Γράφει ο Ιω. Α. Καλιαμπός
Γράφει ο Ιω. Α. Καλιαμπός
Αφιερώνεται στον ψάλτη
Σε τηλεοπτική εκπομπή (4Ε, 3.3.16) ο κορυφαίος ιεροψάλτης Θεόδωρος Βασιλικός τονίζει: «Με τη μίμηση δασκάλου δεν συμφωνώ καθόλου. Και δεν είναι μόνο μερικοί ψάλτες. Είναι λαμπαδάριοι και άνθρωποι που έχουν το κύρος και δεν θα έπρεπε να το κάνουν αυτό.
Η ψαλτική μίμηση -άποψή μου- του λεγόμενου ύφους είναι εντελώς απαράδεκτη από ηλικίας 25 ετών και άνω. Διότι σ’ αυτή την ηλικία πρέπει ο ιεροψάλτης, να ξεκινάει με δικά του μέσα. Στα 17, 19, 20, κάπου εκεί θα στηριχτείς σε κάποιον ψάλτη που σ’ αρέσει. Αλλά από τα 25 και πέρα θα πρέπει να στηριχθείς στις δικές σου δυνάμεις. Υποχρεωτικά πρέπει να γίνει αυτό.
Ο κάθε υμνωδός ιεροψάλτης είναι εκφραστική προσωπικότητα. Πρέπει να εκφράζεται και μουσικά και φωνητικά, διότι, αλλιώς, καταντά ένα κακέκτυπο, φωτοαντίγραφο. Η μουσική μας είναι έκφραση, έκφραση συναισθημάτων. Όταν μιμείσαι και δεν είσαι ο εαυτός σου, πώς θα εκφραστείς.
Εν κατακλείδι πιστεύω ότι όλοι οι μουσικοί ιεροψάλτες χωρούν και περισσεύουν. Ο κάθε ένας με το προσωπικό του ύφος και όλοι μαζί συγκροτούμε έναν ευώδη κήπο με πολλά λουλούδια και πολλά χρώματα, αρώματα λογιών, λογιών. Ο καθένας διαλέγει και παίρνει».
Για το θλιβερό κατάντημα που οδηγεί η μίμηση του δάσκαλου από έναν ψάλτη έχω προσωπική εμπειρία. Το 1988 θα αποχαιρετούσα το αναλόγιο των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Θεσσαλονίκης. Στην καλοσυνάτη ευγένεια των εκκλησιαστικών επιτρόπων για να παραμείνω ακόμα στο ναό, απάντησα «έφθασε καιρός».
Στη δευτερολογία με παρακαλούν: «Γιάννη, βρες μας αντικαταστάτη». Βρίσκω ψάλτη από το σωματείο Ιεροψαλτών Θεσσαλονίκης «Ιωάννης ο Δαμασκηνός». Δοκιμάζεται, αλλά δεν προσλαμβάνεται. «Γιάννη, δε μας κάνει γιατί όταν ψέλνει κάνει εκτινάξεις».
Πράγματι ο φίλος μου πήγαινε να μιμηθεί τον Καραμάνη στα σβησίματα. Είναι γνωστή η τέχνη και το ιδιαίτερο ύφος του Αθανασίου Καραμάνη (1911-2012), πρωτοψάλτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι «ου παντός πλειν ες Κόρινθον», όπως λέγανε οι αρχαίοι. Δεν είναι εύκολο στον καθένα να μοιάσει απολύτως κάποιον ανώτερο. Ιεροψάλτες που επιχειρούν τέτοιο εγχείρημα προξενούν κακό στον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά και στο εκκλησίασμα.
Εξάλλου, ο ιεροψάλτης (και όχι μόνο) μπορεί να καταφύγει στον αληθινό Διδάσκαλο, τον Ιησού, ο οποίος μας καλεί να γίνουμε φίλοι και να Τον μιμηθούμε. (βλέπε τροπάριο Αποστίχων της Μεγάλης Πέμπτης):
«Μυσταγωγών σου, Κύριε, τους μαθητάς (θέλοντας, Κύριε, να εξηγήσεις στους μαθητές σου το μυστήριο του σταυρικού θανάτου), εδίδασκες λέγων: Ω φίλοι, οράτε, μηδείς υμάς χωρίσει φόβος. Ει γαρ πάσχω, αλλ΄ υπέρ του κόσμου. Μη ουν σκανδαλίζεσθε εν εμοί, ου γαρ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν μου λύτρον υπέρ του κόσμου. Ει ουν υμείς φίλοι μού εστέ, εμέ μιμείσθε. Ο θέλων πρώτος είναι, έστω έσχατος. Ο δεσπότης ως ο διάκονος. Μείνατε εν εμοί, ίνα βότρυν (πνευματικά σταφύλια) φέρητε. Εγώ ειμί της ζωής η άμπελος».