Περνούσα σχεδόν καθημερινά από το σπίτι του Εισπράκτορα, καθοδόν προς το πατρικό μου, χωρίς ποτέ να σκεφτώ αυτόν ή τη γυναίκα του.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Είχαν στοιβαχτεί εξάλλου αρκετά χρόνια που με χώριζαν από τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια. Το σπίτι παρέμενε εκεί με τα γαλάζια παραθυρόφυλλα που με τα χρόνια ξεθώριασαν, ξεχαρβαλώθηκαν κι έπεφταν τα ξύλα από τις περσίδες. Ο εισπράκτορας δεν έμενε πια εδώ για να τις συντηρεί, να τις βάφει, φύλλο- φύλλο με εκείνο το γαλάζιο χρώμα, οκτωβριανού ουρανού. Για χρόνια τώρα έμειναν χωρίς τα οικεία χέρια, ενώ ξένα, αυτά των ενοικιαστών τις ανοιγόκλειναν καθημερινά, χωρίς να τις πονούν.
Η εικόνα που μου έμεινε από το ζευγάρι ήταν δυο ηλικιωμένων που κάθονταν στην τζαμαρία τον χειμώνα, πάνω από τη σόμπα πετρελαίου, ενώ τα δέντρα στην αυλή ήταν γυμνά από φύλλα. Μόνο το κυπαρίσσι, έβγαζε πύρινες φλόγες, αναμένοντας τις γιορτές των Χριστουγέννων. Το καλοκαίρι κάθονταν στη βεράντα με τις τριανταφυλλιές και τα γιασεμιά. «Καλησπέρα κύριε και κυρία Εισπράκτορα», τους έλεγα νομίζοντας πως αυτό ήταν το επώνυμό τους. Τα χρόνια περνούσαν, το άτεκνο ζευγάρι μεγάλωνε με τη συντροφιά ο ένας του άλλου μαζί τους μεγάλωναν και τα παιδιά της γειτονιάς και μαζί μ’ αυτά κι εγώ ο ίδιος ώσπου ήρθε η ώρα που έφυγα για να εργαστώ ως στρατιωτικός σε άλλη πόλη.
Γονείς, θείοι, φίλοι και γείτονες χάθηκαν από τη ζωή μου ή καλύτερα εγώ χάθηκα από τη ζωή της μικρής μας βορειοελλαδίτικης πόλης, αφού πλέον ερχόμουν μόνο για ολιγοήμερες διακοπές τα Χριστούγεννα και έπειτα τους θερινούς μήνες. Τότε το σπίτι με έβλεπε μόνο τις ώρες του ύπνου αφού όλη τη μέρα μούλιαζα στη θάλασσα και ξεροψηνόμουν κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο. Τις νύχτες που μύριζαν γιασεμί και αλάτι υπνοβατούσα σε κεντράκια ή βεράντες φίλων με ατέλειωτες συζητήσεις, γέλια και μουσικές.
Τα σπίτια των γειτόνων ήταν σταθερά κι αμετάβλητα, όπως πίστευα. Εγω όπως και τ’ άλλα ατίθασα νιάτα της πόλης μας, συνέχιζα να ζω στο σήμερα, λες και όλα, σπίτια και άνθρωποι θα παρέμεναν για πάντα εκεί, περιμένοντας τον γυρισμό μου.
Σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, πέρασα από την παλιά μου γειτονιά, αλλά αντί για το σπίτι του Εισπράκτορα αντίκρυσα ένα απέραντο κενό. Ούτε σπίτι, ούτε αυλή ή δέντρα παρά μόνο το απόλυτο τίποτα, ένα βάραθρο. Λόγω του βάθους του και μόνο κατάλαβα πως προφανώς εκεί θα έμπαιναν τα θεμέλια μιας ακόμη ψηλής πολυκατοικίας που θα ανεγειρόταν κλείνοντας τον αέρα, το φως και τον ήλιο από τα γύρω σπίτια.
Τότε σταμάτησα σε στάση προσοχής, τηρώντας μονόλεπτη σιγή στην μνήμη του ζεύγους Εισπράκτορα, του γαλάζιου σπιτιού και της αυλής τους με τα άνθη και τα οπωροφόρα. Γέλασα με τον εαυτό μου που τους θεωρούσα γέρους, αν και δεν πρέπει να ήταν πέρα των πενήντα, αφού ακόμη εργαζόταν ο γείτονάς μας. Δηλαδή περίπου όσο εγω σήμερα.
Τι να απέγιναν οι γείτονές μου; Ποια ήταν τα ονόματα και το επώνυμό τους; Πού να εργαζόταν ο κύριος Εισπράκτορας; Σε λεωφορεία; σε ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο ή σε πρακτορείο τύπου; Αν ναι, τότε θα λεγόταν εισπράκτορας; Ίσως πάλι να γύριζε εισπράττοντας φόρους; Θυμάμαι τους μεγάλους να λένε πως εργαζόταν σε πρακτορείο γι’ αυτό και με τους φίλους μου υποθέταμε πως μπορεί να ήταν ακόμη και μυστικός πράκτορας. Τη δεκαετία του 80 ακούγονταν συχνά οι ψίθυροι «Κάααημένε μου, γεμίσαμε με πράκτορες της CIA». Άραγε να ήταν και το φιλήσυχο ζευγάρι ανάμεσά τους;
Κανείς από τους λιγοστούς εναπομείναντες γείτονες στο δρόμο με τις αυλές και τα γιασεμιά -που δίνουν τη θέση τους σε πολυκατοικίες, με γυάλινα μπαλκόνια- δεν γνώριζε ή δεν θυμάται το ζεύγος Εισπράκτορα. Αν δεν είχα τη μαρτυρία της μνήμης των παιδικών μου φίλων θα νόμιζε κανείς πως το ζεύγος υπήρξε αποκύημα της φαντασίας μου, όπως και το σπίτι με τις γαλάζιες περσίδες και τόσα άλλα. Η απορία μου, τι ήταν τελικά το πρακτορείο στο οποίο δούλευε μια ζωή, έμεινε αναπάντητη.