O Σφυριχτής πετούσε για μέρες κατά μήκος της ακτής από τη Μεθώνη έως τον Μακρύγιαλο, εκεί όπου η γη κόβεται απότομα, χωρίς να αφήνει αμμουδιά για περιπάτους. Τα κύματα χτυπούσαν πότε άγρια και πότε ήρεμα τα βράχια, δροσίζοντας με λίγες αλμυρές σταγόνες τα θαλασσοπούλια, που φώλιαζαν σε μικρές, φυσικές στοές.
Το προηγούμενο βράδυ είχε βάλει σκοπό να διερευνήσει αν υπάρχουν μεγάλα καβούρια στην περιοχή. Πριν ένα μήνα είχε μάθει από τους γονείς του πως ο πληθυσμός τους είχε λιγοστέψει και πως οι θηρευτές τους, γλάροι και άνθρωποι, απειλούσαν το είδος με εξαφάνιση. Του τόνιζαν μάλιστα πόσο σημαντικό είναι να μην φάει ποτέ καβούρι, έτσι ώστε να βοηθήσει το είδος να αναπαραχθεί.
-Είναι ηθικό χρέος, Σφυριχτή, να τα προστατέψεις, του ‘λεγε και του ξανάλεγε ο πατέρας του. Θυμάσαι τι σου ‘χα πει; Άνθρωποι και γλάροι γίναμε στρατιές ολάκερες και τα κυνηγήσαμε χωρίς οίκτο. Τώρα, ήλθε η ώρα να επανορθώσουμε.
Έπειτα από αρκετή περιπλάνηση αντιλήφθηκε από μακριά μια μαύρη σκιά να κινείται κάπως παράξενα σε έναν βράχο. Πλησίασε και θρονιάστηκε στην κορυφή. Είχε μπουνάτσα κι η θάλασσα καθρέφτιζε το φως, δημιουργώντας παιχνιδιάρικες αντανακλάσεις. Ο Σφυριχτής, στην πολύωρη αναμονή, έπλαθε με το μυαλό του την εικόνα των καβουριών.
Πώς να ήταν άραγε; Πόσο μεγάλα να ήταν; Κάποια στιγμή, εντελώς αναπάντεχα, αντιλήφθηκε τέσσερα πόδια να ξεπροβάλλουν και μία δαγκάνα σαν τσιμπίδα ν’ ανοιγοκλείνει. Σε ένα μόλις κλάσμα δευτερολέπτου, η μαύρη σκιά εξαφανίστηκε και ο Σφυριχτής απέμεινε, απογοητευμένος, να κοιτάζει το σημείο εξόδου της παράξενης ύπαρξης. Περίμενε μήπως ξαναφανεί, όμως η πείνα του τον ανάγκασε να αλλάξει τα σχέδιά του.
Ο ήλιος τον κάλεσε να αφήσει τον βράχο. Πέταξε στα ανοιχτά, να κυνηγήσει αφρόψαρα, όπως τον είχαν προτρέψει οι γονείς του, με την εικόνα της μαύρης κινούμενης σκιάς καρφωμένη στο μυαλό του.
Ένας δυνατός αέρας όμως πήρε να φυσάει και η αλλαξοκαιριά σήκωσε κύματα που οδήγησαν τα αφρόψαρα σε υποβρύχιες κρυψώνες. Ήταν άπειρος θηρευτής και οι πιθανότητες να εξασφαλίσει ένα καλό γεύμα λιγοστές. Η πείνα τον ταλαιπωρούσε, οι δυνάμεις του εξαντλούνταν.
Εντόπισε από μακριά έναν ψαρά με ένα παιδί, μέσα σε μια κατάλευκη, ξύλινη βάρκα που πάλευε με τα κύματα. Είχε βάλει πλώρη για το λιμανάκι της Μεθώνης. Προσέγγισε και προσγειώθηκε στην κουπαστή.
-Κοίτα, κοίτα, μπαμπά, ένας νεαρός γλάρος, είπε το μικρό παιδί, όλο χαρά, καθώς δρόσιζε στη θάλασσα τα γυμνά του ποδαράκια.
-Ένας γλάρος που μας συμπάθησε, μα όχι για την ωραία βάρκα αλλά γι’ αυτά τα λιγοστά μας ψάρια! Για δες πώς κοιτάζει τις σαρδέλες, απάντησε ο έμπειρος ψαράς.
Ο Σφυριχτής έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα. «Σαν τις σαρδέλες του μπαμπά, ασημένιες και σπαρταριστές! Μόνο που οι γονείς μου δεν μου επιτρέπουν να τρώω ό,τι μου προσφέρουν. Πρέπει να ελέγχω τη λαιμαργία μου και να μην δεχθώ να φάω ψάρια από όποιον μου τα προσφέρει, πριν μάθω να κυνηγάω», σκέφτηκε και αποχώρησε.
-Δεν μας καταδέχτηκε.
-Ίσως να μην είναι ακόμη εξοικειωμένος με τους ανθρώπους, μπαμπά, ίσως κάτι να τον απασχολεί, απάντησε ο μικρός κι έμεινε να τον κοιτάζει όπως απομακρυνόταν.
Ο Σφυριχτής κατευθύνθηκε προς τα βράχια. Ο λογισμός του ήταν στην οικογένεια των καβουριών. Κάθισε στην κορυφή του βράχου χωρίς να σαλεύει. Τα κύματα που είχαν σηκωθεί έφθαναν ίσαμε τα ποδαράκια του. Έσκαγαν δυνατά, σκορπίζοντας θαλασσοσταλιές, μα ο Σφυριχτής δεν εγκατέλειψε. Προσευχόταν να δει ξανά τα καβούρια, να δει επιτέλους τη μορφή τους.
Πέρασε το μεσημέρι, το απόγευμα, και σαν άρχισε να βραδιάζει και ο αέρας κόπασε, έγινε το θαύμα. «Αυτό λοιπόν είναι το μεγάλο, μπλε καβούρι! Είναι πραγματικά πολύ μεγαλύτερο απ’ όσα έχω δει κι έχει ένα μοναδικό, μπλε χρώμα σαν της θάλασσας και πιο ωραίο!» είπε όλο θαυμασμό από μέσα του, παραμένοντας ασάλευτος, για να μην τρομάξει το φοβισμένο πλασματάκι. Πίσω από το πρώτο καβούρι, ξεπρόβαλλε ένα δεύτερο, λίγο πιο μικρό. «Το ζευγάρι του! Καλά το είχα προβλέψει», συλλογίστηκε και παραλίγο να σφυρίξει από τη χαρά του.
Τα μεγάλα καβούρια, αφού περπάτησαν γύρω γύρω στον βράχο, επέστρεψαν στον υδάτινο κόσμο τους. Ο Σφυριχτής πρόλαβε να τα θαυμάσει τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που κράτησε η έξοδός τους. Ένιωσε απέραντη αγαλλίαση που το είδος δεν είχε αφανιστεί.
Πώς όμως θα τα βοηθούσε να πολλαπλασιαστούν; Ίσως ήταν το μοναδικό ζευγάρι που είχε απομείνει κι έπρεπε να το προστατέψει. Οι σκέψεις του διακόπηκαν από ένα δυνατό γουργούρισμα της κοιλιάς του.
«Ευτυχώς που δεν ακούστηκε πιο πριν, γιατί θα τρόμαζε τα καβουράκια μου και θα πίστευαν πως θέλω να τα φάω» σκέφτηκε κι αυτό το ‘μου‘ που ‘χε πει στον εαυτό του το εννοούσε. Ήταν πλέον τα δικά του καβουράκια. Θα ήταν αυτός υπεύθυνος για την επιβίωσή τους. Το πώς θα το κατάφερνε δεν μπορούσε να το γνωρίζει εκείνη τη στιγμή, γιατί η έντονη πείνα τον οδήγησε στη φωλιά του, ελπίζοντας πως οι γονείς του θα είχαν εξασφαλίσει το βραδινό γεύμα.
Πέταξε με δυνατά φτερουγίσματα κι αντίκρισε τους γονείς του που τον περίμεναν με αγωνία.
-Βράδιασε και δεν εμφανίστηκες, Σφυριχτή, είπε αυστηρά ο μπαμπάς του.
-Ανησυχήσαμε μήπως σε παρέσυραν οι αέρηδες και χτύπησες στα βράχια, τον υποδέχτηκε τρυφερά η μητέρα του.
Ο γλάρος κατέβασε το κεφαλάκι του. Ένιωσε τύψεις, γιατί προκάλεσε αναστάτωση στους αγαπημένους του γονείς. Ομολόγησε πως, παρά την μεγάλη του πείνα, πειθάρχησε τον εαυτό του, όταν ένας ψαράς τού πρότεινε ένα ψάρι και πως η καθυστέρηση οφειλόταν στην ανακάλυψη ίσως του μοναδικού ζευγαριού των μεγάλων καβουριών.
Το βλέμμα του πατέρα γαλήνεψε.
-Τελικά δεν ήταν πολύ αργά για τα καβούρια! είπε ανακουφισμένος.
-Είσαι ξεχωριστός γλάρος, παιδί μου, συμπλήρωσε η μαμά-γλαρίνα.
Ο Σφυριχτής ξαλάφρωσε. Άνοιξε το ράμφος του, όπως τότε που ήταν μικρούλης. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε με το στόμα ανοιχτό να τον ταΐσουν. Αντί όμως για κάποιο νόστιμο ψαράκι, δέχθηκε μια ξαφνική τσιμπιά στο μάγουλο από τον πατέρα του.
-Έλα, τώρα, μην παριστάνεις τον νεοσσό. Μεγάλωσες κι είσαι ικανός να κυνηγάς την τροφή σου. Δεν σου κρατήσαμε τίποτε, γιατί έτσι θα γίνεται στο εξής. Θα πρέπει να μάθεις να συνδυάζεις όλες σου τις υποχρεώσεις. Συνεπώς, για σήμερα κοιμάσαι νηστικός κι αύριο πρωί πρωί ξυπνάς κι όλες οι σαρδέλες του Θερμαϊκού θα ‘ναι δικές σου!
Ο πατέρας του δεν είπε τίποτε άλλο κι έπεσε να κοιμηθεί. Το ίδιο έκανε κι η μητέρα του κι ας συμπονούσε το στερνοπούλι της που θα γουργούριζε όλο το βράδυ η κοιλίτσα του. Έπρεπε να φανεί το ίδιο σκληρή, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο θα ωρίμαζε ο μικρός της γλάρος.
Ο Σφυριχτής, μην έχοντας άλλη επιλογή, κούρνιασε, χωρίς να τους κρατήσει κακία για την αυστηρή τους στάση. «Έτσι συμβαίνει στη φύση, οι γονείς πρέπει να είναι αυστηροί κάποιες φορές» σκέφτηκε κι έμεινε με το αίσθημα της πείνας συντροφιά, που τον συνόδευε όλη τη νύχτα και τον δυσκόλευε να κοιμηθεί. Πιο πολύ όμως ξυπνητό τον κρατούσαν οι σκέψεις στο μυαλό του για τη διάσωση του σπάνιου είδους των μεγάλων, μπλε καβουριών.
Συνεχίζεται