Τον Σεπτέμβρη, ο Σφυριχτής περνούσε τις μέρες του παρακολουθώντας διακριτικά τη ζωή της οικογένειας των μεγάλων, μπλε καβουριών. Μέρα με τη μέρα ξεθάρρευαν και έβγαιναν από το νερό ολοένα και περισσότερο. Εξοικειώθηκαν με την παρουσία του και του έδειχναν εμπιστοσύνη. Απολάμβαναν τον ζεστό, μεσημεριανό ήλιο και τρέφονταν με τις πεταλίδες, οι οποίες, κολλημένες στα βράχια, παραδίνονταν αμαχητί στις δαγκάνες τους, χωρίς καμία δυνατότητα να δραπετεύσουν, υποταγμένες κι αυτές στον σκληρό νόμο της φύσης. Σύντομα, τα δύο καβούρια ζευγάρωσαν και ο Σφυριχτής περίμενε τους απογόνους.
Τον Οκτώβρη, άφησε την οικογένεια των καβουριών, που πλέον μετρούσε δέκα μέλη. Κυριεύτηκε από την επιθυμία να γνωρίσει τους ανθρώπους. Θυμήθηκε τη φράση που είχε τονίσει η μητέρα του, τότε που ήταν μικρός: «οι άνθρωποι έχουν απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις εκτός από μία».
Πέταξε προς τα βόρεια, μέχρι που έφτασε στο ακρωτήρι. Στάθηκε σ’ έναν βράχο στη θάλασσα. Μπροστά του απλωνόταν ο παραλιακός δρόμος του χωριού της Μεθώνης, με τις ψαροταβέρνες, τις βάρκες στην προβλήτα και τα μονώροφα, λευκά σπιτάκια. Παρατηρούσε τους ψαράδες, τα παιδιά, τις γυναίκες στα μπαλκόνια. Θέλησε να τους πλησιάσει, να τους σφυρίξει, να σπρώξει με τα λεπτά του ποδαράκια τη μπάλα και να βάλει γκολ ή να καθίσει στις βεράντες και να ακούσει τις συνομιλίες από τις γειτονικές βεράντες.
Άνοιξε τα φτερά του και με αποφασιστικότητα κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Προσέγγισε αυθόρμητα τη βάρκα του ψαρά, με τα σπαρταριστά ψάρια και το κατσαρομάλλικο παιδί, που είχε γνωρίσει πριν ένα μήνα.
-Καλώς τον γλάρο Σφυριχτή, είπε ο ψαράς και υποκλίθηκε μπροστά του.
Ο γλάρος παραξενεύτηκε. «Μα πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει τ’ όνομά μου; Σφυριχτή με φωνάζει ο μπαμπάς μου, όπως κι όλη η κοινότητα των γλάρων, μα τούτος ο άγνωστος ψαράς δεν είναι δικός μας».
-Εμένα με λένε Νικολή, οι φίλοι μου όμως με φωνάζουν καπετάν Νικολή. Είναι βλέπεις το παράστημά μου που τους θυμίζει καπεταναίους θρυλικούς!
Ο Σφυριχτής τον θαύμασε. Ήταν όμορφος, γεροδεμένος, με τη θάλασσα να έχει σμιλεύσει το πρόσωπό του σαν γλυπτό. Ίχνη αλμύρας διακρίνονταν στις αυλακώσεις του προσώπου. Τα μαλλιά του είχαν πάρει τους κυματισμούς της θάλασσας.
-Πεινάς φαίνεται κι έμεινες με το ράμφος ανοιχτό. Έλα, πιάσε μια σαρδέλα, μην είσαι τόσο ακατάδεχτος.
Πριν έναν μήνα, αυτός ο απλοϊκός άνθρωπος του είχε προσφέρει το αγαπημένο του αφρόψαρο. Όμως τούτη τη φορά ήταν διαφορετικά. Ο Σφυριχτής είχε μάθει να κυνηγάει την τροφή του κι έτσι καταδέχθηκε το κέρασμα.
-Έλα, πάρε κι έναν γαύρο και μη μου κάνεις τον περήφανο. Είσαι όμορφος και ξεχωριστός, αλλά μην είσαι τόσο ….
Πριν συμπληρώσει τη φράση του, ο Σφυριχτής άνοιξε περισσότερο το ράμφος του και, μ’ ένα σάλτο, έπιασε στον αέρα έναν γαύρο κι έπειτα μία ακόμη σαρδέλα. Νοστιμεύτηκε το κέρασμα κι έκρωξε δυνατά, για να ευχαριστήσει τον Νικολή.
-Ε! Καπετάν Νικολή, τί γένηκε, τα βρήκες με τον γλάρο; Έχεις συζήτηση ψηλού επιπέδου απ’ ό,τι φαίνεται, φώναξαν δύο ψαράδες από την αντικρινή βάρκα, όπως ξεψάριζαν και πετούσαν τις φρίσσες, τις μουδιάστρες και τα χανάκια πίσω στη θάλασσα.
-Αυτός ο γλάρος μου θυμίζει τον γλάρο Νάθαν, τον ξέρετε τον Νάθαν; Εμ, πού να τον ξέρετε, σάματι έχετε διαβάσει κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείτε; απάντησε ο ψαράς και διέκοψε κάθε άλλη συζήτηση.
-Νάθαν ο Σφυριχτής θα σε φωνάζω, αν δεν σε πειράζει. Νάθαν, μάλλον Ιωνάθαν, ονομαζόταν ο γλάρος-ήρωας σ’ ένα υπέροχο βιβλίο που ‘χα διαβάσει μικρός, πριν παρατήσω το σχολείο. Ποτέ δεν ξέχασα την ιστορία του και ξέρεις, εσύ μου τον θυμίζεις.
Ο Σφυριχτής ένιωσε οικεία πλάι στον καπετάν Νικολή, που του μιλούσε σαν να ήταν παιδί του. «Είναι κακό να μιλάει ένας άνθρωπος σε έναν γλάρο; Γιατί τον περιγελούν οι ψαράδες;» αναρωτήθηκε. Καταβρόχθισε κι άλλα ψάρια, όπως του τα προσέφερε γενναιόδωρα ο Νικολής και έκανε μια υπόκλιση για να τον ευχαριστήσει.
-Πλάκα που ‘χεις, είσαι καταπληκτικός μίμος. Πριν λίγο υποκλίθηκα εγώ και τώρα υποκλίνεσαι ‘συ. Τι άλλο κόλπο θα μας κάνεις; είπε όλο θαυμασμό ο Νικολής.
Ο Σφυριχτής -και με το δεύτερο όνομά του, Νάθαν- κοίταξε τους γείτονες ψαράδες κι άφησε τον καπετάν Νικολή να διαβάσει την σκέψη του.
-Ξέρω, ξέρω, το κατάλαβα από τα μάτια σου. Πιστεύεις πως οι άνθρωποι γίναμε στρατιώτες και κηρύξαμε πόλεμο κατά των ψαριών με όπλα μας τα δίχτυα;
Ο Νάθαν έκρωξε δυνατά. «Αν δεν είχατε τα δίχτυα, δεν θα καταφέρνατε να πιάσετε ούτε ένα ψάρι ή, πιθανόν, να πιάνατε ένα, δύο, τρία, όχι όμως τόσα πολλά! Άνισος τούτος ο πόλεμος».
-Νάθαν, έχεις να μάθεις πολλά ακόμη και κάποια από αυτά θα σε απογοητεύσουν. Εμείς, οι άνθρωποι ζούμε εντελώς διαφορετικά από εσάς, είμαστε πολυάριθμοι και πρέπει να φάμε, να επιβιώσουμε, να δουλέψουμε, να ζήσουμε. Μη με ρωτήσεις το γιατί, γιατί άλλαξε τόσο πολύ η ζωή μας σε σχέση με τη δική σας, γιατί γίναμε οι κυρίαρχοι και πολεμάμε να διεκδικήσουμε το κάθε τι, να το αρπάξουμε από τη φύση, λες κι είναι δικό μας κι όχι δικό σας. Δεν ξέρω τι άλλο να σου απαντήσω! Μάλλον, έτσι σκληρή είναι…
«Η φύση…» έδωσε την απάντηση ο Νάθαν μέσα του.
-Η φύση…είπε φωναχτά ο Νικολής. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω, πάντως να ξέρεις πως είμαι ειλικρινής μαζί σου. Η θάλασσα δε δίνει πολλά ψάρια τελευταία. Δεν φταίμε όμως οι ψαράδες με τις μικρές ψαρόβαρκες, είναι, βλέπεις, οι πειρατές της θάλασσας με τα μεγάλα καΐκια, τα γρι-γρι, που κήρυξαν τον πόλεμο!
Ο Νάθαν διέκοψε τον ψαρά με ένα δυνατό σφύριγμα, σαν να δήλωνε πως καταλάβαινε. «Οι πειρατές με τα μεγάλα καΐκια κήρυξαν άνισο πόλεμο, πιο άνισο κι από αυτόν που έχουν τα ψάρια αναμεταξύ τους, πιο μεγάλο κι από αυτόν που κάνουν οι γλάροι, όταν εντοπίζουν ένα κοπάδι αφρόψαρα και κρώζουν όλοι μαζί, καθώς επιτίθενται εγκλωβίζοντάς τα σε έναν κύκλο» συλλογίστηκε.
-Η συζήτηση βλέπω σοβάρεψε καπετάν Νικολή. Με το συμπάθιο, μήπως σάλεψε το μυαλό σου; Τι κάθεσαι και εξηγείς σε ένα πουλί; Το πώς γίναμε οι αφεντάδες της Γης; πετάχτηκε πάλι ο ψαράς της διπλανής βάρκας.
-Όπως βλέπεις, Νάθαν, υπάρχουν λογιών λογιών άνθρωποι. Αυτούς εκεί μην τους παρεξηγείς, είναι καλοπροαίρετοι, απλά δεν διάβασαν βιβλία για ν’ ανοίξουν τους ορίζοντες του μυαλού τους.
Γλάρος κι άνθρωπος έστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλον, εκπρόσωποι δύο διαφορετικών κόσμων. Η ανεξημέρωτη φύση από τη μια, ο άνθρωπος από την άλλη.
-Αν το επιθυμείς, μπορούμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, να συμμαχήσουμε, για να σταματήσουμε αυτόν τον άνισο πόλεμο που κηρύξαμε εμείς, οι δήθεν πολιτισμένοι. Να σταματήσουμε αυτή την καταστροφή, εσύ, ένας γλάρος, εξοικειωμένος αλλά ανεξημέρωτος κι εγώ, ένας άνθρωπος, που μισεί την υποταγή της φύσης, την εξημέρωσή της, κατέληξε ο Νικολής.
Ο Νάθαν έτεινε τις φτερούγες του κι ο καπετάν Νικολής το χέρι. Αγγίχτηκαν δίνοντας χειραψία για τη σφράγιση μιας δυνατής φιλίας. Έπειτα, ο Νάθαν πέταξε, καθώς οι συνομήλικοί του τον περίμεναν στο ακρωτήρι και από εκεί θ’ ακολουθούσαν τα ρεύματα της θάλασσας, που θα τους οδηγούσαν στα κοπάδια της αθερίνας και της πεντανόστιμης σαρδέλας.
Ο Νικολής τον κοιτούσε που απομακρυνόταν, με την πεποίθηση πως κάτι κατάλαβε απ’ όσα του είπε. «Οι γλάροι είναι εξοικειωμένοι με τους ανθρώπους κι ο Νάθαν έδειχνε πως καταλάβαινε τη γλώσσα μου» συλλογίστηκε και συνέχισε το ξεψάρισμα των διχτυών, χαρούμενος για τον καινούργιο φίλο που ήλθε στη ζωή του.
Συνεχίζεται