«Ο καπετάν Νικολής όμως το κάνει για να επιβιώσει, όπως κι οι άλλοι ψαράδες· μάλλον οι κυνηγοί είναι κάτι σαν τους πειρατές της θάλασσας». Ο Νάθαν έδιωξε την σκέψη του κι απευθύνθηκε ξανά στον αγριόκυκνο.
-Εσύ μένεις μόνιμα εδώ ή είσαι από τα πτηνά που ‘δεν στεριώνουν ποτέ‘;
-Αν εννοείς τα αποδημητικά πουλιά, ναι, είμαι ένα από αυτά. Μεταναστεύουμε κάθε άνοιξη και κάθε φθινόπωρο στη ‘χώρα πάντα καλοκαίρι‘.
Η φράση ‘χώρα πάντα καλοκαίρι‘ κίνησε την προσοχή του γλάρου.
-Στη χώρα αυτήν, την πώς την είπες… ‘χώρα πάντα καλοκαίρι‘ δεν κάνει ποτέ κρύο;
-Κρύο; Ούτε κατά διάνοια, απάντησε ένα φλαμίνγκο, που ήρθε να συμπληρώσει την παρέα.
-Αφού είναι η χώρα που έχει πάντα καλοκαίρι, τόνισε μια αγριόπαπια, καθώς πλησίασε, κολυμπώντας με γρήγορες κινήσεις.
Η παρέα μεγάλωσε κι ο Νάθαν πλαισιώθηκε από πολλά πτηνά του έλους.
-Μισό λεπτό, λέτε πως έχει πάντα καλοκαίρι, μα εσείς δεν ζείτε σε έναν τόπο για πάντα, άρα πώς ξέρετε αν ο τόπος προορισμού της εποχιακής μετανάστευσης έχει πάντα καλοκαίρι;
-Προφανώς, πρόκειται για αντιστροφή των λέξεων, έδωσε τη λύση ο κορμοράνος. Θα σου τα πω εγώ που τους γνωρίζω καλύτερα, γλάρε. Τα αποδημητικά πουλιά ταξιδεύουν για να ξεχειμωνιάσουν σε πιο ζεστό μέρος από αυτό που ζευγαρώνουν. Έτσι, το φθινόπωρο εγκαταλείπουν τον βορά κι έρχονται στον τόπο μας, καθώς ο χειμώνας μας είναι πιο ήπιος. Αντιλαμβάνεσαι, λοιπόν, πως μετακινούνται συνεχώς, κι έτσι ζουν «πάντα» σε μια «χώρα καλοκαίρι».
Ο Νάθαν ενθουσιάστηκε με την ιδέα της συνεχούς μετανάστευσης και αναζήτησης της ‘χώρας πάντα καλοκαίρι’. Τα ταξίδια, οι διαδρομές, οι χώρες που διάβαιναν διέγειραν τη φαντασία του.
-Το να ταξιδεύεις συνεχώς στη ‘χώρα πάντα καλοκαίρι‘ σημαίνει πως δεν ζεις ποτέ σου τον κρύο και παγερό χειμώνα, πως ποτέ δεν κρυώνεις και πως σε καμιά περίπτωση δε θα σου σηκωθεί το πούπουλο από το κρύο, είπε με ενθουσιασμό ένας πανέμορφος κύκνος.
-Κι όταν βρέχει;
-Η βροχή στη ‘χώρα πάντα καλοκαίρι‘ είναι χλιαρή, ζεσταίνει το πούπουλό σου, ενώ το χιόνι είναι κι αυτό ζεστό, σαν μια ζεστή φωλιά βαμβακιού, είπε όλο χάρη η πολύχρωμη αγριόπαπια και συνέχισε.
-Ο αέρας, όταν φυσάει, είναι κι αυτός ζεστός και χαλαρωτικός, κάνει τα πούπουλά σου να στεγνώνουν τόσο γρήγορα, που μπορείς να κάνεις όσες βουτιές λαχταρά η καρδιά σου. Όσο για τη θάλασσα, τις λίμνες, τα ποτάμια και τα έλη είναι πάντα ζεστά και φιλόξενα, γεμάτα από ψάρια, ζεστά, ζεστά, έτοιμα να τα φας.
Πόσο διαφορετικά φάνταζαν όλα αυτά στο μυαλό του Νάθαν! Χιόνι ζεστό, βροχή χλιαρή, θάλασσα γεμάτη ζεστά ψάρια, έτοιμα να τα φας! Είχε μείνει με το ράμφος ανοιχτό να τους κοιτάζει, προκαλώντας γέλιο στην ομήγυρη.
-Μου επιτρέπετε να σφυρίξω; Τόσην ώρα έπνιγα το σφύριγμα για να μην ταράξω την ησυχία σας, είπε ο Νάθαν και γέλασε κι αυτός.
-Ωραίο και ξεχωριστό το σφύριγμά σου, φίλε μας, και αν πραγματικά το θέλεις, έλα κι εσύ μαζί μας αυτήν την άνοιξη που θα αναχωρήσουμε για τη ‘χώρα πάντα καλοκαίρι’, είπε το ροζ, ψηλολαίμικο φλαμίνγκο.
Ο Νάθαν έμεινε έκθαμβος. Όχι μόνο κέρδισε, με τη διακριτικότητα και την ευγένειά του, την εμπιστοσύνη τους, αλλά επιπλέον δέχθηκε μία πολύ δελεαστική πρόταση. Ωστόσο, έπρεπε να το σκεφτεί καλά, γιατί δεν ήταν μεταναστευτικό πουλί και προφανώς δεν ήταν μαθημένος σε τέτοιου είδους μακρινά ταξίδια.
-Σκέψου το σοβαρά, γλάρε, τον συμβούλευσε ένας ερωδιός. Εδώ είναι ο τόπος σου, ένα ταξίδι στη ‘χώρα πάντα καλοκαίρι‘ ελλοχεύει κινδύνους για την υγεία σου, ίσως και για την ίδια τη ζωή σου.
Ο Νάθαν δεν έδωσε σημασία στον ερωδιό, όσο κι αν ενδόμυχα ήξερε πως είχε δίκιο. «Λες κι ακούω τους γονείς μου» συλλογίστηκε.
-Θα το σκεφτώ σοβαρά, του απάντησε και τον αποχαιρέτησε φανερά ενοχλημένος.
Οι σκέψεις όσο πετούσε τον ταξίδευαν σε αυτή τη ζεστή ‘χώρα πάντα καλοκαίρι‘.
Πού να βρισκόταν άραγε;
Να ήταν αλήθεια όλα όσα του είπαν τα αποδημητικά πουλιά;
Και πώς να μην ήταν αλήθεια, αφού τα ζώα έχουν αναμεταξύ τους σχέσεις ειλικρινείς και ανεπιτήδευτες;
Και τι είχε να χάσει, καθώς θα μπορούσε να επιστρέψει με την κάθοδό τους στη δική του χώρα το επόμενο φθινόπωρο;
Οι γονείς του τι θα έλεγαν;
Θα του επέτρεπαν ένα τόσο δύσκολο ταξίδι;
Ήταν ένας έφηβος γλάρος, σχεδόν ενήλικος, αλλά άπειρος και παρορμητικός. Πώς θα τους έπειθε πως η ωριμότητα αποκτάται με τις εμπειρίες; Έτσι δεν του είχαν πει όταν ήταν μικρός; Έπρεπε να τους το υπενθυμίσει.
Όταν έφτασε στο σπιτικό του, βρήκε τους γονείς του να τον περιμένουν μασουλώντας έναν ολόφρεσκο γαύρο. Χωρίς πολλές περιστροφές, τους περιέγραψε τους καινούργιους φίλους που απέκτησε στον υγροβιότοπο και την απόφασή του να ταξιδέψει με τα απoδημητικά πουλιά την προσεχή άνοιξη.
-Πρέπει να μεγαλώσεις κι άλλο, μικρέ μου, πήρε πρώτη το λόγο η μητέρα του. Να συναναστραφείς με τα πουλιά και να τα γνωρίσεις καλύτερα. Πώς έχεις τυφλή εμπιστοσύνη ότι θα σε οδηγήσουν σε μια χώρα όπου θα μπορείς να επιβιώσεις;
-Σήκωσες παντιέρα, Σφυριχτή! Οι ασημόγλαροι δεν ταξιδεύουμε, δεν είμαστε αποδημητικά πουλιά, δεν αντέχουμε τόσο μεγάλες πτήσεις, Σφυριχτή, δεν είναι στη ‘φύση’ μας, πρόσθεσε ο πατέρας του, προσπαθώντας να αποτρέψει την εκπλήρωση των ονείρων του μικρού του γιου.
Ο Νάθαν ήταν τώρα αντιμέτωπος και με τους δύο γονείς του. Θεωρούσε πως είχε μεγαλώσει αρκετά, πως μπορούσε ο ίδιος να ορίζει το μέλλον του, πως μπορούσε να ξεπεράσει τη ‘φύση’ του.
-Να μεγαλώσω κι άλλο; Μα πόσο να μεγαλώσω; Για σας πάντα θα είμαι μικρός. Μαμά, με βλέπεις σαν το μικρό γλαράκι που ήμουν και μου ‘δινες το αφρόψαρο στο στόμα!
Η γλαρίνα τον κοίταξε με το πιο τρυφερό της βλέμμα. Είχε δίκιο το στερνοπούλι της. Παρά το ότι είχε συναίσθηση για τις ανάγκες του όσο μεγάλωνε, για τις απαιτήσεις που πλήθαιναν μέρα με τη μέρα, στα μάτια της ήταν ακόμη το μικρό της γλαράκι, ο νεοσσός που αδημονούσε, με το ράμφος ανοιχτό και τα μάτια κλειστά, να φάει το ψάρι-έκπληξη.
-Όσο για τις πτήσεις, μπαμπά, αντέχω να πετάω ώρες πολλές και θα σας το αποδείξω. Εξάλλου κι εσύ δεν μου ‘χες πει, όταν ήμουν μικρός, πως ακολούησες ένα τάνκερ και βρέθηκες να ταξιδεύεις καταμεσής στο Λιβυκό πέλαγος;
Ο πατέρας του τον κοίταξε και πήρε τη δύσκολη απόφαση. Γύρισε στην σύντροφό του. Η συνεννόηση μεταξύ τους έγινε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν θα έκαναν τίποτε για να τον αποτρέψουν. Συνειδητοποίησαν πως ο Σφυριχτής είχε μεγαλώσει και δε θα του έφερναν ποτέ αντίρρηση να ανοίξει τα φτερά του.
Του έδωσαν μια τσιμπιά με το ράμφος τους και τον αγκάλιασαν σφιχτά. Ο Νάθαν διαισθάνθηκε πως κέρδισε τη μάχη και με ανείπωτη χαρά έγειρε στη γωνιά του καταστρώνοντας ταξιδιάρικα σχέδια. Σ’ έναν μήνα, τον Μάρτη, θα άφηνε πίσω τον τόπο του. Έως τότε, έπρεπε να εκπαιδευθεί στο να διανύει μεγάλες αποστάσεις και να αποφεύγει τα δυνατά ρεύματα αέρος στα μεγάλα ύψη.
Κι όταν ένιωσε να κουράζεται απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, θυμήθηκε τον φίλο του τον Ίωνα, το κολλητάρι του και τον καπετάν Νικολή, που το ίδιο πρωινό τον είχε παροτρύνει αυθόρμητα να επισκεφτεί το γειτονικό έλος. Όμως πώς να του το έλεγε, αφού άνθρωποι και γλάροι δεν μιλούν την ίδια γλώσσα; Πώς να εξηγήσει στον Ίωνα πως τον αγαπάει αδελφικά, αλλά η επιθυμία του να γνωρίσει έναν νέο κόσμο είναι πάνω απ’ όλα;
Πώς να τους αντικρύσει και να τους πει πως φεύγει για μέρη μακρινά με καινούργιους φίλους και τους αφήνει πίσω με τη θλίψη της μοναξιάς;
Της συγγραφέα Καράντζιου Δομνίκης
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ