Το καλοκαίρι το πολύβουο, φωνές και κόρνες τρομάζουν τους γλάρους. Κρύβονται σε βράχους δυσπρόσιτους τα ψαροπούλια. Μα έχουν συνηθίσει την εποχιακή εξορία κι αναμένουν την εποχή της ελευθερίας, τον χειμώνα. Τις σύντομες χειμωνιάτικες ημέρες, που ο αέρας λυσσομανά κι η θάλασσα φουρτουνιάζει, οι ακρογιαλιές είναι ολόδικές τους. Απολαμβάνουν να εξερευνούν τη θάλασσα, τις ακτές και τους όρμους. Ξετρελαίνονται ν’ αφήνουν πατημασιές στην άμμο που σβήνουν αιφνιδιαστικά από τα κύματα.
Ο Νάθαν είχε μεγαλώσει αρκετά και είχε αποκτήσει πολλούς φίλους. Πιο αγαπημένος απ’ όλους ήταν ο Ίωνας, όνομα που του έδωσε ο καπετάν Νικολής, όταν τους συνάντησε μια μέρα στο λιμάνι να κρώζουν και να προκαλούν σαματά γύρω από την προβλήτα.
«Πόσο μοιάζετε εσείς οι δυο, σαν δυο σταγόνες νερό! Νάθαν, φαντάζομαι είναι ο καλύτερος φίλος σου! Γι’ αυτό λοιπόν θα τον ονομάσω Ίωνα, για να συμπληρώσουμε το όνομα Ιωνάθαν» τους είχε πει και οι δυο τους έκρωξαν, για να δείξουν πως συμφώνησαν με την ονομασία που τους έδενε με τον αγαπημένο ήρωα των παιδικών του χρόνων.
Κάθε πρωί οι νεαροί γλάροι συγκεντρώνονταν στην ακτή Κούτσουρο και από εκεί σχεδίαζαν το πρόγραμμα της ημέρας. Κάποιες φορές εξορμούσαν προς τα ανοιχτά, ψάχνοντας για το μεγαλύτερο κοπάδι γαύρων ή σαρδελών, ενώ άλλοτε έπαιζαν στην αμμουδιά, όπου τα κύματα ξέβραζαν άπειρα, μικρά, κατάλευκα κοχύλια και μικρά κλαδιά δένδρων, με το θαλασσινό νερό να τα έχει λειάνει και να μοιάζουν με αληθινά γλυπτά. Οι δέκα αλκυονίδες ημέρες του Γενάρη ήταν μια όαση ζεστασιάς στον χειμώνα, με τις ηλιαχτίδες να ζεσταίνουν το κορμί τους και τη θάλασσα να αποκτά το αγαπημένο μπλε χρώμα του Ιούλη.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό τα μέλη του σμήνους αποφάσισαν να επισκεφθούν τα αβαθή του Θερμαϊκού, εκεί όπου εκβάλλουν τα τρία ποτάμια, Αξιός, Λουδίας και Αλιάκμονας, σχηματίζοντας μικρές και μεγάλες νησίδες άμμου. Στο μέρος αυτό τα ψάρια συγκεντρώνονται για να γεννήσουν και για τους νεαρούς γλάρους είναι μια ευκαιρία να χορτάσουν ιχθύδια.
-Λέω να αλλάξουμε διαδρομή για σήμερα, είπε ένας γλάρος με ηγετική φυσιογνωμία. Τι θα λέγατε για μια πτήση γύρω από τα χωριά; Θ’ ανακαλύψουμε τους σκουπιδότοπους, τους επίγειους παράδεισους, εκεί όπου οι άνθρωποι πετάνε ό,τι τους είναι περιττό: αποφάγια, αντικείμενα χαλασμένα, κονσέρβες και τροφές που δεν έχουμε δει ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα!
-Έχω ακούσει για τους χώρους αυτούς, είναι πραγματικά εντυπωσιακοί! Εκεί βρίσκει κάποιος ό,τι ονειρεύεται! συμπλήρωσε ένας άλλος γλάρος, λες κι ήθελε να βιαστεί να δείξει πως ήταν με το μέρος του αρχηγού.
Ο Νάθαν δεν συμφωνούσε. «Η κοινότητα των ασημόγλαρων μεγάλωσε, Σφυριχτή, γιατί στους σκουπιδότοπους βρήκαμε έτοιμη και μπόλικη τροφή κι η ισορροπία στη φύση χάθηκε. Στην ανάγκη μας να επιβιώσουμε διώξαμε τα γλαρόνια από τις φωλιές τους, γίναμε ανεπιθύμητοι και μισητοί στα θαλασσοπούλια. Αν εθιστείς στο να τρως από τους σκουπιδότοπους δε θα είσαι υγιής, θα γίνεις ένας λαίμαργος κι εθισμένος ασημόγλαρος χωρίς επιστροφή» επαναλάμβαναν οι γονείς του για να κατανοήσει την σοβαρότητα του προβλήματος.
Αλλά, όταν ανήκεις σε μια ομάδα εφήβων γλάρων, είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς στο θέλημα της πλειοψηφίας, ίσως γιατί δεν επιθυμείς να προδοθείς πως τηρείς απόλυτη υπακοή στην οικογένειά σου. Έτσι υπέκυψε στην απόφαση του ενός, που σύντομα έγινε αποδεκτή απ’ όλα τα μέλη της ομάδας, καθώς όλοι μέσα τους σκέφθηκαν όπως ο Νάθαν και κανένας δεν τόλμησε ν’ αρνηθεί, μη γίνει αντικείμενο κοροϊδίας και περίγελος του αργηγού.
Η παρέα ξεκίνησε, με ενθουσιασμό των λίγων και δισταγμό των πολλών, για την περιοχή πίσω από τον Μακρύγιαλο, προς τη Σφενδάμη, τον Καταχά και το Αιγίνιο. Με το βλέμμα τους έψαχναν διερευνητικά να εντοπίσουν τους σκουπιδότοπους. Σύντομα, ο επικεφαλής εντόπισε μια όαση σκουπιδιών και διέταξε να τον ακολουθήσουν.
-Κατεβαίνουμε κι αράζουμε εδώ πέρα, έδωσε την εντολή κι όρμησε με μια βουτιά στον αέρα.
Ο Νάθαν δίστασε, το ίδιο κι οι υπόλοιποι. Ο καπνός, η άσχημη μυρωδιά, τα παρατημένα σκουπίδια δεν θύμιζαν διόλου τη θαλασσινή αύρα και τ’ αφρόψαρα. Παρόλα αυτά κατέβηκαν όλοι μαζί και πάτησαν τα καθαρά τους ποδαράκια στο λασπώδες χώμα. Κάποιοι, θέλοντας να δείξουν πως είναι πιο θαρραλέοι, με μικρά πηδηματάκια πλησίασαν τα πολύχρωμα βουναλάκια και προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τι είναι φαγώσιμο και τι όχι μέσα στον άμορφο σωρό. Με το ράμφος τους σκάλισαν τις σχισμένες σακούλες και τα αλλοιωμένα υπολείμματα των ανθρώπινων τροφών σκόρπισαν. Ο Νάθαν έστεκε παραπέρα με τον Ίωνα. Ο αρχηγός, δίνοντάς τους μια τσιμπιά στον σβέρκο, τους είπε:
-Εσείς τι κοιτάτε σαν βουτυρόπαιδα; Τι παριστάνετε, τα καλά παιδιά;
Ο Νάθαν απέφυγε να διαπληκτισθεί. Θα έκανε ό,τι κι οι άλλοι, προσμένοντας να τελειώσει η καταναγκαστική περιπέτεια και να γυρίσει στο σπιτικό του.
-Λοιπόν, μόλις ανακάλυψα μύδια με κέλυφος, το αγαπημένο μου κολατσιό, είπε με δήθεν ενθουσιώδες ύφος στον Ίωνα και αποτραβήχτηκαν, για να αποφύγουν τους υπόλοιπους.
-Μόνο, πρόσεξε μη φας κομμάτι από δίχτυ, υπόλειμμα από τη μυδοκαλλιέργεια, μπορεί να πνιγείς, προειδοποίησε τον φίλο του.
Ο Νάθαν κι ο Ίωνας ψάχνανε στο σωρό από τα σπασμένα κελύφη λίγη σάρκα να φάνε. Τσιμπολογούσαν και κοιτούσαν τους υπόλοιπους της παρέας που υποκρίνονταν πως νοστιμεύονταν με τ’ αποφάγια των ανθρώπων, μόνο και μόνο γιατί ήταν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είχαν έως τότε συνηθίσει. Κάποια στιγμή ο Ίωνας ξεροκατάπιε κι ο Νάθαν τρόμαξε. Ακολούθησε ένας ατελείωτος βήχας.
-Κατάπιες δίχτυ; Πες μου, Ίωνα, κατάπιες δίχτυ; ρωτούσε και ξαναρωτούσε, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε.
Όμως ήταν αδύνατον να του απαντήσει. Ο αρχηγός τους σμήνους κι οι υπόλοιποι αδιαφόρησαν τελείως βλέποντας τον Ίωνα να κινδυνεύει θανάσιμα. Η συμπεριφορά αυτή εξόργισε τον Νάθαν.
-Η λαιμαργία κι η επιπολαιότητα που δείχνουν για τον ανθρώπινο σκουπιδότοπο, λες και στα μάτια τους λάμπει σαν την πιο πλούσια σε ψάρια θάλασσα, τους έχει κάνει τόσο αλαζόνες και ψυχρούς που δεν αντιλαμβάνονται την έννοια της ομαδικότητας, σκεφτόταν.
Είχε ήδη μετανιώσει που δεν αντέδρασε στο επικίνδυνο σχέδιο του αρχηγού. Ο χρόνος περνούσε κι ο Ίωνας δεν έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Ο Νάθαν με το ράμφος του πήρε λίγο χώμα, το έπλασε με το σάλιο του σε σβώλο και του το πρότεινε για να το καταπιεί. Ο Ίωνας ακολούθησε τις εντολές του και, μετά από αρκετή προσπάθεια, κατάφερε να σωθεί.
Πονεμένος και καταπτοημένος, σωριάστηκε. Ο Νάθαν, άγρυπνος φρουρός, παραστάθηκε στον Ίωνα, σφυρίζοντας εμψυχωτικά. Μόλις ένιωσε πως είχε ανακτήσει δυνάμεις, ο Ίωνας ψέλλισε.
-Φεύγουμε από ’δώ; Αν παραμείνουμε ακόμη λίγο, θα λιποθυμήσω από τη δυσοσμία.
-Θα κάνουμε ό,τι θέλεις, εξάλλου, όπως βλέπεις, ούτε που νοιάστηκαν για σένα. Σωστά με είχε προειδοποιήσει ο πατέρας μου πως οι σκουπιδότοποι αλλοτριώνουν τους γλάρους.
Οι δύο τους πήραν τον δρόμο της επιστροφής προς την πατρική τους φωλιά, με τις ενοχές να βασανίζουν τη συνείδησή τους. Οι υπόλοιποι μείνανε στον σκουπιδότοπο, παρασυρόμενοι από νεανική επιπολαιότητα κι από τον πόθο να ανακαλύψουν κάτι το διαφορετικό.
Ο Νάθαν εξομολογήθηκε τα πάντα στους γονείς του. Με απόλυτη ειλικρίνεια κι επίγνωση του λάθους του τους εξιστόρησε πως ενδόμυχα δεν ήθελε να ακολουθήσει το σμήνος, πως δεν είχε το θάρρος να επιβάλλει την άποψή του, πως παραλίγο ο Ίωνας, ο καρδιακός του φίλος, να χάσει τη ζωή του και πως δεν θα επισκεφθεί ποτέ ξανά τον σκουπιδότοπο.
-Είσαι γλάρος της θάλασσας και των αφρόψαρων κι όχι ένας κοινός γλάρος των σκουπιδότοπων, είπε όλο καμάρι ο πατέρας του.
-Δεν απογοητεύθηκες όμως που παρασύρθηκα από έναν γλάρο, ο οποίος συνεπαρμένος από νεανική επιπολαιότητα, μας οδήγησε σ’ έναν τόπο επικίνδυνο;
-Όχι, γιατί έτσι είναι οι έφηβοι, στερνοπούλι μου. Δεν θέλουν να δείξουν πως είναι υπάκουοι στους γονείς τους, μόνο καυχώνται πως εμπιστεύονται τυφλά ένα μέλος της ομάδας τους ό,τι κι αν τους υποδεικνύει να κάνουν, συνέχισε ο πατέρας του.
-Το θετικό, Σφυριχτή μου, είναι πως κατάλαβες έγκαιρα πως δε θα σας βγει σε καλό η περιπέτεια κι ήσουν προσεκτικός. Αυτό το οφείλεις στο μυαλό σου, παιδί μου, είπε η μαμά-γλαρίνα αγκαλιάζοντας καθησυχασμένη, το παιδί της.
Δεν είπαν τίποτε άλλο εκείνο το βράδυ. Ο Νάθαν ήταν κουρασμένος και προβληματισμένος. Από την επομένη, δεν θα επέτρεπε κανέναν να αποφασίζει γι’ αυτόν. Είχε τόσες ομορφιές να εξερευνήσει και τόσες εμπειρίες να ζήσει, από το να εθισθεί σε βρώμικους και καταστροφικούς σκουπιδότοπους. Η ζωή ήταν μπροστά του κι είχε θέληση να τη ζήσει όπως αυτός όριζε κι όπως όριζε η φύση του.
Της συγγραφέα Καράντζιου Δομνίκης
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ