Η τραγική ταυτότητα του κομματάρχη
Αν νομίζετε ότι η Τρίπολη βρίσκεται μακριά από την Κατερίνη, σίγουρα δεν ξέρετε από πολιτική.
Οι δάφνες και οι πικροδάφνες φύονται και στην περιοχή μας και μάλιστα ευδοκιμούν.
Αν νομίζετε ότι η περιγραφή του Δημήτρη Κεχαΐδη και της Ελένης Χαβιαρά για τους κομματικούς παράγοντες, που πριν μια μέρα παρουσιάστηκε στον αρχαίο θέατρο του Δίου είναι κάπως ξεπερασμένη και απλοϊκή, σίγουρα είστε μακριά από τα ελληνικά πεπραγμένα.
Επήλθε βέβαια ένα επίχρισμα, μια μορφή ανανέωσης και ο παραγοντισμός λέγεται κομματική τάση αλλά ο αγώνας για την επιλογή και την επικράτηση του εκλεκτού της ομάδας είναι αβυσσαλέος, αδίστακτος και πολλές φορές ανέντιμος. Οι Έλληνες διακρινόμαστε από διχαστικές πρακτικές και την άποψή μας τη βαφτίζουμε με τα ωραιότερα ονόματα. Ο ρόλος των κοτζαμπάσηδων, των .. παραγόντων επί τουρκοκρατίας καλά κρατεί. Στην πρόσφατη επιλογή υποψηφίων μεγάλου κόμματος, παράγοντας υψηλά ιστάμενος στην πόλη μας χρησιμοποίησε ανέντιμα μέσα για να πλήξη υποψήφιο και να επικρατήσει άτομο δικής του επιλογής. Ευτυχώς δεν εισακούστηκε.
Το θεατρικό έργο έδωσε χαρακτηριστικά αυτή την πρακτική και ανέδειξε την παθογένεια του συστήματος που βασίζεται κατά κύριο λόγο στα ίδια συμφέρονται και πολύ λίγο στην αξία των υποψηφίων και την ικανότητά τους να προσφέρουν στον τόπο.
Το σύστημα των κάθε λογής πελατειακών σχέσεων εξακολουθεί να ζει ανενόχλητο στην Ελλάδα ήδη από την επαύριον της Ελληνικής Επανάστασης, δυστυχώς 200 χρόνια διαφθοράς και διαπλοκής δεν αλλάζουν εύκολα. Μπορούν να αλλάξουν μόνο μέσα από ένα ορθά και δημοκρατικά δομημένο σύστημα παιδείας (που ακόμα και αύριο αν ξεκινήσει, θα αποδώσει καρπούς μετά από 20 χρόνια), που θα διδάσκει στα παιδιά από μικρή ηλικία τις αξίες της διαφάνειας, της νομιμότητας, της αξιοκρατίας και της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και δεν θα δημιουργεί «επαγγελματίες εγωιστές» όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ξένος δημοσιογράφος που ανέλυσε πριν λίγα χρόνια το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η τραγική ταυτότητα του κομματάρχη
Υπάρχει όμως και μία βαθύτερη ανάλυση που μπορεί να διαφύγει από τον ανυποψίαστο θεατή, μία πιο σκοτεινή πραγματικότητα που ελλοχεύει σε όλο το φάσμα της δράσης των χαρακτήρων, και η οποία, μολονότι υπαινίχθηκε ήδη, σκόπιμο είναι να εκτιμηθεί επίσης: είναι αυτή της υπαρξιακής αγωνίας των χαρακτήρων και της αδυσώπητης πάλης τους με την αφάνεια και την ασημαντότητα. Όλη αυτή η αναμέτρηση, όλος ο ανταγωνισμός μεταξύ των χαρακτήρων είναι ταυτόχρονα μία μάχη με τη ματαιότητα, κι εν τέλει με το παράλογο. Διότι, αυτή η εμμονή για την εξουσία, το πάθος για την απόκτηση ισχύος κι επιρροής, δεν είναι εκπορευόμενο παρά από την ανάγκη για τον καθένα προσωπικά να αποδείξει σε όλους, αλλά και τον εαυτό του, ότι μετράει, κάπως, κάπου. Η ταυτότητα του κομματάρχη αποκτά σημασία, γιατί μέσω αυτής μόνον είναι δυνατό για τον κάθε χαρακτήρα να αποκτήσει μία υπόσταση, να ξεπεράσει τις προσωπικές του αποτυχίες και να αναδειχθεί σε κάτι ανώτερο. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα προφανές με την πρόταση του trust, της σύμπραξης των τεσσάρων, που με την πεποίθηση ότι με ένα συρτάρι με ενοχοποιητικό φωτογραφικό υλικό είναι ικανοί να εξουσιάσουν μέσω του εκβιασμού όλο το τοπικό κατεστημένο, πλάθουν μία ουτοπική ψευδαίσθηση εξουσίας, ένα όνειρο ισχύος, κι ας πρόκειται για μία ξεκάθαρη φαντασίωση, που και οι τρεις έχουν ήδη αποδείξει ότι δεν είναι ικανοί να συν- και διατηρήσουν. «Για μία δάφνη ζούμε», λέει ο Βασίλης, αν και κατά βάθος γνωρίζει ότι δεν είναι οι δάφνες που τους αναλογούν, όχι η δόξα, αλλά οι πικροδάφνες, που συμβολίζουν την παρεξήγηση, την ασημαντότητα κι εν τέλει, την αναπόδραστη αφάνεια.