Της Δέσποινας Ποικιλίδου
Είναι μεσάνυχτα, τέσσερεις με πέντε η ώρα. Η αϋπνία που με ταλαιπωρεί τον τελευταίο καιρό με σηκώνει πάλι βίαια στο πόδι και περιμένω καρτερικά να ξημερώσει. Με παρηγορεί το ασύγκριτο θέαμα της ανατολής του ήλιου που σε λίγο θα προβάλει από τον ορίζοντα προς τέρψιν των νυσταγμένων μου ματιών.
Κι επειδή όλη αυτή η ουράνια διεργασία αργοπορεί εναλλακτικά παίρνω στα χέρια μου το τηλεκοντρόλ και ότι ήθελε προκύψει. Όμως αυτό που άρχισα να παρακολουθώ μ’ έκανε να …ευλογήσω την …αϋπνία μου. Ένα ντοκιμαντέρ με ταξίδεψε στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Άλλο να το «ακούς» και άλλο να το «βλέπεις». Ένα ελικόπτερο μεταφέρει ένα ζευγάρι εξερευνητών από τις Η.Π.Α. Εκεί τους υποδέχονται 2-3 αυτόχθονες να τους ξεναγήσουν στα ενδότερα της ζούγκλας όπου επιβιώνουν κάποιες άγνωστες φυλές που κάποιες από αυτές δεν τις έχουν ανακαλύψει ακόμη.
Οι συγκεκριμένοι ανήκουν στη φυλή των Παπούα. Άνθρωποι αγνοί και αθώοι, χαμογελαστοί, εγκάρδιοι και θα πρόσθετα με «παραδείσια» γυμνότητα. Για να τους προσεγγίσουν δε οι εξερευνητές έπρεπε να περπατήσουν περίπου 10 χιλιόμετρα. Να περπατήσουν, τρόπος του λέγειν, διαμέσου της ζούγκλας, πάνω από κορμούς δέντρων, βαλτώδη μονοπάτια και ελώδεις εκτάσεις. Η ενημέρωση των ιθαγενών για την άφιξη των ξένων γίνεται μέσω κινητού τηλεφώνου αλλά με τη χρήση ειδικών λαρυγγισμών, κάτι σαν υψηλές κορώνες για τη μεταφορά μηνυμάτων. Οι άνθρωποι της φυλής ήρθαν να τους προϋπαντήσουν φορτωμένοι τα βέλη τους και ντυμένοι «χάριν ευπρεπείας» με ένα φρέσκο φύλλο, σε στυλ Αδαμιαίας περιβολής. Ήταν μάλιστα λυπημένοι γιατί είχε πεθάνει ένα βρέφος αν και είχαν από 6 έως 10 παιδιά ο καθένας.
Τελικά μετά από πολύ πεζοπορία, κουρασμένοι, φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο όπου βρίσκεται το χωριό τους. Τα σπίτια είναι κατασκευασμένα πάνω σε μια σειρά από κορμούς δέντρων και έχουν στέγη από κλαδιά. Η πρόσβαση σε αυτά γίνεται από τα σκαλοπάτια ενός λαξευμένου κορμού που είναι τοποθετημένος κάθετα στο «σπίτι». Μικροί και μεγάλοι ανεβαίνουν ξυπόλητοι σαν… κασκαντέρ. Εκεί πάνω ανάβουν και φωτιά που προφανώς έκλεψαν από τον …Προμηθέα.
Όπως καταλαβαίνεις, φίλε αναγνώστη, στο σημείο αυτό όλοι εμείς με τις γκρίνιες και τα παράπονά μας … «μούγκα». Τα μέλη της οικογένειας κοιτούσαν τους ξένους με θαυμασμό, άγγιζαν και χάιδευαν τα μακριά μαλλιά της γυναίκας και της ζήτησαν να δούνε και τα στήθη της για να βεβαιωθούν ότι ήταν πράγματι γυναίκα. Όσο για την τροφή που γενναιόδωρα πρόσφεραν στους ξένους παράγεται πράγματι με τον ιδρώτα του προσώπου τους. Τους είδα (τις γυναίκες) να κόβουν τον κορμό ενός φοίνικα, να τον ξεφλουδίζουν, να τον σκαλίζουν, να τον τρίβουν με ξύλινα εργαλεία, να τον πολτοποιούν, να τον διυλίζουν και τέλος να τον ψήνουν στη φωτιά. Αυτό λοιπόν το «γκουρμέ» παρασκεύασμα, σερβιρισμένο σε φλοιούς κοκοφοίνικα, τους προσφέρει όλες τις απαραίτητες πρωτεΐνες και ιχνοστοιχεία για την επιβίωσή τους. Μέχρι εδώ καλά αλλά τι γίνεται όταν πιάνει βροχή καθότι τροπικό το κλίμα της ζούγκλας; Απλά κόβουν ένα κλαδί φοίνικα ή ένα μπανανόφυλλο και να η ομπρέλα, έτοιμη στη στιγμή. Έτσι κι αλλιώς ρούχα βρεγμένα δεν έχουν, ούτε πλυντήρια χρειάζονται, ούτε ψυγεία, ούτε κουζίνες, ούτε πληρώνουν για ρεύμα αφού διαθέτουν τη φωτιά γι’ αυτό. Εκεί στην εσχατιά της γης.
Κάποτε μια άλλη επίσης «πρωτόγονη» αλλά «άγρια» φυλή, οι Άουκας, ζούσε μέσα στη ζούγκλα. Κάποιοι ιεραπόστολοι θέλησαν αν τους φέρουν το μήνυμα της αγάπης του Χριστού υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Εκείνοι όμως τους αφαίρεσαν τη ζωή. Οι γυναίκες των ιεραποστόλων με το ένα αεροπλάνο έφυγαν στην Αμερική και με το άλλο επέστρεψαν και συνέχισαν το έργο των συζύγων τους μέχρις ότου οι Άουκας, ακούγοντας το λόγο του Θεού για την αγάπη Του πίστεψαν κι έγιναν Χριστιανοί. Αργότερα μάλιστα συμμετείχαν σε χριστιανικά συνέδρια στην Ευρώπη. Δεν θα ξεχάσω τα λόγια μιας ιεραποστόλου που πηγαίνοντας πίσω στην πατρίδα της έγραψε σ’ ένα βιβλίο για την εμπειρία της, «Η ζωή είναι ένα υφαντό. Ο Θεός χρησιμοποιεί και τις σκούρες και τις ανοιχτόχρωμες κλωστές για να το κάνει ωραίο».
Δέσποινα Χ. Ποικιλίδου
Ζωγράφος – Λογοτέχνης
Κατερίνη 10/8/2017