Ήταν ένα γλυκό πρωινό του Σεπτέμβρη και τα μελτέμια είχαν πια σωπάσει. Στα μάτια των δύο ενήλικων γλάρων έλαμψε το κίτρινο χρώμα του ράμφους του μικρού γλάρου, όπως έσκυψαν να τον φιλήσουν. Το μικρό, γκρίζο, κακομούτσουνο γλαράκι είχε μεταμορφωθεί σε έναν όμορφο, άσπρο γλάρο με γκρίζες φτερούγες και κατακίτρινο ράμφος.
-Ήρθε η στιγμή να πετάξεις, μικρέ μου! δήλωσε ο μπαμπάς-γλάρος.
Το γλαράκι σφύριξε χαρωπά. Κίνησε τα φτερά του δυνατά κι ανύψωσε ελαφρά το κορμί του.
-Μικρούλη μου, δε θα κάνεις την πρώτη σου πτήση από εδώ ψηλά, ποτέ δε θα ρισκάραμε τη ζωή σου! είπε στοργικά η μητέρα του.
-Η πτήση από τέτοιο ύψος είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Μια λάθος κίνηση να κάνεις, ένα δυνατό ρεύμα αέρος να σε ταρακουνήσει και θα σε κυρίευε πανικός που θα σ’ οδηγούσε στα βράχια, εκεί κάτω. Έλα, ανέβα στη ράχη μου, θα σε μεταφέρω στην ακτή κι εκεί, με άλλους μικρούς γλάρους, θα κάνετε το εναέριο βάπτισμα, είπε ο πατέρας του κι έσκυψε για να πηδήξει πάνω του το γλαράκι.
Δείχνοντας εμπιστοσύνη στους γονείς του, αφέθηκε σε αυτούς να το οδηγήσουν εκεί όπου με ασφάλεια θα έκανε την παρθενική του πτήση. Στην ακρογιαλιά είχαν μαζευτεί πολλοί γλάροι με τα μικρά τους. Ήταν αρχές Σεπτέμβρη και οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τις ακτές και τα μπάνια. Οι πόλεις τούς περίμεναν να γίνουν και πάλι πολύβουες και κουραστικές. Έχοντας, λοιπόν, την αμμουδιά όλη δική τους, οι γλάροι μπορούσαν να εκπαιδεύσουν ανενόχλητοι τα μικρά.
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είχαν παραταχθεί στις δύο άκρες, τα μικρά στέκονταν στο εσωτερικό της γραμμής και οι εκπαιδευτές ξεχώριζαν μπροστά από όλους. Ο πρώτος εκπαιδευτής έδειξε την τεχνική του φτερουγίσματος, τον τρόπο να στρίβεις και να γλιστράς στον αέρα. Στη συνέχεια, πέταξε ξανά και τον ακολούθησε ο δεύτερος εκπαιδευτής, για να δείξει πώς συνοδεύει ο ένας γλάρος τον άλλο.
Τα μικρά κοιτούσαν προσηλωμένα. Άρχισαν να σπρώχνονται το ένα με το άλλο για το ποιο θα πετάξει πρώτο. Ο μικρός γλάρος πήρε τη διαταγή. Ένιωσε αμηχανία, που παραλίγο να εξελιχθεί σε μεγάλο τρακ, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στο σβέρκο του. Ήταν ο μπαμπάς του που διαισθάνθηκε την αγωνία του παιδιού του. Το ενθάρρυνε λέγοντάς του ψιθυριστά πως κι ο ίδιος όταν ήταν μικρός, είχε νιώσει την ίδια αγωνία, μέχρι που πήρε θάρρος, πέταξε κι από τότε τον φώναζαν ‘ο βουτηχτής’.
Το γλαράκι τού χαμογέλασε, κίνησε μια, δυο, τρεις φορές τις μικρές φτερούγες και βρέθηκε στον αέρα, χωρίς να το πολυκαταλάβει. Τακτοποίησε τα λιανά ποδαράκια του κάτω από την ουρά, χτύπησε τις φτερούγες κάπως ασυντόνιστα στην αρχή, πιο συντονισμένα στη συνέχεια, μέχρι που κατάφερε να κάνει μια σχετικά καλή πτήση.
Καθώς πετούσε, σφύριζε για να ξεπεράσει το άγχος του κάνοντας τους υπόλοιπους γλάρους να αλαλάζουν «ο Σφυριχτής, ο Σφυριχτής!».
Έκανε έναν γύρο γλιστρώντας στον αέρα κι επέστρεψε στην ακτή κάπως άτσαλα, παραπατώντας στα ψιλά βοτσαλάκια. Τα υπόλοιπα μικρά γλαράκια έκαναν παρόμοιες, ακανόνιστες απογειώσεις και προσγειώσεις. Χαίρονταν την κάθε τους στιγμή, προσπαθούσαν, γελούσαν, πετούσαν και έκρωζαν, απολάμβαναν την ελευθερία που τους χάριζε η πτήση, μέχρι που άρχισε να βραδιάζει και, αποκαμωμένα, γύρισαν στη φωλιά τους, μεταφερόμενα, και πάλι, στις πλάτες των μπαμπάδων τους.
-Τα πήγα καλά σήμερα, μαμά;
-Και βέβαια, μικρούλη μου, ξεπέρασες κάθε προσδοκία. Είσαι το πιο ικανό απ’ όλα τα γλαράκια που έχω γεννήσει στη ζωή μου! είπε όλο καμάρι η μαμά του, επαναλαμβάνοντας, γι’ άλλη μια φορά, την ίδια φράση που ’χε πει σ’ όλα τα μικρά της, όταν της απηύθυναν την ίδια ερώτηση.
-Κι όχι μόνο το πιο ικανό, αλλά και το πιο σφυριχτό! θαύμασε ο πατέρας του. Λοιπόν, θα σε φωνάζουμε ‘Σφυριχτή’.
Πολύ χάρηκε το γλαράκι που απέκτησε δικό του όνομα. Σφύριξε δυνατά να ακουστεί σε όλα τα γκρέμνια, να τον ακούσει η θάλασσα και ο ουρανός και ύστερα ξάπλωσε, εξουθενωμένο, να κοιμηθεί.
Ήταν μια κοπιαστική μέρα, αλλά και η πιο ενδιαφέρουσα που είχε ζήσει. Είχε καταφέρει να πετάξει πάνω από τη θάλασσα, πρώτο απ’ όλα τα υπόλοιπα γλαράκια. Ήταν η πρώτη του κατάκτηση και η αρχή για να συνεχίσει. Μια διαφορετική ζωή τον περίμενε. Μια ζωή ελευθερίας, περιπέτειας και δράσης!
Τη νύχτα εκείνη, ο Σφυριχτής ξύπνησε χαράματα, πριν ακόμη σβήσουν τα αστέρια στον ουρανό.
«Είναι άραγε τόσο μακριά όσο λένε;» αναρωτήθηκε και σήκωσε την φτερούγα του, σαν να ήθελε να τα αγγίξει. Πλάι, οι γονείς του κοιμόντουσαν, κι αυτός, ξυπνητός, έκανε όνειρα για το μέλλον του. Θ’ άγγιζε τη θάλασσα, θα πετούσε με τους ανέμους, ίσως θα διέσχιζε τα χαμηλά σύννεφα και θα ξάπλωνε στο πουπουλένιο στρώμα τους. Θ’ απαντούσε σε ερωτήματα που οι γονείς του άφησαν αναπάντητα, αυτά που πρέπει να ερευνήσεις μόνος για να ωριμάσεις.
Άρχισε να καταστρώνει σχέδια για το μέλλον του. Κάθε πρωί θα σεργιάνιζε στη γειτονιά του, στις ακτές, στη θάλασσα και στην ενδοχώρα. Η φωλιά θα αποτελούσε πλέον καταφύγιο για ξεκούραση και επικοινωνία με τους γονείς του. Θα γνώριζε συνομήλικους γλάρους και θα κυνηγούσε την τροφή του.
Οι σκέψεις τον ταξίδευαν, μέχρι που ο ήλιος ξεπρόβαλε από τους χαμηλούς λόφους πίσω από τη Μηχανιώνα και χρωμάτισε τον ουρανό πορτοκαλί. Ο Σφυριχτής σφύριξε με ενθουσιασμό κι οι γονείς του κούνησαν, τάχα μουδιασμένα, τα φτερά τους.
-Ξυπνήστε σας λέω, ήρθε η μέρα που θα με καμαρώσετε όπως θα πετάω μοναχός μου!
Ήταν συνηθισμένοι με το πρώτο φως να σηκώνονται, όμως άφησαν τον μικρό τους γλάρο να πιστεύει πως το σφύριγμά του τους ξύπνησε. Εκείνο το πρωινό ο Σφυριχτής θα απογειωνόταν από τη φωλιά κι είχε μεγάλη αγωνία. Οι κινήσεις του έπρεπε να είναι προσεκτικές και μελετημένες. Οι γονείς του κάθισαν παραδίπλα, σε μια προεξοχή του βράχου στον γκρεμό και τον παρατηρούσαν διακριτικά, με βλέμμα σιγουριάς ότι θα τα καταφέρει.
Όταν ο Σφυριχτής ένιωσε έτοιμος, τους κοίταξε και χτύπησε το ράμφος του συνθηματικά. Αυτοί ανταπέδωσαν με το παρασύνθημα και ο γλάρος κίνησε τα φτερά του δυνατά. Στο τέταρτο φτερούγισμα, τα λεπτά του ποδαράκια αιωρήθηκαν και άφησαν το χώμα της φωλιάς.
Ο Σφυριχτής πετούσε πλέον μόνος πάνω από τον τεράστιο υδάτινο όγκο. Απολάμβανε την πτήση. Αφηνόταν στα ρεύματα του αέρα, με τις φτερούγες του ανοιχτές και σχεδόν ακίνητες. Κοιτούσε διερευνητικά προς τη θάλασσα, ελπίζοντας πως θα έβλεπε για πρώτη φορά κοπάδι από ασημένια αφρόψαρα.
-Δεν πας να βοηθήσεις τον γιόκα μας, καλέ μου; Πολύ φοβάμαι πως θα μείνει νηστικός όλη μέρα, παρότρυνε η γλαρίνα.
-Δε νομίζω πως θα του ’κανε καλό. Θα τον αφήσουμε να μάθει μόνος του, ειδάλλως θα πεινάει σ’ όλη του τη ζωή, απάντησε αυστηρά ο αρσενικός.
Η γλαρίνα δεν απάντησε, μόνο έδειξε να συμφωνεί, κρύβοντας την αγωνία για το στερνοπούλι της. Το βλέμμα της ακολουθούσε την κάθε του βουτιά, μαζί και η ευχή της να επιβιώσει στον απαιτητικό κόσμο της φύσης. Γύρισε στην καθημερινότητά της. Στο μυαλό της έμεινε η έγνοια για τον Σφυριχτή και η κρυφή ελπίδα πως θα τα καταφέρει στην πρώτη του επίσημη έξοδο από το καταφύγιό τους.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ