Του Γιάννη Β. Ευσταθιάδη, πρ. Σχολικού Συμβούλου Α/θμιας Εκπ/σης
Ο σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας στο Δημοτικό, κατά βάση, ήταν και εξακολουθεί, αυτονόητα, να είναι η καλλιέργεια και ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των μαθητών. Η συνείδηση αυτή δεν επιτυγχάνεται τόσο με τα λόγια, όσο και το περισσότερο με την ενεργό συμμετοχή των παιδιών σε συγκεκριμένες δράσεις της σχολικής τους ζωής.
Έτσι, λοιπόν, στις εθνικές γιορτές, στα δικά μας παιδικά χρόνια, το είχαμε μεγάλη χαρά, όταν, δύο περίπου εβδομάδες πριν, οι δάσκαλοι μας έκαμαν πρόβες για την παρέλαση ή μας έδιναν ποιήματα και ρόλους από “σκετς”, που ανάλογα επρόκειτο να απαγγείλλουμε ή να αποδώσουμε.
Αλλά και σαν εκπαιδευτικοί, αργότερα, το είχαμε επίσης μεγάλη χαρά, γιατί μας δίνονταν η χρυσή δυνατότητα να πετύχουμε τους στόχους του μαθήματος δια ζώσης, μέσα, δηλαδή από στοχευμένες δραστηριότητες (τραγούδια, χοροί, ετοιμασίες, στολές, σκηνικά κ.λ.π) ψυχή των οποίων ήταν τα ίδια τα παιδιά. Φίλεργα και συνεπαρμένα από άκρατο ενθουσιασμό, στη βράση των δραστηριοτήτων, εμπνέονταν, εφεύρισκαν, πρωτοτυπούσαν, ανέπτυσσαν πρωτοβουλίες, καλλιεργούσαν δεξιότητες, συνεργάζονταν φίλαλλα, απολάμβαναν τη χαρά της δημιουργίας, ιδιότητες που συγκροτούσαν και προήγαγαν την ψυχοσωματική, πνευματική και κοινωνική διάσταση της προσωπικότητάς τους, την αλάθητη αυτογνωσία τους. Το Σχολείο, αλλά και η οικογένεια είχαν καθοδηγητικό, συμβουλευτικό και ενθαρρυντικό ρόλο.
΄Ολο αυτό το φάσμα των ενεργειών, εκτεταμένο στο χρόνο τους, δημιουργούσε, φυσικά και αβίαστα, μιαν εορταστική ατμόσφαιρα ευχάριστη και πολύ αγαπητή στα παιδιά και λόγο να βιώσουν, να κατανοήσουν και να εμπεδώσουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τα νοήματα των εορτών.
Υπάρχουν μαθητές μου που, και σήμερα ακόμη, μετά από πενήντα ή και εξήντα χρόνια, θυμούνται πολύ ζωντανά τις δικές τους εμπειρίες πάνω στο θέμα της κουβέντας μας, θυμούνται, γλυκοανατρέχουν στα παλιά, νοσταλγούν, αποθαμπώνουν τις εικόνες τους και τα βάζουν με το χρόνο που αμείλικτα τους απομάκρυνε τόσο γρήγορα και τόσο πολύ από τα ανέμελα, αθώα και διόλου απαιτητικά εκείνα χρόνια.
Όμως, η κορύφωση των εκδηλώσεων συντελούνταν την ώρα των παρελάσεων. Τα “καλά ρούχα”, η σημαία μπροστά με το σημαιοφόρο και τους παραστάτες, τα τύμπανα, οι σάλπιγγες, το καμαρωτό βάδισμα, το βλέμμα το λαμπερό, η αδιαπραγμάτευτη αίσθηση πατριωτισμού, η λαμποκοπούσα περηφάνια στο πρόσωπο, τα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων και προπαντός πατέρα, μητέρας, αδελφών και άλλων συγγενών, οι από εδώ και από εκεί επευφημίες και τέλος τα λουκούμια της “Κοινότης”, για το ευχαριστώ, δυνάμωναν τον ψυχισμό των παιδιών και ύψωναν το ηθοπλαστικό τους ανάστημα στις διαδρομές τους με αρχή και τέλος σήμερα του ηρωϊκού “ΟΧΙ” και μεθαύριο του “Ελευθερία ή θάνατος”. Κανένα παιδί του Δημοτικού – κι ας φαίνεται ότι υπερβάλλω – δε θυμάμαι να συνέχεε τα υψιπετή αυτά νοήματα στο βαθμό που στην αναφορά για την 28η Οκτωβρίου 1940 να μιλάει για τους Τούρκους και για την 25 Μαρτίου 1821 να μιλάει για τους Ιταλούς, που σημαίνει ότι οι δάσκαλοι κάναμε καλά τη δουλειά μας και θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι συνεχιστές μας σήμερα εξακολουθούν να την κάνουν εξ ίσου καλά και μακάρι καλύτερα.
Ψίθυροι μιλούσαν και μιλούν για κατάργηση των παρελάσεων στα σχολεία μας και ήδη κάποιοι θεσμικοί το εννοούν και το πράττουν. Δικαίωμά τους. Μη θέλουν, όμως να επιβάλουν στους άλλους τις ιδιόστροφες αντιλήψεις τους στο ζήτημα αυτό, αλλά και σε άλλα συναφή.
Οι παρελάσεις, όπως τις περιέγραψα είναι:
– Για την εκπαίδευσή μας, κοντά στα άλλα, ένας ιδανικός τρόπος διαμόρφωσης, καλλιέργειας και ανάπτυξης της εθνικής συνείδησης των ελληνόπουλων, τόσο απαραίτητη στην εποχή μας.
– Για τον περήφανο πολιτισμό μας, η μεγαλύτερη και πλέον ζεστή αγκαλιά μέσα στην οποία χωρούν μετά χαράς και τα κάθε λογής μεταναστόπουλα από καταγωγή, χρώμα, μητρική γλώσσα και θρήσκευμα.
– Για τη χώρα μας, γενικά, μία από από τις πιο λαμπερές στιγμές της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της κοινωνικής παράδοσής μας.
Η Παρέλαση, από τη μια μεριά, του ενός μαθητή στους Αρκιούς της Δωδεκανήσου, των δύο έως πέντε μαθητών των Λειψών, της Γαύδου και άλλων ασπροντυμένων, ηλιοκαμένων, ανεμοδαρμένων και χιλιοτραγουδισμένων από αύρες, γλάρους και γαλάζια κύματα νησιών μας, από την άλλη, η μεγαλειώδης παρέλαση της Θεσσαλονίκης μέχρι και η ταπεινή και απέριττη του δικού σου χωριού επιβεβαιώνουν τα λόγια μου. Κάθε χώρα στον κόσμο αυτό έχει τις δικές της εθνικές γιορτές και τις γιορτάζει με τον τρόπο της. Εμείς, ανάμεσα στα άλλα, τις γιορτάζουμε και με παρελάσεις. Ας τις κρατήσουμε. Τα άλλα είναι της ανάστροφης λειτουργίας του μυαλού μας και ο Θεός βοηθός, της ισοπέδωσης των αξιών με τις απαξίες και βρες τον προσανατολισμό σου στην ασύνορη και αδηφάγη παγκοσμιοποίηση, της “ελεφρά τη καρδία” εθελοτυφλίας μας έναντι κάποιων, επιτέλους, αξιών και αρετών του γένους μας που μας διδάσκουν, ξεθολώνουν το μυαλό, μας φωτίζουν τους δρόμους της ζωής και μας σπρώχνουν στον μέλλοντα χρόνο με προοπτικές επιτυχίας. Εξάλλου, νομίζω ότι το επιβάλλει ο σεβασμός, η τιμή και η ιερή μνήμη στο αίμα που χύθηκε από τους προγόνους μας, για να ζούμε εμείς, σήμερα λεύτεροι και ωραίοι και κάποιοι άλλοι, υποτίθεται “πιο προοδευτικοί”, με την πολυτέλεια του λένε – λίγοι αυτοί στους πολλούς – τα δικά τους ανεύθυνα και “παλαλά”.
Του Γιάννη Β. Ευσταθιάδη
πρ. Σχολικού Συμβούλου Α/θμιας Εκπ/σης