Λειτουργούσε ως Ορθόδοξο μοναστήρι έως τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Είναι χτισμένη στο βουνό σε υψόμετρο 1300 μέτρων, πάνω από φαράγγι, μέσα σε σπηλιά σε απόκρημνη πλαγιά του όρους Μελά, στην ενδοχώρα της Τραπεζούντας, από όπου έχει πάρει και το όνομά της (ποντιακά σου Μελά =: εις του Μελά).
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 μ. Χ. οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απρόσιτες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Εκεί με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Βαζελώνα έκτισαν κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.
Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο.
Κοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη.
Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους
Οι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκηνυματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Μεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Μανουήλ Γ΄ του Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Η μονή κατά καιρούς υπέφερε από τις επιδρομές των μη-Ορθοδόξων και των κλεπτών, εξ αιτίας της φήμης και του πλούτου που απέκτησε. Μερικά περιστατικά συνδέονται και με θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε, για να ανασυσταθεί από τον Τραπεζούντιο Όσιο Χριστόφορο το 644.
Τη μονή προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης Β΄Κομνηνός, Αλέξιος Β΄Κομνηνός και Βασίλειος Α΄Κομνηνός.
Μεγάλοι ευεργέτες της μονής ήταν ο Μανουήλ Γ Κομνηνός και ο Αλέξιος Γ. Ο πρώτος προσέφερε στη μονή ανεκτίμητης αξίας Σταυρό με τίμιο ξύλο, ο οποίος σήμερα μετά από πολλές περιπέτειες, βρίσκεται μαζί με τα άλλα κειμήλια της μονής στην Ελλάδα στην Καστανιά της Βέροιας.
Ο Αλέξιος Γ, τον οποίο πιστεύεται ότι έσωσε η Θεοτόκος από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Της χάρισε 48 χωριά και εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλειά της. Γενικά προσέφερε τόσα πολλά ώστε να ανακηρυχθεί από τους μοναχούς ως «νέος Κτήτωρ».
Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί στη μονή επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί Τουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλλια.
Η εύνοια την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό έδειξαν οι αυτοκράτορες προς τη μονή δεν είναι απόρροια μόνον θρησκευτικότητας, αλλά και προσωπικής αντίληψης της θείας επέμβασης. Χαρακτηριστική είναι, όπως προαναφέραμε, η “θαυματουργική” διάσωση του Αλεξίου Γ΄, από φοβερό ναυάγιο. Αλλά και οι σουλτάνοι οι οποίοι ευεργέτησαν τη μονή είχαν προσωπικές εμπειρίες των θαυμάτων που επιτελούσε η Παναγία Σουμελά. Αναφέρεται η περίπτωση του σουλτάνου Σελήμ A΄ που θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής.
Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Μέσα στη βιβλιοθήκη της μονής το 1888 ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης βρήκε το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα.
Νεότερα χρόνια και λειτουργία της Μονής
Τα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Νεότουρκων και των Κεμαλικών, οι οποίοι φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες. Πολλές φορές έπεσαν θύματα ληστειών και καταστροφών. Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Αφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στη μονή, μετά έβαλαν φωτιά, για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Ελλήνων. Οι μοναχοί πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού.
Το τουρκικό Κράτος έδωσε άδεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για να τελεστεί στη μονή η θεία λειτουργία για τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου 2010, με την Τουρκία να προσδοκά τόσο στην έξωθεν καλή μαρτυρία για σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών όσο και σε οικονομικά οφέλη από την αύξηση των τουριστών στην περιοχή τις ημέρες αυτές.
Στην απόφαση να ανοίξει η μονή για μία ημέρα, συνέβαλαν επίσης η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η ρωσική κυβέρνηση. Αυτή ήταν η πρώτη φορά ύστερα από 88 έτη που το μοναστήρι λειτούργησε ξανά ως εκκλησία, καθώς τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε μουσείο.
Τον Αύγουστο του 2024 η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε το αίτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, βάζοντας τέλος στον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου στην Παναγία Σουμελά στην Τραπεζούντα, με την «Κυρά του Πόντου» να μην ανοίγει ξανά σε μία από τις σημαντικότερες γιορτές του Ορθόδοξου Χριστιανισμού.
Οι Έλληνες του Πόντου ξεριζώθηκαν , αλλά και τα κειμήλια έμειναν πίσω για περίπου δέκα χρόνια. Το 1930 ο μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος Ψωμιάδης και ο τότε υπουργός πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης, απευθύνθηκαν στον Βενιζέλο να ασχοληθεί με τα θαμμένα κειμήλια του Πόντου.
Συγκεκριμένα ο Ιασωνίδηε έγραψε στην εφημερίδα Πατρίς των Aθηνών: «Aναζητήσωμεν εν ταις Nέαις Xώραις παλαιάν τινά Σταυροπηγιακήν Mονήν, βραχώδη και ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν εις «Nέαν Παναγίαν Σουμελά» και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των Ποντίων, δι’ ους δεν είνε προσιταί αι Aθήναι. Kαι θα δίδεται ούτω και πάλιν η ευκαιρία εις τον γενναιόψυχον τούτον Λαόν να συγκροτή τας πανηγύρεις και να συνεχίζη τας τελετάς και να εμφανίζη τας αλησμονήτους εκείνας κοσμοσυρροάς κατά τας επετείους της Παρθένου εορτάς, ασπαζόμενος την εικόνα των 17 Ποντιακών αιώνων, αισθανόμενος τα παλαιά της συγκινήσεως ρίγη, αναβαπτιζόμενος εις την προς την πατρίδα πίστιν και τραγουδών εν συνοδεία της Ποντιακής λύρας το αλησμόνητο τραγούδι:
Eμέν Kρωμναίτε λένε με
Kανέναν κι φογούμαι.
Ση Σουμελάς την Παναγιάν
θα πάγω στεφανούμαι!»
Με ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Το 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του παλιού μοναστηριού. Ο υπέργηρος Ιερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει γιατί δεν τον άκουγαν τα πόδια του, ή γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Από τον μοναχό Ιερεμία έμαθε ο Αμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου 1930 έφυγε ο Αμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί για την Τραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Αθήνα με τα κειμήλια.
Τα κειμήλια μεταφέρθηκαν στην Αθήνα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μυσείο, όπου παρέμειναν έως το 1951. Τότε η εικόνα φιλοξενήθηκε για λίγο στο σωματείο Παναγίας Σουμελά για να τοποθετηθεί επίσημα, τον Αύγουστο του 1962 μόνιμα στον ιερό ναό στο Βέρμιο Βέροιας.
Πρώτος ο Λεωνίδας Ιασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Ελλάδας. «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος». Με αυτά τα λόγια ο υπουργός Πρόνοιας της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, Λεωνίδας Ιασωνίδης υποδέχτηκε την ιερά εικόνα.
Το 1951 ο Φίλων Κτενίδης συνέβαλε στη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.
Πράγματι, ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας. Έκτοτε η Μονή αποτελεί το πνευματικό κέντρο του Ποντιακού και όχι μόνο Ελληνισμού. Όλο το χρόνο, αλλά κυρίως το Δεκαπενταύγουστο συρρέουν εδώ πολλοί πιστοί για να προσκυνήσουν τη Χάρη Της.
Τον Ιανουάριο του 2015 ήρθε στο φως μια περίτεχνη τοιχογραφία της Παναγίας που εντυπωσίασε τους ερευνητές Ο δημοσιογράφος και τουρκολόγος Ν. Χειλαδάκης μας πληροφορεί για τη συγκλονιστική ανακάλυψη. Σύμφωνα με ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού, που εποπτεύει των εργασιών της ανακαίνισης της ιεράς ελληνορθόδοξης σταυροπηγιακής μονής της Παναγιάς Σουμελά, μετά από 16 χρόνια των εργασιών της ανακαίνισης της ιεράς ελληνορθόδοξης σταυροπηγιακής μονής της Παναγιάς Σουμελά, μετά από 16 χρόνια των εργασιών ανακαίνισης, οι ειδικοί ερευνητές εισήλθαν για πρώτη φορά στο Βαπτιστήριο της μονής και στο Çile Odası.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν μια περίτεχνη τοιχογραφία της Παναγίας που είχε μείνει στο σκοτάδι, από τότε που οι Πόντιοι εγκατέλειψαν τα πατρογονικά τους εδάφη, μέσα στο αίμα της φρικτής γενοκτονίας των Ποντίων. Η τοιχογραφία προκάλεσε τον ενθουσιασμό των Τούρκων που εργάζονταν σε αυτή την πτέρυγα της μονής, η οποία επιφυλάσσει συνεχώς καινούργιες εκπλήξεις για ερευνητές και πιστούς.