Οι αλκυονίδες μέρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει. Ο Νάθαν καταχάρηκε με τη ζεστασιά που του δώρισαν οι χειμωνιάτικες ηλιαχτίδες. Με τις καθημερινές του πτήσεις και αποδράσεις έγινε ανεξάρτητος, δεινός βουτηχτής, ικανός να βρίσκει την τροφή του. Στη φωλιά του επέστρεφε κάθε βράδυ. Οι γονείς του τον περίμεναν πάντα με ανοιχτές φτερούγες και διάθεση να μοιραστούν τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες και τα οράματά του. Ένιωθε πως ήταν οι πιο στοργικοί γονείς, προικισμένοι με κατανόηση, τώρα μάλιστα που μεγάλωνε κι άλλαζαν τα ‘θέλω’ του.
Η φιλία του με τον Ίωνα είχε σφραγιστεί από μια δυνατή εμπειρία. Οι δυο τους, έκτοτε, εξορμούσαν στα αβαθή του Θερμαϊκού, παρέα με συνομήλικους γλάρους. Όλοι μαζί μοιράζονταν τα ίδια ενδιαφέροντα, το κυνήγι της καλοθρεμένης σαρδέλας και των χαριτωμένων αθερινών. Όσο για τον σκουπιδότοπο, τήρησε την υπόσχεση που έδωσε εκείνο το βράδυ στους γονείς του. Όχι μόνο δεν τον επισκέφθηκε ποτέ ξανά, αλλά ούτε η σκέψη περνούσε από το μυαλό του να καταστρέψει το μέλλον του.
Η γνωριμία του με τον καπετάν Νικολή είχε εξελιχθεί σε μια ξεχωριστή φιλία. Δεν υπήρχε χαραυγή που να μην τον συνοδεύσει στο λιμάνι μετά το μάζεμα των διχτυών, μεσημέρι που να μην ακούσει τους ατελείωτους μονολόγους του για το μεγαλείο της φύσης και απόγευμα που να μην απολαύσουν μαζί το ηλιοβασίλεμα και να μη μετρήσουν αντίστροφα, ώσπου ο ήλιος να δύσει πίσω από τα Πιέρια όρη.
Ένα σπάνιο, ηλιόλουστο μεσημέρι του Φλεβάρη, όπως λιαζόταν στη βάρκα του καπετάν Νικολή, δύο φλαμίνγκο κι ένας πελεκάνος τους πλησίασαν.
-Τι λες, τους ταΐζουμε κάνα αφρόψαρο ή θα ζηλέψεις, φίλε μου; ρώτησε ο καπετάν Νικολής.
Ο Νάθαν έγνεψε καταφατικά. Τους χειμωνιάτικους μήνες παρατηρούσε από μακριά τα πτηνά του γειτονικού υγρότοπου, διστάζοντας να επισκεφθεί την ιδιαίτερη κατοικία τους.
-Σ’ ένα, δυο μήνες θα πάρουν τον ανήφορο και θα μας φύγουν, Νάθαν. Έτσι είναι αυτά τα πουλιά, δεν στεριώνουν σ’ ένα μέρος, συνέχισε ο καπετάν Νικολής. Άντε, δεν πας καμιά βόλτα προς τα βόρεια ν’ ανακαλύψεις τον υγροβιότοπο στο δέλτα του Αλιάκμονα και το έλος της Αγαθούπολης; Θα εκπλαγείς από την ομορφιά του τοπίου και την ποικιλία των πτηνών. Πρόκειται για έναν μοναδικό υγροβιότοπο, για φύση ανέγγιχτη! Απ’ όλη την Ευρώπη έρχονται για να θαυμάσουν τη βιοποικιλότητα, όπως τη λένε επιστημονικά.
«Μα πόσα ξέρει ο καπετάν Νικολής κι ας διάβασε μοναχά ένα βιβλίο στη ζωή του» συλλογίστηκε ο Νάθαν, κοιτάζοντάς τον με δέος.
-Έλα, πήγαινε και γύρισε πίσω να μου πεις τις εντυπώσεις σου, τον ενθάρρυνε ο Νικολής. Είμαι σίγουρος πως θα εντυπωσιαστείς.
Ο Νάθαν, μ’ ένα δυνατό φτερούγισμα κι ένα συνθηματικό σφύριγμα, έφυγε για τη νέα του ανακάλυψη. Πέταξε κατά μήκος της ακτής, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο Νικολής, κι έπειτα, έστριψε αριστερά, προς το παρατηρητήριο. Κάθισε στη στέγη και θαύμασε το έλος της Αγαθούπολης. Ποτέ του δεν είχε δει τόσα πολλά πτηνά συγκεντρωμένα σε ένα τόσο μικρό μέρος, ασύγκριτα μικρό σε σχέση με την απεραντοσύνη της θάλασσας! Αγριόπαπιες, νανόχηνες, κορμοράνοι, βαρβάρες, κύκνοι, ερωδιοί, φλαμίνγκο, αγριόκυκνοι, σταχτοτσικνιάδες, πτηνά συνωστισμένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Τα κουάκ, κουίκ και κροκ αντηχούσαν τόσο αρμονικά! «Αν ήταν άνθρωποι όλα αυτά τα πτηνά, θα ακουγόταν ένα ατελείωτο βουητό από ομιλίες, κλάματα, γέλια, φωνές, μηχανές. Όμως αυτά τα πλάσματα είναι τόσο μειλίχια, τόσο ήρεμα, τόσο μελωδικά θορυβώδη!» εκστασιάστηκε ο Νάθαν.
Εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο που ψάρευαν, βουτώντας μοναχά το κεφάλι, θαύμασε τις κολυμβητικές μανούβρες, με τις γρήγορες κινήσεις των ποδιών τους, παραδειγματίστηκε από τον τρόπο που περίμεναν τη λεία τους, με την απόλυτη ακινησία του κορμιού τους. Θέλησε να τα πλησιάσει, αλλά σκέφθηκε πως πιθανόν να τρόμαζαν από την παρουσία του.
Και τότε, θυμήθηκε την οικογένεια των μεγάλων καβουριών, που στην αρχή ήταν διστακτικά, όμως μετά από λίγο ξεθάρρεψαν, όταν διαπίστωσαν πως δεν κινδύνευαν από την παρουσία του. «Αυτό λοιπόν είναι το μυστικό των ζώων, ν’ αποκτήσουν εμπιστοσύνη, η οποία μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο κι εσύ οφείλεις να είσαι αντάξιός της» κατέληξε ο Νάθαν.
Θα εφάρμοζε, λοιπόν, την ίδια στρατηγική, με την ίδια ειλικρινή και ανιδιοτελή στάση. Θα πλησίαζε στο έλος κι έπειτα στο δέλτα του Αλιάκμονα, με μόνο σκοπό να γνωρίσει τους μόνιμους και προσωρινούς κατοίκους του, αυτούς που όπως είχε πει ο φίλος του, ο Νικολής, «δεν στεριώνουν ποτέ».
Πέταξε, λοιπόν, χωρίς να σφυρίξει κι έπιασε μια θέση ανάμεσα στις καλαμιές, δίπλα σε μια ομάδα αγριόκυκνων. Κάθησε ακίνητος και χαμήλωσε το κεφάλι του για να μιμηθεί τις κινήσεις τους. Παρατηρούσε δύο σκουλήκια που μπαινόβγαιναν στη λάσπη, σαν να έπαιζαν με το φως και το σκοτάδι.
-Είσαι καινούργιος εδώ; ακούστηκε μια φωνή. Γυρίζοντας το κεφάλι του, είδε έναν αγριόκυκνο.
-Ναι….δηλαδή…όχι…θέλω να πω…ναι, αν το εδώ που εννοείς είναι το έλος. Κατοικώ λίγο πιο νότια, πίσω από το ακρωτήρι, στα βράχια των γκρεμών.
-Δεν έχω πάει έως εκεί. Μας έχουν συμβουλεύσει να μην απομακρυνόμαστε από το έλος, γιατί κινδυνεύουμε από τους κυνηγούς.
-Από τους κυνηγούς… επανέλαβε ο Νάθαν.
-Άνθρωποι με όπλα που μας σκοτώνουν για τη σάρκα.
«Ο Νικολής τόνισε για μια φύση ανέγγιχτη, τι δουλειά έχουν τα όπλα εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε ο Νάθαν.
-Αν κοιμηθείς εδώ το βράδυ, ξυπνάς το χάραμα κι ακούς τον ήχο των πυροβολητών να έρχεται από τον Αλιάκμονα, εκεί όπου οι κυνηγοί κρύβονται πίσω από τις καλαμιές και, με το χέρι στην σκανδάλη, χτυπούν τα ανυποψίαστα πτηνά κι αυτά δεν προφταίνουν να κρώξουν από πόνο, παρά πέφτουν κατακόρυφα προς τη γη, με φτερούγες πεσμένες, με κεφάλι αστήριχτο και μάτια παγωμένα, να μην κοιτάνε πουθενά, έχοντας χάσει έναν άνισο αγώνα με τους ανθρώπους, είπε με πόνο ψυχής ο αγριόκυκνος.
-Έχοντας χάσει έναν άνισο αγώνα με τους ανθρώπους….. αυτό είναι άδικο, είναι πολύ άδικο να παραβιάζεις τη φύση την ανέγγιχτη και να σκοτώνεις πουλιά την ιερή στιγμή της ελευθερίας τους, ψέλλισε ο Νάθαν και συνέχισε.
-Αν κοιμηθείς στη θάλασσα κοντά, τότε, την ώρα της χαραυγής, αισθάνεσαι τις κραυγές των ψαριών που πέφτουν θύματα στα δίχτυα των ψαράδων, όπως κοπαδιαστά ελεύθερα κολυμπούν στον χώρο τον δικό τους. Τα ψάρια βγάζουν ήχους που δεν ακούμε αλλά νιώθουμε, σπαρταράνε νευρικά, κουνώντας το κορμί τους, σε μια ανέλπιδα προσπάθεια να δραπετεύσουν.
Ο Νάθαν κι ο αγριόκυκνος είδαν ο ένας στα μάτια του άλλου τη γυμνή αλήθεια κι έκαναν την ίδια δυσάρεστη διαπίστωση. Η συζήτηση για τους κυνηγούς και τους ψαράδες σταμάτησε εκεί.
Της συγγραφέα Καράντζιου Δομνίκης
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ