Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Πιστεύω να συνέρχεσαι σιγά σιγά!
– Δεν είχα πάθει τίποτα! Δεν υπάρχει λόγος να συνέλθω!
– Εγώ έμαθα ότι είχες λιποθυμήσει!
– Εγώ; Τι λες ρε; Εγώ γιατί δεν έμαθα τίποτα;
– Αφού ήσουν λιπόθυμος, πώς να το μάθεις;
– Δεν θα μου έλεγε κανείς κάτι; Δεν θα αντιλαμβανόμουν κάτι όταν συνερχόμουν; Τι μου λες πάλι; Μήπως εσύ έχεις ανάγκη να συνέλθεις;
– Για σένα μιλάμε τώρα, εγώ δε λιποθυμώ ποτέ άμα θες να ξέρεις! Όταν λιποθυμάς χάνεις τις αισθήσεις σου, δεν ξέρεις τι γίνεται τριγύρω σου!
– Τρέλανε μας ακόμη λίγο!
– Α! Τι ακούω; Μόλις συνέλθεις θα επανέλθεις με την τρέλα σου; Λογικό το βρίσκω
– Ποιο βρίσκεις λογικό βρε ανισσόροπε, που λες ό,τι κατεβάζει η κούτρα σου; Πάλι φτιαγμένος είσαι και βλέπεις φαντάσματα;
– Τα φαντάσματα, φίλε μου, είναι της δικής σου φαντασίας! Δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, είναι το πεπρωμένο σου τέτοιο. Παραληρείς! Μην ρίχνεις τα σφάλματα σου σε μένα! Δεν είναι σωστό! Πρέπει να αναλάβεις τις ευθύνες σου και να κοιτάς μπροστά, να μην κοιτάς στο πλάι, ούτε πίσω! Τα πισωγυρίσματα είναι επώδυνα και οδυνηρά! Κατάλαβες; Διότι μετά άλλοι σου φταίνε, άλλοι ευθύνονται για την προβληματική σου όραση…, και όμως μπορείς να φύγεις, να ταξιδέψεις, να ρίξεις μαύρο σκοτάδι πίσω σου και να ρίχνεις το φως μπροστά, αλλά καθάριο, με νεύρο, με όραμα, με γλυκύτητα και ειλικρίνεια στη σκέψη σου για να μπορείς να αντιληφτείς ότι η επώδυνη απώλεια των αισθήσεων σου θα μπορέσει να αυταναφλαγεί! Να διαλυθεί, να εξαϋλωθεί στα εξ ων συνετέθη…! Με την εκκίνηση θα επανέλθουν οι απολεσθείσες αισθήσεις και τα πράγματα θα ανακαλέσουν την μνήμη τους για μια πορεία λησμονημένη που καρκινοβατεί ακόμη, πελαγοδρομώντας σε θυμωμένα λιβάδια και βρεγμένες οπτασίες!
– Δε μου λες; Πήρες τίποτα σαν την Πυθία και λες, λες, λες…
– Τουλάχιστον μπορώ και λέω…