Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (20 Ιουλίου 1974), στο παρόν κείμενο θα διερευνήσουμε τις κύριες επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό Ζήτημα από το 1954 έως το 1974 και ταυτόχρονα θα επισημάνουμε την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ του λεγόμενου «εθνικού κέντρου» (Αθήνα) και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας (Λευκωσία).
Αρχικά, θα δούμε για ποιο λόγο η Ελλάδα αποφάσισε να προσφύγει στον Ο.Η.Ε. και τι οδήγησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιδιώξει την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου. Έπειτα, θα αναφερθούμε στο δόγμα του «εθνικού κέντρου», όπως νοούνταν από τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά και στο πώς αυτό υιοθετήθηκε από τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974).
Από την 1η Μαΐου 1925 η Κύπρος αποτελούσε επίσημα αποικία του Βρετανικού Στέμματος. Το 1954 η ελληνοκυπριακή κοινότητα του νησιού ζήτησε από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Παπάγο να παρέμβει, ώστε να επιτευχθεί η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αυτό γιατί, οι όποιες εκλύσεις των Ελληνοκυπρίων προς το Λονδίνο δεν έτυχαν θετικής ανταπόκρισης. Ο Παπάγος για να μην διαταράξει τις σχέσεις της Αθήνας με το Λονδίνο προτίμησε να μην προσφύγει στον Ο.Η.Ε. για το Κυπριακό Ζήτημα, όπως επιθυμούσαν οι Ελληνοκύπριοι, αλλά να προβεί σε διμερή διαπραγμάτευση με τη Βρετανία.
Επειδή οι συνομιλίες με τους Βρετανούς απέβησαν άκαρπες ο Παπάγος, στις 20 Αυγούστου 1954, προσέφυγε στον Ο.Η.Ε. για τη διευθέτηση του Ζητήματος. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και η πίεση που του άσκησε ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου και ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης, Μακάριος Γ΄. Στόχος του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν να αποκαλυφθεί σε διεθνή κλίμακα η αρνητική στάση της Βρετανίας απέναντι στα αιτήματα των Ελληνοκυπρίων και να ενισχυθεί η ελληνική θέση σε μια μελλοντική διμερή διαπραγμάτευση με το Λονδίνο. Η ελληνική προσφυγή στον Ο.Η.Ε. ζητούσε να επιτραπεί στους Κύπριους να ασκήσουν το δικαίωμα που αναγνώριζε ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών για αυτοδιάθεση των λαών. Το ελληνικό αίτημα εγγράφηκε στην ημερήσια διάταξη της 9ης Γενικής Συνέλευσης, όμως αποφασίστηκε να μην συζητηθεί το θέμα «προς το παρόν».
Τον Ιούνιο του 1955, ο Βρετανός πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν συγκάλεσε Τριμερή Διάσκεψη (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) στο Λονδίνο για να συζητήσουν θέματα ασφαλείας της «ανατολικής Μεσογείου, με έμφαση στην Κύπρο». Παρά την αντίθετη γνώμη του Μακαρίου που θεωρούσε ότι σκοπός της Βρετανίας ήταν να περιπλέξει το Ζήτημα, η Ελλάδα έστειλε αντιπροσωπεία στο Λονδίνο. Έτσι, η Αθήνα αναγνώρισε την Άγκυρα ως άμεσα ενδιαφερόμενο μέρος για το Κυπριακό, παρότι η Τουρκία, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), παραιτούνταν από κάθε δικαίωμα στην Κύπρο. Στο Λονδίνο η Ελλάδα ζήτησε να δοθεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στους Κύπριους «εντός τακτής και ευλόγου προθεσμίας». Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε μια κοινή απόφαση για το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου και η Ελλάδα προσέφυγε πάλι στον Ο.Η.Ε. με το ίδιο αίτημα. Ωστόσο, η προσφυγή της δεν εγγράφηκε στην ημερήσια διάταξη της 10ης Γενικής Συνέλευσης, διότι δεν συγκέντρωσε τις απαραίτητες ψήφους.
Το 1955 ο νέος κυβερνήτης της Κύπρου Τζων Χάρντινγκ, πρότεινε στον Μακάριο να εισαχθεί στην Κύπρο καθεστώς αυτοκυβέρνησης με τη μελλοντική εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης. Η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή αποδεχόταν τις βρετανικές θέσεις, όμως απέφυγε να ασκήσει πίεση για την αποδοχή τους από την ελληνοκυπριακή ηγεσία (Εθναρχία) για να μη δυσαρεστήσει μέρος του ελληνικού εκλογικού σώματος ενόψει των εθνικών εκλογών. Οι Ελληνοκύπριοι δεν αποδέχθηκαν την πρόταση και οι Βρετανοί διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντας τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες.
Από το 1957 έως το 1958 η Ελλάδα κατέθεσε άλλες τρις προσφυγές στον Ο.Η.Ε. Σε καμία από αυτές το ελληνικό σχέδιο ψηφίσματος υπέρ της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία στη Γενική Συνέλευση γα να υλοποιηθεί. Όμως, τον Απρίλιο του 1957, ο Μακάριος απελευθερώθηκε από τους Βρετανούς, εξαιτίας της παρέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Η.Π.Α.) που είχε κατορθώσει να εκμαιεύσει η Αθήνα. Τον Ιούλιο του 1958, ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν δημοσιοποίησε το σχέδιό του που προέβλεπε καθεστώς συγκυριαρχίας μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας στην Κύπρο. Στο άκουσμα του παραπάνω σχεδίου τόσο η Αθήνα όσο και ο Μακάριος θορυβήθηκαν, καθώς θεωρούσαν ότι άνοιγε ο δρόμος για τη διχοτόμηση του νησιού που επιζητούσε η Άγκυρα.
Ο Μακάριος, για να αποτρέψει την εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν, δήλωσε σε συνέντευξή του σε Βρετανίδα βουλευτή, ότι προτίθονταν να αποδεχθεί καθεστώς ανεξαρτησίας στην Κύπρο με ταυτόχρονο αποκλεισμό της Ένωσης και της διχοτόμησης. Έτσι, ο Καραμανλής επιδίωξε απρόσκοπτα τη λύση της ανεξαρτητοποίησης την οποία θεωρούσε θετική εξέλιξη για το Κυπριακό. Το 1959 υπογράφηκαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας που ίδρυαν το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος (Κυπριακή Δημοκρατία).
Τον Δεκέμβριο του 1964, ένοπλες συγκρούσεις ξέσπασαν στην Κύπρο μεταξύ των δύο κοινοτήτων με αφορμή την πρόταση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακαρίου, για αναθεώρηση άρθρων του κυπριακού συντάγματος που θα περιόριζε τα προνόμια των Τουρκοκυπρίων. Στις 16 Φεβρουαρίου 1964, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου απέστειλε επιστολή στον Μακάριο στην οποία διατύπωνε το δόγμα του «εθνικού κέντρου». Σύμφωνα με αυτό, η Αθήνα («εθνικό κέντρο») θα λάμβανε τις μείζονες αποφάσεις στο Κυπριακό Ζήτημα και οι Ελληνοκύπριοι θα έπρεπε να συναινούν στις αποφάσεις της. Ο Παπανδρέου μέσω αυτού προσπάθησε να πάρει την πρωτοβουλία κινήσεων από τον Μακάριο στο Κυπριακό, με τις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας να κλονίζονται. Η αποστολή της ελληνικής μεραρχίας (8.500 άνδρες) στην Κύπρο το ίδιο έτος αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση ενδεχόμενης τουρκική εισβολής στο νησί και στον στρατιωτικό έλεγχο του Μακαρίου.
Οι Η.Π.Α. φοβόντουσαν ότι θα διαλύονταν η Νοτιοανατολική Πτέρυγα του Ν.Α.Τ.Ο. εξαιτίας ενός πολέμου που θα ξεσπούσε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το Κυπριακό και θα επεκτεινόταν η σοβιετική επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο μέσω της Κύπρου. Ο Παπανδρέου προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί την ανησυχία αυτή των Η.Π.Α. διαμήνυσε στην Ουάσινγκτον ότι η παράταση της κρίσης στο νησί διευκόλυνε την προσέγγιση της Κύπρου με την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Ε.Σ.Σ.Δ.), καθώς ο Μακάριος καλλιεργούσε καλές σχέσεις με τη Μόσχα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, μέσω της αμερικανικής παρέμβασης, προσπαθούσε να πετύχει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με την παραχώρηση ενός μικρού ανταλλάγματος στην Τουρκία.
Προς αυτήν την κατεύθυνση ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντην Άτσεσον, υπέβαλε δύο διαδοχικά σχέδια για την επίλυση του Κυπριακού (Ιούλιος-Αύγουστος 1964). Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε την Ένωση Ελλάδας-Κύπρου με αντάλλαγμα την παραχώρηση εκτεταμένης βάσης στην περιοχή της Καρπασίας στην Τουρκία το οποίο δεν αποδέχθηκε η Αθήνα. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε ενοικίαση μιας μικρότερης έκτασης στην Τουρκία για 50 χρόνια. Το προαναφερθέν σχέδιο ο Παπανδρέου ήταν διατεθειμένος να το αποδεχθεί, όμως προσέκρουσε στην αρνητική στάση του Μακαρίου που θεωρούσε πως η διαμορφώσασα κατάσταση στην Κύπρο του επέτρεπε να πετύχει καλύτερη συμφωνία και έτσι το σχέδιο ναυάγησε.
Στις 21 Απριλίου 1967, πραγματοποιήθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα και εγκαθιδρύθηκε δικτατορικό καθεστώς (Δικτατορία των Συνταγματαρχών). Οι δικτάτορες συνέχισαν την πολιτική του «εθνικού κέντρου» για τη διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος με διαφορετικούς τρόπους. Η Δικτατορία αναγνώριζε την ανεξαρτησία του κυπριακού κράτους, όμως απαιτούσε τις αποφάσεις σχετικά με τον πόλεμο και την ειρήνη να τις λάμβανε η Ελλάδα αντί για τη Λευκωσία. Επίσης, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας θα επικρατούσε η άποψη της Ελλάδας ως υπεύθυνης χώρας έναντι του ελληνισμού συνολικά. Στόχος της συγκεκριμένης πολιτικής ήταν η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Η παραπάνω πολιτική αύξησε την ανασφάλεια του Μακαρίου έναντι της Αθήνας.
Στις 9-10 Σεπτεμβρίου 1967 πραγματοποιήθηκε στον Έβρο ελληνοτουρκική διμερής συνάντηση κορυφής για την επίλυση του Κυπριακού. Η τουρκική πλευρά απέρριψε την ελληνική πρόταση για Ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο έναντι παραχώρησης μιας βάσης κατά κυριαρχία στην Τουρκία. Το 1970 κύκλοι του δικτατορικού καθεστώτος αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Μακάριο και το 1971 έστειλαν μυστικά στην Κύπρο τον απόστρατο Έλληνα αξιωματικό Γεώργιο Γρίβα, όπου σύστησε την παραστρατιωτική οργάνωση «Εθνική Οργάνωση Κύπριων Αγωνιστών Β΄» (Ε.Ο.Κ.Α. Β΄) με σκοπό να ασκήσει πίεση στον Μακάριο προκειμένου να υποταχθεί στα κελεύσματα της Αθήνας.
Τον Νοέμβριο του 1973 ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης εγκαθίδρυσε το δικό του δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα. Στις 15 Ιουλίου 1974, το καθεστώς Ιωαννίδη ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Μακάριο και εγκατέστησε στην Κύπρο κυβέρνηση υπό τον πλήρη έλεγχό του (Κυβέρνηση Νικολάου Σαμψών), προκειμένου η τελευταία να ανακηρύξει την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία επικαλούμενη τη Συνθήκη Εγγυήσεως (1959) εισέβαλε στην Κύπρο και σταδιακά κατέλαβε σημαντικό μέρος των εδαφών του νησιού (36%). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το καθεστώς Ιωαννίδη, όπως και το σχέδιό του για την Κύπρο, να καταρρεύσουν.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως επιδίωξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η επίτευξη της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα μέσω διμερών διαπραγματεύσεων με τη Βρετανία. Επειδή οι διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο δεν καρποφόρησαν, ο Παπάγος αποφάσισε να προσφύγει στον Ο.Η.Ε. ζητώντας να αναγνωριστεί στους Κύπριους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Διεθνοποίησε δηλαδή το Κυπριακό Ζήτημα. Επειδή ο Ο.Η.Ε. δεν έδινε την έγκρισή του στο ελληνικό αίτημα και μπροστά στη διχοτόμηση του νησιού που πρότεινε η Βρετανία, ο Μακάριος δέχθηκε ως μεταβατική λύση την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου. Έτσι, η Κυβέρνηση Καραμανλή κινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση και το 1959 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου η Κύπρος κατέστη ανεξάρτητο κράτος.
Το 1963 ο Μακάριος ζήτησε την αναθεώρηση άρθρων του κυπριακού συντάγματος που είχε ως αποτέλεσμα την αντίδραση των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, εξέφρασε στον Μακάριο το δόγμα του «εθνικού κέντρου». Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα θα λάμβανε τις σημαντικές αποφάσεις σχετικά με το Κυπριακό. Επίσης, ο Παπανδρέου επιδίωξε να πετύχει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα παραχωρώντας κάποιο μικρό αντάλλαγμα στην Τουρκία. Η πολιτική του Παπανδρέου δυσχέρανε τη σχέση Αθήνας-Λευκωσίας. Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών υιοθέτησε την πολιτική του «εθνικού κέντρου» σε μια ακραία μορφή της. Πίστευε ότι η Λευκωσία έπρεπε να τεθεί υπό τον απόλυτο πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της Αθήνας. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα ο «αόρατος δικτάτορας» Ιωαννίδης να ανατρέψει με πραξικόπημα τον Μακάριο, που αρνούνταν να υποταχθεί στα κελεύσματά του, και η Τουρκία να εισβάλει στο νησί.
Γεώργιος Βουλγαράκης
Ιστορικός (M.A.)