Η 26η Οκτωβρίου 1912 και η 28η του 1940 είναι δύο ημέρες, όπου ορθώθηκε η ψυχή μιας φυλής αληθινά εκπληκτικής, που κανόνας της ζωής της υπήρξε ο αγώνας και ανάσα της η ελευθερία. Μιας φυλής που η αρχή της χάνεται στα βάθη των αιώνων και δεν έχει τέλος, αφού πρόγονοι δυνατοί και τολμηροί έχουν σαν συνέχεια ακόμα πιο δυνατούς και τολμηρούς απογόνους. Είναι η φυλή με τους αθάνατους ήρωες, που χειροπιασμένοι πάντοτε στήνουν το χορό της ρωμαϊκής λεβεντιάς κι αντηχεί περήφανο το τραγούδι τους, που δεν λογαριάζει το θάνατο.
Έγραψε ο Ευθύμιος Ράλλης
Επιθ/της Δ.Ε.
Χτυπούν αντρειωμένα το πόδι τους στη γη και στριφογυρίζουν πηδώντας χαρούμενα στον πυρρίχιο της ρωμιοσύνης.
Τραγούδι ελευθερίας και ξεφάντωμα ελληνικής λεβεντιάς είναι και οι δύο ιστορικές ημερομηνίες του Οκτωβρίου, γιατί μια φούχτα άνθρωποι σήκωσαν ψηλά το μικρό τους ανάστημα, έγιναν αδάμαστοι γίγαντες και δημιούργησαν με την παλικαριά τους τις δυό αυτές φωτοβόλες μεγαλειότητες που γιορτάζουμε στον μήνα αυτόν. Και είναι «ορόσημα» και «αφετηρίες νέας ζωής» και «ημέρες καταυγάζουσες» που αποτελούν λαμπρές σελίδες της ιστορίας μας και «τρόπαια τιμής» που στήθηκαν με φωτιά και με αίμα και «φωτεινοί σταθμοί στο περπάτημα της φυλής μας από τους οποίους αγναντεύεις την πορεία της μέσα στα περασμένα κι ανησυχείς για τα μελλούμενα.
Αποτελεί κάθε μια τους ξεχωριστό σταθμό στην αγία πορεία του Έθνους μας προς τα εμπρός. Κι είναι κι η πρώτη, η αγία πορεία μιας γενιάς, που με πυρωμένη ψυχή και φτερωμένα πόδια σκαρφαλώνει στους γκρεμούς , ροβολάει στα διάσελα, σκεπάζεται από τα σύννεφα της σκόνης στους κάμπους, για να κορφολογήσει με περήφανα χέρια τα ευωδερά χρυσάνθεμα της αξιοπρέπειας μας.
Να εξαγοράσει κατά το πρότυπο του Χριστού τη ζωή με το δικό της θάνατο, την ελευθερία με τη δική της αιματοστάλαχτη θυσία. Να κάνει πραγματικότητα πόθους και όνειρα αιώνων της φυλής. Είναι αυτή η γενιά του ΄12 στην οποία η μοίρα της Ελλάδος επιφύλαξε το μεγάλο προνόμιο. Είναι η γενιά που οι αθλητές της 26ης Οκτωβρίου, με το σταυρό στο μέτωπο και την ελευθερία χαραγμένη βαθιά στην ψυχή τους, έμπαιναν νικητές θριαμβικά στην όμορφη με τα παλιά της αρχοντικά Θεσσαλονίκη που προστατευτικά φρουρούσε ο θαυματουργός και πολιούχος Άγιος Δημήτριος.
Μεθυσμένοι από την δική τους πραγματικότητα λαχταρούσαν να την κάνουν πραγματικότητα όλων. Με βήμα βιαστικό, έφερναν να εγκαταστήσουν στην αγκαλιά του Θερμαϊκού, στη Θεσσαλονικιώτικη γη, την κρινοδάχτυλη Παρθένα, τη ζηλευτή βασίλισσα την πανώρια, την όμορφη θεά Ελευθερία. Μέσα τους είχαν την πατρίδα που περίμενε την Ελευθερία για να ζήσει τιμημένη.
Οι καμπάνες της Ελευθερίας χτύπησαν χαρμόσυνα, τα μάτια δάκρυσαν, φωνές χαρούμενες ακούστηκαν, τραγούδια χαράς δόνησαν την ατμόσφαιρα, κι έκρηξη θείας τρέλας συνεκλόνισε αυτούς που είχαν ζήσει χρόνια με τα’ όνειρο να ιδούν την Ελευθερία κι ας πεθάνουν. Ακούγανε τη βροντή της νίκης να σχίζει το φθινοπωριάτικο αγέρι, νιώθανε τα βήματα των ελευθερωτών να πλησιάζουν την πόλη, βλέπανε τους πρώτους Έλληνες αξιωματικούς να τους χαμογελούν με περηφάνια και δάκρυα χαράς, κι η καρδιά τους χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό, του καλπασμού των αλόγων τους που σάρωσε τον εχθρό στους μακεδονικούς κάμπους.
Και ήταν αρκετοί εκείνοι που διατηρούσαν ζωηρά στη μνήμη τους τα γεγονότα και σήμερα δεν υπάρχουν. Περισσότεροι όμως, χιλιάδες, αμέτρητοι, είναι εκείνοι που έσβησαν με την προσμονή να ιδούν την αστραπή της Ελευθερίας να ξεσχίζει στα δύο τη μαύρη νύχτα της σκλαβιάς. Να την ιδούν να περνάει με βία, με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή και σαν θύελλα πάνω από τη βασανισμένη μακεδονική γη.
Αυτή είναι η γενιά του ’12 που θαυματούργησε και διπλασίασε την μέχρι τότε ελεύθερη Ελλάδα. Αυτούς τους χαλύβδινους ήρωες μιμήθηκε μια άλλη γενιά, η σιδερένια γενιά του ’40, που ύστερα από 28 χρόνια συνέχισε εκεί πάνω στης Πίνδου τις κορφές την ιερή παράδοσή μας.
Τα ντουφέκια βρόντηξαν και πάλι εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου του ’40 και μαζί μ’ αυτό βρόντηξαν κι οι καρδιές των ηρώων που άγρυπνα περίμεναν εκεί επάνω. Κι όρθωσαν οι ήρωες μια Ελλάδα γαλάζια και ωραία με το σπαθί στο χέρι, περήφανη, πανώρια. Ύψωσαν με τα στήθη τους τα παλικάρια της Ελλάδος του «ΟΧΙ» τον καστρότοιχο και συνέτριψαν τα καταχθόνια σχέδια ενός εχθρού ύπουλου και απάνθρωπου, που νόμιζε πως μπορούσε εύκολα να λερώσει την Ελληνική ιστορία. Πολέμησαν ηρωικά οι Πινδομάχοι και ξύπνησαν Μαραθώνες και Θερμοπύλες για να τους στεφανώσουν. Το «μολών λαβέ» συνεχίστηκε με το θρυλικό «ΟΧΙ». Γνωστοί οι πρωτεργάτες του κι άγνωστοι οι ήρωές του. Είναι οι ίδιοι οι Έλληνες. Και είναι η ίδια ημέρα, η ελληνική ημέρα, που είτε ο Κωσταντίνος με το Βενιζέλο ξεσηκώσουν το Έθνος και το σπρώχνουν προς το ’12-’13, είτε ο Γεώργιος με τον Μεταξά βροντοφωνάζουν με την άτρεμη φωνή των οκτώ εκατομμυρίων Ελλήνων το «¨ΟΧΙ», αρκεί το κλητήριο σάλπισμα του μεγάλου κινδύνου για να βρεθούν οι Έλληνες στις επάλξεις του καθήκοντος.
Αθάνατη ελληνική ψυχή. Είσαι η ίδια σ’ όλες τις εποχές, ποτισμένη με την ελπίδα, ασταμάτητη, πολεμική, αγωνιστική, μαχητική κι έχεις επάνω σου αποτυπωμένες τις χιλιετίες μιας ιστορίας ένδοξης, της Ελληνικής. Κι υψώνεις τρόπαια Ελευθερίας και στήνεις νίκες, γιατί θέλεις να χαίρεσαι τον καταγάλανο ουρανό σου χωρίς το φόβο του τυράννου. Κι είπε το Σαραντάπορο διαβαίνεις ή στις πλαγιές του Ολύμπου ροβολάς, είτε επάνω στις κορφές της Πίνδου πολεμάς, είτε στις Κυρήνειας τα κάστρα πεθαίνεις, δεν κάμνεις τίποτα περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να χύνεσαι στις σελίδες της ιστορίας σου και να την γράφεις με αίμα, με δάκρυ και με ιδρώτα.
Δε θα΄ ταν άσκοπο εδώ να ανασύρει κανείς από την αφάνεια έναν ακούραστο εργάτη, έναν ανυπολόγιστο συντελεστή, που δίνει πάντοτε τη δική του ψυχή για να πλάθονται τέτοιες περήφανες γενιές. Τον Έλληνα ΔΑΣΚΑΛΟ. Αυτός χαλκεύει πάντα στο πλατύ και πελώριο αμόνι, που λέγεται Σχολείο, με μαστοριά και βόγκο τις ελληνικές ψυχές. Παίρνει τους νάνους και σπέρνει μέσα τους το σπόρο, για να ξεφυτρώσουν μια μέρα γίγαντες τρομεροί. Είναι μεγάλο πράγμα να παίρνεις ένα μικρό και άσημο, να του φλογίζεις την ψυχή και μέσα σε λίγα χρόνια να ξεπετιέται Διγενής περήφανος στα στενά του Σαρανταπόρου, στον κάμπο των Γιαννιτσών, στους βράχους της Πίνδου και της Γκρομπάλας, στις δαντελένιες κυπριώτικες ακρογιαλιές, τις γλυκοκυματούσες. Αυτός είναι που έδωσε στη φυλή μας πολεμιστές ανδρείους, αθάνατους και αιώνιους και συντόνισε τις καρδιές τους να χτυπήσουν στον ίδιο ρυθμό για να γράψουν μια ιστορία μεγάλη, περίβλεπτη και θαυμαστή.
Σ΄ αυτόν τον σιωπηλό εργάτη, τον άγνωστο, τον παλιό θεριευτή της αποσταμένης ελπίδας του Έθνους, πέφτει και πάλι σήμερα το βάρος, να γίνει ηγέτης και φορεύς πνεύματος, για να χαράξει και να πηδαλιουχήσει την πορεία του μέλλοντος. Καλείται να ετοιμάσει μια νέα γενιά που να έχει συναίσθηση της προσωπικής και της εθνικής της ευθύνης και να νιώθει το βάρος του χρέους της.
Γενιά που την βασανίζει η σκέψη πως θα σταθεί υπεύθυνα σ΄ ένα τόσο βαρύ ιστορικό παρελθόν.
Γενιά ανθρώπων αξιοπρεπών, αγγέλων της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, ετοίμων να θυσιαστούν για την ιδέα που λέγετε ΕΛΛΑΣ. Αυτή είναι και η επιταγή της ιστορίας, που την βροντοφωνάζουν σ’ όλους μας οι δυο επέτειοι του Οκτωβρίου.
Ε. ΡΑΛΛΗΣ