για τον νεοσσό.
Η μαμά-γλαρίνα την άφησε προσεκτικά στο ορθάνοιχτο στοματάκι του μικρού της κι αυτό, αφού την γεύτηκε με λαχτάρα, για να την ευχαριστήσει, την τσίμπησε αυθόρμητα στο μάγουλο.
Ακολούθησαν αμέτρητα ραμφοπαιχνιδίσματα, μέχρι που το μικρό γλαράκι εξαντλήθηκε κι αποκοιμήθηκε πρώτη φορά στον έξω κόσμο. Ο παφλασμός της θάλασσας του σιγοτραγούδησε γλυκό νανούρισμα κι η πουπουλένια αγκαλιά της μητέρας του ζέστανε το γυμνό του κορμάκι. Μόνο που κανένα νεογέννητο πλάσμα στη γη δεν έχει ήσυχο ύπνο τις πρώτες νύχτες. Ο δροσερός αέρας σήκωνε ανάλαφρα τα πούπουλα, κάνοντάς το να αναρριγεί. Η στοργική γλαρίνα το ξανασκέπαζε με τις φτερούγες της και τότε αυτό αποκοιμιόταν πάλι.
Τα πρώτα πρωινά χουζούρευε κάτω από το πάπλωμα των φτερών της. Η ομορφιά της ανατολής το μάγεψε. Κάθε χαραυγή, με έκπληκτα μάτια, θαύμαζε τον ήλιο που ξεπρόβαλλε διστακτικά από τον ορίζοντα και έβαφε τον ουρανό πορτοκαλί. Και όσο ο ήλιος σηκωνόταν ψηλά, δυνάμωνε το φως του, ζέσταινε τον αέρα, μέχρι που θάμπωνε τα μάτια με εκείνη την εκτυφλωτική, κατακίτρινη λάμψη του.
Κι όπως συνέχιζε το ταξίδι του στον ουράνιο θόλο, το φως του γλύκαινε, αγκάλιαζε τον ορίζοντα -τα σύννεφα και τα βουνά- στέλνοντας το πιο απαλό ροζ χρώμα! «Πόσο πολύχρωμη είναι η φύση!» θαύμαζε ο νεοσσός και, σαν ερχόταν η νύχτα, η μαμά του τον σκέπαζε με τις φτερούγες της και τον κοίμιζε στην αγκαλιά της, αφήνοντας τους ήχους της θάλασσας και του ανέμου να του σιγοψιθυρίζουν νανουρίσματα. Κι όποτε σάλευε, αυτή τον αγκάλιαζε και τον γλυκοφιλούσε. Ήταν οι πιο μαγικές νύχτες και τα πιο γλυκά πρωινά που είχε ζήσει ο μικρός γλάρος σε όλη του τη ζωή!
Ο μπαμπάς του, από τις πρώτες ημέρες της ζωής του, τον φρόντιζε, όταν η θηλυκιά πετούσε για να ξεμουδιάσει. Του έλεγε ιστορίες για τον τόπο τους, για το είδος τους, τους ασημόγλαρους, και τον θετό μπαμπά του, που τον είχε βρει σε ένα ερημονήσι, όταν ήταν μικρός και τον ανέθρεψε με τα ήθη και έθιμα των αιγαιόγλαρων. Του εξομολογήθηκε πως όταν ήταν νέος είχε ακολουθήσει ένα εμπορικό πλοίο και, πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, βρέθηκε να ταξιδεύει στο Λιβυκό πέλαγος.
Ο μικρούλης τον θαύμαζε γιατί ήταν δυνατός και θαρραλέος. Οι υπόλοιποι γλάροι τον είχαν βαφτίσει ‘βουτηχτή’, καθώς έκανε τις πιο εντυπωσιακές βουτιές στη θάλασσα. Κάθε προσπάθεια συνοδευόταν από ένα αφρόψαρο.
Του κουβαλούσε ανελλιπώς τις πιο νόστιμες σαρδέλες του Θερμαϊκού.
Έδιωχνε και φοβέριζε τους αετούς και τα γεράκια που παραφύλαγαν τις φωλιές των γλάρων, για ν’ αρπάξουν αυγά, νεοσσούς ή μικρά γλαράκια.
Με λύπη τού μίλησε μια μέρα για τα μεγάλα καβούρια που εξαφανίστηκαν από την περιοχή, γιατί, όπως του εξήγησε, «κάτι κακό συνέβη στη φύση κι η ισορροπία χάθηκε. Οι λαίμαργοι ασημόγλαροι κι οι απερίσκεπτοι άνθρωποι γίνανε στρατιές ολάκερες που επιτίθενται ανελέητα στα καβούρια, τα οποία αποδεκατίστηκαν κι όσα απέμειναν κρύφτηκαν στα πιο δυσπρόσιτα βράχια κι από τότε κανείς δεν τα ξανάδε».
Έχοντας στο πλάι δυο γονείς προστατευτικούς και ξεχωριστούς καθώς και μια φύση μοναδική, ο νεοσσός απολάμβανε την κάθε μέρα που περνούσε.
Κοιτούσε με δέος τα πάντα γύρω του: τον ουρανό, τη θάλασσα, τα σύννεφα, τις βάρκες και τα καράβια. Αισθανόταν τον αέρα και τις σταγόνες της βροχής στα πούπουλά του, τρόμαζε με τα μπουμπουνητά του Ολύμπου και τις εκθαμβωτικές αστραπές.
Συνεχίζεται
Της συγγραφέα Καράντζιου Δομνίκης