Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν άνοιξαν τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία, οι πολίτες της γειτονικής χώρας -με πρώτα και καλύτερα μέλη της ελληνικής μειονότητας- ήρθαν στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή από αυτήν που μπορούσε να τους προσφέρει η πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης.
Ξαφνικά, λοιπόν, η Ελλάδα γέμισε εργατικά χέρια -κατά κανόνα φτηνά-, τα οποία όμως, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Πρωτίστως, επειδή οι Αλβανοί πολίτες που πέρασαν τότε τα σύνορα δεν είχαν εργασιακές δεξιότητες, κάτι που αντισταθμίστηκε αφενός από το γεγονός ότι οι Έλληνες εργοδότες δεν τους ήθελαν για εξειδικευμένες δουλειές, και αφετέρου -όπως αποδείχθηκε από τις εξελίξεις- οι ίδιοι ήθελαν να μάθουν καινούρια πράγματα και να εξελιχθούν.
Εξίσου βασικό πρόβλημα ήταν και η εργασιακή νοοτροπία, καθώς ζώντας μέχρι τότε στο ολοκληρωτικό σύστημα των Χότζα και Αλία δεν ήταν μαθημένοι να κάνουν τον σύνθετο υπολογισμό που καταλήγει να καθορίζει την αξία της εργασίας.
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία με τον Αλβανό που σηκωνόταν το πρωί και άρχιζε να σκάβει έναν λάκκο, τον οποίο από το μεσημέρι μέχρι το απόγευμα γέμιζε ξανά με χώμα. Έτσι ενώ ιδροκοπούσε επί 10 – 12 ώρες κάτω από τον ήλιο απορούσε γιατί κανείς δεν ενδιαφερόταν ή δεν ήθελε να τον πληρώσει.
Η ιστορία αυτή που αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας σκιαγραφεί με πιστότητα την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν εκείνα τα πρώτα μετά το 1991 χρόνια πολλοί Αλβανοί που ήρθαν στην Ελλάδα και ξαφνικά βρέθηκαν στα γρανάζια ενός άλλου οικονομικού συστήματος από αυτό που είχαν μεγαλώσει, αλλά και σε μια αγορά εργασίας με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Οι Έλληνες σε ρόλο… Αλβανών των 90’s
Η πρόσφατη δημοσιοποίηση των στοιχείων της Eurostat, που δείχνουν ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, αλλά αμείβονται λιγότερο, πρωτίστως διότι η παραγωγική τους ικανότητα είναι περιορισμένη, στην ουσία αποτελεί επανάληψη της ιστορίας των πρώτων Αλβανών στην Ελλάδα.
Μόνο που τώρα στη θέση των Αλβανών είναι οι Έλληνες εργαζόμενοι και στη θέση του ελληνικού οικονομικού συστήματος και της ελληνικής αγοράς υπάρχουν τα ευρωπαϊκά -και γενικότερα διεθνή- δεδομένα. Διότι στα χαρτιά -και στη θεωρία- οι Έλληνες εργάζονται πολλές ώρες και γι’ αυτό ανάμεσα μας υπάρχουν πολλοί δυσαρεστημένοι για το αντίκρισμα αυτής της εργασίας.
Διότι -κακά τα ψέματα- αν και τυπικά η χώρα ανήκε από πάντα στο λεγόμενο δυτικό στρατόπεδο και λειτουργούσε -επίσης από πάντα- με ελεύθερη οικονομία, στην ουσία ο κόσμος της εργασίας παραμένει στα βασικά της πρώτης δημοτικού, όπου ο χρόνος, τόσο της καθημερινής εργασίας, όσο και του συνολικού επαγγελματικού βίου, είναι ο καθοριστικός παράγων για την αμοιβή και την εξέλιξη.
Μια στρατιωτικού τύπου νοοτροπία που αγνοεί επιδεικτικά το είδος και την ποιότητα της εργασίας, την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα του συστήματος και τελικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας στην οποία ασκείται η συγκεκριμένη δραστηριότητα, αλλά και την αξιολόγηση της εργασίας.
Εννοείται πως ένας καρδιοχειρουργός αμείβεται στην Αίγυπτο λιγότερο απ’ ότι στην Ελλάδα, όπως ακριβώς ο Έλληνας συνάδελφός του εισπράττει περισσότερα από εκείνον, αλλά πολύ λιγότερα από τον αντίστοιχο καρδιοχειρουργό στην Ελβετία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ηλικίας 20-64 ετών εργάζονται εβδομαδιαίως για την κύρια εργασία τους 39,9 ώρες, τις περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ε.Ε. Κοντά στα επίπεδα της Ελλάδας βρίσκονται η Ρουμανία (39,5 ώρες), η Πολωνία (39,3 ώρες) και η Βουλγαρία. Η χώρα όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν τις λιγότερες ώρες την εβδομάδα είναι η Ολλανδία (32,2 ώρες) και ακολουθούν η Αυστρία (33,6 ώρες) και η Γερμανία (34 ώρες).
Ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 36,1 ώρες. Στην Πορτογαλία, μια χώρα η οποία έγινε μέλος της Ε.Ε. μετά την Ελλάδα, πέρασε πρόσφατα οικονομική κρίση, όπως και η Ελλάδα, και συχνά συγκρίνεται με τη δική μας, ο μέσος όρος ωρών εργασίας την εβδομάδα είναι 37,7 ώρες. Στο Βέλγιο δουλεύουν μεσοσταθμικά 34,9 ώρες, ενώ λιγότερες ώρες από την Ελλάδα δουλεύουν και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό νότο: 36,4 ώρες κατά μέσον όρο την εβδομάδα στην Ισπανία, 36,1 ώρες στην Ιταλία, 38,5 ώρες στην Κύπρο.
Είμαστε ακόμη στα Μνημόνια!
Το πιο σημαντικό, όμως, από τα στοιχεία της Eurostat είναι ότι στη χώρα μας η παραγωγικότητα της εργασίας είναι καθηλωμένη στα επίπεδα των μνημονιακών χρόνων και πολύ χαμηλότερη σε σύγκριση με την Ευρωζώνη και τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του διεθνούς οργανισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας, υπολογιζόμενη σε ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, ήταν το 2022 στην Ελλάδα στα 34,5 δολ., στα ίδια επίπεδα με το 2015, έναντι 53,8 δολ. κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ.
Μάλιστα, τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στον ΟΟΣΑ η παραγωγικότητα της εργασίας έχει βελτιωθεί αρκετά σημαντικά σε σύγκριση με το 2015, κάτι που δε συμβαίνει στην Ελλάδα. Κάπως έτσι το 2022 η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα βρισκόταν στο 64,1% του μέσου όρου στον ΟΟΣΑ, όταν το 2008, πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, βρισκόταν στο 90% του ΟΟΣΑ.
Τρία συμπεράσματα
Αυτή η μεγάλη εικόνα, την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει με επιχειρήματα που αφορούν περιπτωσιολογίες βοηθάει να καταλήξουμε σε πολλά χρήσιμα συμπεράσματα, ορισμένα εκ των οποίων κωδικοποιούνται ως ακολούθως:
Πρώτον, η εργασία είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική δραστηριότητα. Δεν αρκεί να δουλεύουμε πολλές ώρες και να είμαστε συνεπείς στο ωράριο μας. Όπως δεν έχει καμία αξία η αυτοαναφορικότητα με την επίκληση του ταλέντου, της εμπειρίας ή της προσφοράς μας. Διότι στην Ελλάδα φοριέται πολύ το «Στον καθρέφτη σου κοιτιέσαι / και από μόνη σου αγαπιέσαι», που άλλωστε ταιριάζει συνολικά στη χώρα. Σε αντίθεση με τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, που υπακούει στο δόγμα «σημασία έχει η συμμετοχή» -γι’ αυτό λέγεται και είναι ερασιτεχνικός-, στον επαγγελματικό στίβο μετρούν τα αποτελέσματα. Το μέγεθος των πωλήσεων, η εξυπηρέτηση των πελατών, η καινοτομικότητα, η «πράσινη» εξέλιξη και το εύρος της ανταπόκρισης της αγοράς συνιστούν ένα πλέγμα βασικών ζητούμενων στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία. Όχι οι πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή στην οθόνη του κινητού μιλώντας στα κοινωνικά δίκτυα και παίζοντας… πασιέντζα.
Δεύτερον, η Ελλάδα εντάχθηκε πριν από 44 χρόνια θεσμικά στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά τόσο το σύστημα της χώρας, όσο και οι πολίτες το μόνο που κατάλαβαν από αυτή την ευρωπαϊκή περιπέτεια είναι πώς θα καταναλώνουν -ενίοτε θα σπαταλούν- τα κοινοτικά κονδύλια. Σχεδόν από την αρχή της Μεταπολιτευτικής περιόδου, αλλά ιδιαίτερα από το 1980 και την είσοδο μας στην τότε ΕΟΚ, η συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της χώρας είναι διαρκής. Η άποψη ότι δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να συνεχίζει ως μία κατά βάσιν καταναλωτική οικονομία, με εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίους περιορισμένης παραγωγικότητας και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, που για να επιβιώσουν συχνά οδηγούνται στη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή και τη φοροκλοπή, είναι γενικώς αποδεκτή, από άλλους με μικρότερη και από άλλους με μεγαλύτερη ένταση. Μόνο που στο πεδίο ελάχιστα είναι όσα αλλάζουν και συνήθως με μεγάλη καθυστέρηση. Το γεγονός ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα θετικά παραδείγματα είναι πολλά και οι καλές πρακτικές έχουν τεθεί σε ισχύ σε πολλές περιπτώσεις -άρα η τεχνογνωσία υπάρχει- αφήνει παντελώς ασυγκίνητη μια Ελλάδα, που προσαρμόζεται στα ευρωπαϊκά δεδομένα μόνο σε συνθήκες υποχρεωτικότητας.
Τρίτον, ακόμη και η ουσιαστική χρεοκοπία της χώρας το 2010 και η πολυετής οικονομική και κοινωνική κρίση που ακολούθησε στα χρόνια των Μνημονίων κι ονομάστηκε «ο πόλεμος της γενιάς μας», ελάχιστα διαφοροποίησε τα πράγματα. Εάν δεν τα έκανε χειρότερα, αφού σήμερα οι Έλληνες είναι λιγότερο παραγωγικοί από το 2013. Ακόμη, δηλαδή, και όταν βρέθηκαν από οικονομική άποψη στον πάτο της θάλασσας, η αντίδρασή τους ήταν περιορισμένη. Ανώριμη, αμήχανη και τελικά αναποτελεσματική. Όταν ο Βόλφανγκ Σόιμπλε, που δαιμονοποιήθηκε όσο κανείς από πολλούς Έλληνες, έλεγε το αυτονόητο, ότι η Ελλάδα πρέπει κάποτε να αποκτήσει ανταγωνιστική οικονομία, οι περισσότεροι τον αναθεμάτιζαν. Ακόμη και οι πολιτικοί, που στην πλειονότητά τους επισήμως ενστερνίζονται το δόγμα της σύγχρονης εποχής για τα κράτη «δανείζομαι, άρα υπάρχω», μάλλον το κάνουν επειδή οι ίδιοι με αυτά τα δανεικά μπορούν να κάνουν τα… παιχνιδάκια τους.
Υ.Γ.1: Πριν από αρκετά χρόνια στην ελληνική τηλεόραση προβαλλόταν μια διαφήμιση με το σλόγκαν «δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο». Δεν έχει σημασία ποιο προϊόν ή υπηρεσία αφορούσε. Άλλωστε είναι κάτι που μάλλον ελάχιστοι να θυμούνται. Η φράση, όμως, έχει… γράψει, καθώς διαθέτει πρακτική αξία και είναι απολύτως κατάλληλη για την ελληνική περίπτωση.
Υ.Γ.2: Λίγες μόλις ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές του 2024 μήπως θα έπρεπε να τα σκεφτούμε όλα αυτά; Διότι για να τα συζητήσουν τα πολιτικά κόμματα αποκλείεται. Έχουν σημαντικότερα να πουν και να κάνουν. Την τιμή της φέτας, την αύξηση στο λάδι και το σύνταγμα των Σκοπιανών.
Γιώργος Μητράκης