αν δε καώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γίνουν τα σκοτάδια φως;
Διηγήματα με πρωταγωνιστές καθημερινούς ανθρώπους συνθέτουν το παζλ μιας κοινωνίας πληγωμένης που αναζητά βηματισμό.
Μέσα από τη δική του ματιά οι ήρωες δεν δικαιώνονται, αλλά βαδίζουν στο μέλλον μετέωροι. Είναι η χαμένη γενιά των αδικαίωτων αναζητήσεων. Γι αυτούς γράφει, αυτούς συμπονά.
Οι ιστορίες του Γιάννη Τεκίδη είναι ανθρώπινες και λυπητερές. Είναι ιστορίες που ακούσαμε και καταστάσεις που γνωρίσαμε άσχετα από πια μεριά της ιστορίας σταθήκαμε. Ο ήλιος που ρώτησε ο συγγραφέας έδωσε το δικό του φως σ' αυτές. Αλλά οι σκιές του χθες δεν έχουν όλες διαλυθεί. Όπως και νάχει όμως οι ιστορίες αυτές αποτελούν παρελθόν και όπως λέει ο συγγραφέας αν δε καώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γίνουν τα σκοτάδια φως;
Η συνέντευξη του Γιάννη Τεκίδη στο Ολύμπιο Βήμα
Αν δε καώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γίνουν τα σκοτάδια φως; Έτσι τελειώνετε το βιβλίο σας. Εξηγείστε μας τον συμβολισμό.
«Έχει να κάνει κυρίως με τους ήρωες αυτού του βιβλίου, έχει να κάνει με την ανειλικρίνεια με την οποία εκφράζονται. Ήθελα να αναφερθώ σε αυτούς που πραγματικά, ψάχνουν την λύτρωση μέσα από τα βιώματα τους και ψάχνουν και την αλήθεια σε τελική ανάλυση. Έχει να κάνει με την ειλικρίνεια και την κατάθεση ψυχής, των ηρώων αυτού του βιβλίου. Αυτούς φωτογραφίζει αυτή η φράση».
Η Νέμεσις, η τιμωρία, η κάθαρση και πολλοί αστυνομικοί στα διηγήματα σας. Δεν ξεφεύγουμε από τα κρίματα μας;
«Δεν είναι μόνο αυτό, να ξεφύγουμε από τα κρίματα μας. Το ζήτημα είναι ότι αυτός ο κόσμος του περιθωρίου, με αφορά κάπως ιδιαίτερα. Δεν είχα κάποια σχέση με αυτό το κοινωνικό τμήμα. Όμως μέσα σε αυτόν τον κόσμο συναντά κανείς, από ότι έχω ακούσει από διηγήσεις, μια ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια. Ένα καθαρό βλέμμα. Σε στιγμές που αναλογίζονται ή κάθονται αυτοκριτικά απέναντι στον εαυτό τους.
Και μαρτυρούν διάφορα βιώματα και ιστορίες για το πώς κατέληξαν εκεί που κατέληξαν. Γιατί και πως, μετάνιωσαν αν μετάνιωσαν, γιατί υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση μερικών από αυτούς. Ότι δεν μετανιώνω για ότι έκανα, για ότι έπραξα, για ότι είδα και ότι θα ξαναέκανα το ίδιο πράγμα. Όμως πολλοί από αυτούς κάθονται ειλικρινά απέναντι στα πεπραγμένα τους και πραγματικά, βρίσκεις μια ειλικρίνεια και μια αλήθεια την οποία δεν συναντάς με τους «καθώς πρέπει» ας το πω έτσι, ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε κάθε μέρα.
Επαρχιακές κοινωνίες, μίζερες συμπεριφορές και άνδρες αφέντες. Που έχει φτάσει σήμερα η κοινωνία μας στις μικρές πόλεις. Έχει προχωρήσει;
«Σίγουρα δεν είναι στο παρελθόν. Αν και πολλά από τα στερεότυπα ή βάσανα που μας συνόδευαν τις περασμένες δεκαετίες , δεν έχουν πάψει να υφίστανται ακόμα, κυρίως στην επαρχία. Όντως υπάρχει ακόμα ζήτημα, του αφέντη στο σπίτι ή του δυνατού της οικογένειας,. Αν και οι νεολαίοι σήμερα έχουν αφήσει τα παρωχημένα αυτά στερεότυπα, τα έχουν κάνει παρελθόν.
Παρ' όλα αυτά όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν τα συναντούμε. Κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτές που γνώρισα και εγώ στο παρελθόν. Μου άφησαν έντονες αναμνήσεις και αποτύπωσαν στο μυαλό και στην ψυχή μου, αυτές τις συμπεριφορές. Αλλά δεν παύουν ακόμα αυτές οι «πληγές» του παρελθόντος και σήμερα να αναβιώνουν κάποια τέτοια στερεότυπα».
Η επτάχρονη χούντα τέμνει την κοινωνία όχι μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνικά. Οι αναφορές στο βιβλίο σας κάνουν την περίοδο μακρινή. Την ξεχάσαμε την χούντα των Συνταγματαρχών;
«Δεν την ξεχάσαμε καθόλου τη χούντα. Και στα δύο προηγούμενα βιβλία, που έχουν εκδοθεί πριν από πολλά χρόνια, το ένα από το άλλο, αναφέρομαι σε αυτή την περίοδο. Μια περίοδο, την οποία έζησα εγώ ως έφηβος στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει πλήρως τι ακριβώς συμβαίνει. Ένας δεκαπεντάχρονος την εποχή εκείνη, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει περί τίνος πρόκειται.
Αν και ήμουν σε μεγάλο αστικό κέντρο τότε στην Θεσσαλονίκη, στο 5ο γυμνάσιο που φοιτούσα και πήγαινα στην Μαρτίου και καθόμουν, έβλεπα ανοιχτά κάποια γραφεία, νεολαιίστικα πριν την χούντα. Ήταν οι Λαμπράκηδες της εποχής. Και ήθελα διακαώς να πάω αλλά ντρεπόμουν.
Μας πρόλαβε η χούντα, το κατάλαβα μετά όταν έκλεισαν αμέσως αυτά, άρχισα να συνειδητοποιώ περί τίνος πρόκειται. Αυτή είναι η δικτατορία, η κατάργηση του Συντάγματος. Βίωσα προσωπικά περιπέτειες συγγενών μου, θύματα της χούντας, που μου άφησαν ανεξίτηλες μνήμες και εικόνες που δεν πρόκειται να ξεχάσω. Ιδίως στα δύο προηγούμενα βιβλία γίνεται αναφορά στην περίοδο αυτή».
Λένε πως ο συγγραφές καθρεπτίζει την κοινωνία που ζει. Όταν λέτε 30 χρόνια έκανε υπομονή, σκότωνε καθημερινά την λογική, αισθήματα και ανθρώπινες επιθυμίες, σε ποια κοινωνία αναφέρεστε;
«Στην κοινωνία η οποία στάθηκε η αφορμή, εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή , ώστε να υποστεί αυτό που υπέστη ο ήρωας του βιβλίου, να ταλαιπωρηθεί και να φυλακιστεί άδικα. Και να τον κρατάει όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν ανείπωτος είναι ο πόνος και το ψυχολογικό φορτίο είναι βαρύτατο. Μέσα σε έναν χώρο όπως είναι η φυλακή, από κάπου έπρεπε να πιαστεί κάπως για να επιβιώσει.
Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει ροπή προς την παραβατικότητα ή το έγκλημα, για να το φιλοσοφήσει και να πει τα ήθελα και τα έπαθα και βρέθηκα εδώ που βρέθηκα. Όταν βρίσκεται κάτω από τέτοιες συνθήκες, στο περιθώριο με στους στιγματισμένους. Και μάλιστα σε μια τέτοια ηλικία που ζητάει να πάρει πίσω τα χρόνια και να τιμωρήσει τους υπαιτίους, οι οποίοι στάθηκαν η αφορμή για την προσωπική του ταλαιπωρία. Σε αυτή την κοινωνία αναφέρομαι».
Είναι το τρίτο σας βιβλίο και έχει σαν τίτλο «εσύ τον ήλιο θα ρωτάς». Είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα; Ο ήλιος είναι ο οδηγός προς το φως;
«Ήταν η παρηγοριά της μητέρας που στερήθηκε τον σύζυγο της νωρίς, για τους λόγους που αναφέρονται στο βιβλίο, σε μια άγρια πολιτικά εποχή. Όπου βίωσα, έζησα το περιστατικό αυτό. Οι ήρωες των βιβλίων αυτών, δεν οφείλουν την παρουσία τους μόνο στην μυθοπλασία. Υπήρξε συμμαθητής μου, ο οποίος έζησε αυτή την κατάσταση, όταν προπηλακιζόταν, εν αγνεία κιόλας των συμμαθητών μας.
Τα παιδιά είναι σκληρά. Στην παιδική τους ηλικία λένε και φτιάχνουν πράγματα, που πολλές φορές αργότερα τα σκέφτονται και λένε, μα είναι δυνατόν να έλεγα και να έφτιαχνα αυτά στο συμμαθητή-τρια μου;
Ο πατέρας του υπήρξε αντάρτης, κυνηγημένος. Τα παιδιά άκουγαν αυτά από το σπίτι και στο σχολείο τον πείραζαν. Παρηγοριά της μάνας ήταν πώς να του δώσει να καταλάβει, ποιος είναι ο πατέρας του, ότι δεν πρέπει να αισθάνεται άσχημα γι' αυτόν. Συμβολικά ήρθε στο μυαλό μου αυτή η διέξοδος και αυτή η λύση. Εσύ τον ήλιο θα ρωτάς και αυτός θα σου απαντάει. Κοίταξε πως λάμπει κάθε φορά που τον ρωτάς, χαίρεται και για εσένα και για τον πατέρα σου. Είναι συμβολικό. Και ο τίτλος και όλη η ιστορία αυτού του διηγήματος».
Μάρω Κορομήλη