Καθίστε στ’ αυγά σας, βρε θηρία, που μου φορέσατε στολή περιπάτου, ψόφιοι για ταξιδάκι αναψυχής, λέτε κι εξακολουθεί να κυβερνά ο Κώστας, υπερασπιστής των δημοσίων αγαθών, μεταξύ των οποίων κι ο τουρισμός με κουπόνια, για να μην ξεχνιόμαστε, μεγάλη η χάρη του(!);
Καθίστε στ’ αυγά σας, βρε θηρία, που μου φορέσατε στολή περιπάτου, ψόφιοι για ταξιδάκι αναψυχής, λέτε κι εξακολουθεί να κυβερνά ο Κώστας, υπερασπιστής των δημοσίων αγαθών, μεταξύ των οποίων κι ο τουρισμός με κουπόνια, για να μην ξεχνιόμαστε, μεγάλη η χάρη του(!);
Τέλος πάντων. Αν είχατε προσέξει τα κεφαλαία γράμματα στον τίτλο τού εμπειροτέχνη πολιτικού αναλυτή, θείου Αφεντούλη, θα ψυλλιαζόσασταν πως επί της παρούσης διακυβερνήσεως, ο κοινωνικός τουρισμός έγινε συνδικαλιστικός, νέου ασφαλιστικού ένεκεν, αλλά πού;
Σε αντίθεση με τον μικροσυνταξιούχο, «Μήτσο», βεβαίως-βεβαίως, που κατά την προ ημερών διαδήλωση των συνταξιούχων, βλέποντας, στα δελτία των οχτώ, κάτι «τουρίστ!» να βγαίνουν από τα λεωφορεία για να φωτογραφίσουν τα αξιοθέατα στον περίβολο του Πρωθυπουργικού Γραφείου, αντελήφθη εν τω άμα πως οι μεταμφιεσμένοι «μπατιρίστ!» του ΠΑΜΕ, θα κρεμάσουν πανό με σφυροδρέπανα υποστήριξης των «τιμημένων γηρατειών».
Ναι, για(!), και προς απόδειξη της παρατηρητικότητάς μας, ιδού θούριο εμψύχωσης των αδάμαστων, με την κωδική ονομασία:
Φορολογικός ύμνος.
Σε γνωρίζω απ’ τις δόσεις
ΕΝΦΙΑ του μισητού,
σε γνωρίζω απ’ τις τρώσεις,
στις συντάξεις κουτουρού.
Απ’ τα δάνεια πνιγμένα
της Ελλάδας τα παιδιά,
άνεργα και χρεωμένα,
χαίρ’, ω χαίρε Αριστερά!
Εντάξει, θέλουμε σκότωμα, για τη βέβηλη παράφραση τού Διονυσίου Σολωμού αλλά δεν θα μας κρεμάσετε, με το συμπάθιο κιόλας, όταν διαθέτουμε αδιάσειστα ελαφρυντικά, κι ακούστε μας, αναφωνούντες:
Κουράστηκα να περπατώ…
Κουκουέδες μου, κακά τα ψέματα. Οι αγώνες τού «ΠΑΜΕ» για την προστασία τής λαϊκιάς οικογένεια απ’ το «αιμοδιψές κεφάλαιο, τι γράφω ο άνθρωπος(!), ωχριούν μπροστά στην αγωνία του «Μήτσου» που ξεκίνησε να γράψει παιάνα αλλά κόντεψε να συντάξει ταξιδιωτικό οδοιπορικό, επειδή η σύζυγος αγαπά υπερβολικά την κοζερί, με αποτέλεσμα να μας έχει συνέχεια στο «πάμε».
Και πάμε στα συμπεθεριά, πάμε στα κουμπαριά, πάμε στη γειτονιά, πάμε, αρκεί να περπατάμε(!), φτάσαμε στο…
Πάμε μια τσάρκα, ερημίτη,
καιρός ν’ αλλάξουμε ζωή,
να φύγουμε από το σπίτι,
για λακριντί ως το πρωί.
«Μισό να μπω στα παπούτσια!» συμφώνησε, προψές, ο περιπατητής κι ακολούθησε ο διάλογος.
– Μ’ αυτή τη φάτσα θα πάμε;
– Τι έχει η φάτσα μου; Μόλις έκανα κόντρα ξούρα!
– Κόντρα προς οιονδήποτε έχει στο μάτι τις συντάξεις; Σε αγριεύει!
– Και πώς να γαληνέψω, δηλαδή; Τα παίρνω στο κρανίο με τα «κουρέματα»!
– Να κάνεις τον υπεράνω, χαμογελώντας.
– Yes, madam(!) αλλά άκου κι εμένα σε σκηνοθεσία τού μέγιστου Μποστ:
Πάμε βαρκάδα;
Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα,
να χαλαρώσουμε μακράν των πιστωτών,
να σκαπουλάρουμε τη φοροκαταιγίδα,
ο οφειλέτης νευριάζει επαιτών.
Μα «οι καιροί ου μενετοί» το δεκαέξι,
γουρσούζης, δίσεκτος ενιαυτός,
και άκου δυο φωνήεντα, Αλέξη,
πριν ομιλήσει ο άλλος εαυτός.
Θολωμένος απ’ το άχτι,
αρμενίζω στα πελάγη,
«φουλ ταχύτης!» κωπηλάτη,
να ξεφύγεις απ’ τα άγη.
Άκουσαν οι κυβερνώντες; Το βιολί των διαπραγματεύσεων με τους Θεσμούς παρατράβηξε, οδηγώντας σε απόγνωση τους πιο αδύναμους, κι ως εκ τούτου, ας πιούμε το ποτήρι το πικρό όλοι μαζί, μια ώρα αρχύτερα, πριν τα πάρουμε από τρελού και ψάχνουν λαό να κυβερνήσουν.
Τι θέλουν, δηλαδή; Να ακούσουν μια ωραία πρωία, τον «Μήτσο», ντυμένο ναύαρχο, να προφητεύει: «Πάμε για σίγουρο πνίξιμο!»; Δεν ελπίζω!
-Ω-