Γράφει η Δέσποινα Ποικιλίδου, Ζωγράφος – Λογοτέχνης
Όταν θα φύγω, ο ήλιος θ’ ανατείλει ξανά,
τα χελιδόνια θα ξανάρθουν,
η βροχή θα ξαναπέσει στη γη,
τα λουλούδια θα ξανανθίσουν,
η νύχτα θα διαδεχτεί ξανά τη μέρα,
οι άνθρωποι θα ξανατραγουδήσουν,
θα ζυμώσουν το ψωμί τους ξανά,
θα ξαναιδρώσουν,
θα ξαναγελάσουν,
θα ξανακλάψουν,
θα ξαναγεννηθούν,
θα ξαναπεθάνουν.
Τ’ αεροπλάνα και τα τρένα,
θα εκτελούν ανελλιπώς τα δρομολόγιά τους
μεταφέροντας τις ελπίδες και τα όνειρα των ανθρώπων,
σ’ άλλες πατρίδες, σ’ άλλες ηπείρους.
Όπως πάντα. Όλα όπως πριν…
Οι άνθρωποι θα εξακολουθούν
ν’ αγαπούν και να μισούν,
να δημιουργούν και να καταστρέφουν,
να ειρηνεύουν και να πολεμούν,
να σκοτώνουν και να σκοτώνονται.
Όλα όπως πριν, όπως πάντα.
Οι ζωγράφοι θα ξαναζωγραφίσουν,
οι ποιητές θα ξαναγράψουν ποιήματα.
οι συγγραφείς θα συλλάβουν φευγάτες ιδέες
και θα τις καταγράψουν.
Οι εφημερίδες θα εκδίδονται καθημερινά,
οι σοφοί θα προσπαθούν να εξηγήσουν το νόημα της ζωής,
οι αστροφυσικοί με τηλεσκόπια ακριβείας
θα ταξιδεύουν στο άπειρο
και θ’ ανακαλύπτουν καινούργιους γαλαξίες.
Θα διαπιστώνουν πως το σύμπαν διαστέλλεται διαρκώς
και θ’ αποφανθούν ότι τελικά «τα πάντα ρει».
Κι εγώ καθώς θ’ απομακρύνομαι από τα γήινα
και θα ταξιδεύω στους αιθέρες,
θ’ ανέβω πάνω σ’ ένα άσπρο σύννεφο
για να τρέξω πέρα εκεί
στο άπειρο, στ’ αστέρια,
να στολίσω με δαύτα τα μαλλιά μου,
και σαν νυχτώσει,
θ’ αρκεσθώ να ξαπλώσω και να λικνιστώ
στην αγκαλιά του φεγγαριού
και θ’ αποκοιμηθώ εκεί.
Καλέ, τι όμορφα που θα ‘ναι!!!
Και το πρωί πρωί,
νωχελικά σαν θα ξυπνήσω,
θα τρέξω να λουσθώ στο φως του ήλιου
για να ντυθώ την λάμψη του.
Από εκεί, κατ’ ευθείαν,
θα πάω στον παράδεισο του Θεού
και θα χτυπήσω δισταχτικά την πόρτα…
Τακ- τακ! Και τότε…
Η πόρτα θ’ ανοίξει διάπλατα
κι ένας άγγελος λευκός,
θα με υποδεχτεί ευγενικά
χαρίζοντάς μου ένα ζευγάρι λευκά φτερά.
Θα τα φορέσω με χαρά
και τότε θα δω να με καλωσορίζουν
χιλιάδες αγγελούδια
ψάλλοντας χαρούμενα τραγούδια.
Ανάμεσά τους θα δω,
τη Μάρω, την Αγάπη, τον Παύλο,
την Ειρήνη, τη Χαρά, τον Πέτρο,
τον Βαγγέλη και τόσους άλλους
συγγενείς και παιδικούς φίλους
που έφυγαν νωρίς.
Όλοι μαζί ψέλνοντας και τραγουδώντας
θα με οδηγήσουν στο θρόνο του Παντοδύναμου.
Θα προσκυνήσω ταπεινά
και τότε Εκείνος θα με ρωτήσει:
«Πώς πάνε τα πράγματα εκεί κάτω;»
Γιατί ρωτάς εμένα, Κύριε, θα του πω δειλά…
άνοιξε την παλάμη Σου και δες,
μέσα εκεί μας εζωγράφισες.
Γνωρίζεις και μετράς
και τις τρίχες της κεφαλής μας,
βλέπεις τι γίνεται…
Σαν φάγανε από τον καρπό του Δέντρου
«ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί τους».
Κλείστηκαν στα εργαστήριά τους
και προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν βόμβες
να σκοτώνουν τους λαούς
και με τα τηλεσκόπιά τους
ψάχνουν να βρουν τον παράδεισό Σου.
Περίσσια η αμαρτία εκεί κάτω, Κύριε,
αλλά με παρηγορούν τα λόγια Σου
«όπου επερίσσεψε η αμαρτία,
υπερπερίσσεψε η Χάρη»
Αυτά θα του πω.
Και θα Τον δω ν’ αποχωρεί σκεφτικός
«έως καιρού και καιρών και ημίσεως καιρού»
Δανιήλ Ζ’ 25
Δέσποινα Ποικιλίδου
Ζωγράφος – Λογοτέχνης