Δεν λέει, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης. Τελευταία, τα αντανακλαστικά των «σφηνών» εμφανίζονται κομματάκι πεσμένα, αφού από την Κυριακή, 6 του Μάρτη, που η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου, εγκωμίασε, στην εκπομπή «Mega Σαββατοκύριακο», το έργο όσων «Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων» σιτίζουν τα σχολιαρούδια των πιο αδύναμων περιοχές της επικράτειας, πέρασε καιρός μέχρι να ανακαλύψουμε τον δράκο του παραμυθιού, ένα το κρατούμενο.
Ώρα για συσσίτιο;
Δεν λέει, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης. Τελευταία, τα αντανακλαστικά των «σφηνών» εμφανίζονται κομματάκι πεσμένα, αφού από την Κυριακή, 6 του Μάρτη, που η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου, εγκωμίασε, στην εκπομπή «Mega Σαββατοκύριακο», το έργο όσων «Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων» σιτίζουν τα σχολιαρούδια των πιο αδύναμων περιοχές της επικράτειας, πέρασε καιρός μέχρι να ανακαλύψουμε τον δράκο του παραμυθιού, ένα το κρατούμενο.
Όμως, δεν θα μας κρεμάσετε κιόλας για την καθυστέρηση, πώς τα μπαλώνω ο γαλίφης(!), όταν μάλιστα ο μικροσυνταξιούχος, «Μήτσος», ικετεύει τον Μεγαλοδύναμο να βοηθήσει να έχουν δουλειά τα εγγόνια για να τρων καλά τα δισέγγονα, κι αντί άλλης αποδείξεως, ιδού:
Ο Δημητράκης.
Κακά τα ψέματα, αναγνώστες μου. Ευκαιρίας δοθείσης, το φτωχό μυαλό μας γύρισε πολλά χρόνια πίσω, στις ουρές παλαιότερων ανοικονόμητων δεκαετιών, που περιμέναμε με το τσίγκινο κύπελο να πέσει το ρόφημα, κατόπιν κουταλιάς μουρουνέλαιου, γκλιακ(!), για να μην ξεχνιόμαστε, κι ως εκ τούτου παραφράσαμε παλαιά επιτυχία του Θέμη Ανδρεάδη, άδοντες, προς γνώση και συμμόρφωση του συνονόματου δισεγγονού:
Πέρασαν τα χρόνια, ίδια εποχή,
νηστικά παιδάκια σαν την κατοχή.
Κι εσύ, Δημητράκη, δεν τρως το φαΐ σου
κι εσύ, Δημητράκη, ποιείς ζαβολιές,
λουλούδια σπαρμένη ας είν’ η ζωή σου
κι εσύ, Δημητράκη, να τρως λιχουδιές.
Τότε η μπομπότα, ήταν κατοχή,
τώρα λαχανίδα, ω(!), τι εποχή.
Κι εσύ, Δημητράκη, δεν τρως τους κιοφτέδες
κι εσύ, Δημητράκη, τους βλέπεις και κλαις,
καλούδια σπαρμένοι ας είν’ οι μπαξέδες
κι εσύ, Δημητράκη, να τρως ό,τι θες.
«Όλα τα ‘χει η Μαριορή κι οι πιπεριές τής έλειπαν!» σχολίασε η μανδάμ «Μήτσαινα», λόγω παλαιότερης δήλωσης της κυρίας υπουργού (σ.σ. το θυμάστε; Αν όχι, καλοφάγωτα τα γεμιστά, φτωχικά με σκέτο ρυζάκι, προειδοποιούμε!), δίνοντας λαβή στον «Δημητράκη» να μιμηθεί τον παππού, απαγγέλλοντας, προς μεγάλη ικανοποίηση αυτού:
Μαριορή, για λίγο πάψε
να μου θέλεις ψαρικά
κι άκου Θεανούς τον ύμνο
για τα ζαρζαβατικά.
«Εδώ το καλό ρύζι!» διαλάλησε, ο «Μήτσος», γεμιστών ένεκεν, οπότε κατεβάζουμε το κρατούμενο για να θέσουμε το απευκταίο ερώτημα:
Έρχονται πείνες;
«Πού θέλετε να ξέρω το ρύζι τι είναι; Πώς να ξέρω ποιος ξέρει τι είναι; Ιδέα δεν έχω τι είναι το ρύζι. Ξέρω μονάχα την τιμή του!» αναφώνησε ο «Δημητράκης», κι ο πρώτος διδάξας Μπρεχτ να παρατήσει τις εξαναστάσεις.
Διότι, το παιδί έχει δίκιο, αφού το τρόφιμο δεν έλαχε να τυγχάνει του γούστου μας, το είπαμε, με αποτέλεσμα να το βλέπει κάθε που αναλαμβάνει την αποστολή να πεταχτεί για ψώνια μέχρι τον μπακάλη της γωνίας.
Αμφιβάλλει κανείς; Δεν νομίζω(!), αλλά όπως εξελίσσεται η οικονομική και όχι μόνο κατάσταση, σιμά είναι ο καιρός που η σχέση του Δημητράκη με το ρυζάκι να γίνει στενότερη ενδεχομένως, χτύπα ξύλο(!), αφού κατά τον Μπρεχτ πάντοτε…
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί.
Οι έμποροι φωνάζουν για αγορές.
Οι άνεργοι πεινούσαν.
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται.
Ναι, για(!), και το χειρότερο, μην πιάσει ο «Μήτσος» στο στόμα τον διδάξαντα, εξοχότατοι υπουργοί μας;
«Όταν αυτοί που είναι ψηλά μιλάνε για συσσίτια, ο απλός λαός ξέρει πως έρχεται πείνα», γι’ αυτό ας προσέχουμε περισσότερο τα λόγια μας, τέλος πάντων.
Τέλος πάντων!…
-Ω-