Τέτοιες ημέρες με την φύση να αναγεννάται νιώθω και την άνοιξη να μπαίνει στο σπίτι μου, τόσο απαλά, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, νιώθω να αιωρούμαι με τις σχεδόν χειροπιαστές μυρωδιές, που διαπερνούν το είναι μου. Μοσχοβολούν οι ανθοί από τα λουλούδια και τα δένδρα της αυλής μας, τα τριαντάφυλλα, τα κρίνα και οι αμαρυλλίδες που βλέπουμε με καμάρι μέρα τη μέρα να μεγαλώνουν.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Για ένα χρόνο κοιμόντουσαν στο χώμα αφουγκραζόμενα τους παλμούς και τη ζωή της Οικογένειας Στύλου, τη στωική και συχνά μελαγχολική μητέρα, την εκρηκτική, πληθωρική και αεικίνητη γιαγιά, της οποίας οι ομιλίες και τα γέλια ακούγονταν σε όλο το σπίτι, τον εργατικό πατέρα και τον παππού Θεοχάρη με ένα τσιγάρο πάντα στο αριστερό του χέρι, ακόμη και όταν έπαιζε μαζί μας.
Τις αμαρυλλίδες και τα κρίνα τα φυλάμε και τα προσέχουμε σαν μωρά μας έλεγε η γιαγιά Μαρία, γιατί θα τα πάρουμε στην εκκλησία τη Μεγάλη Παρασκευή, να στολίσουμε μ’ αυτά τον Επιτάφιο. Νιώθω περήφανος όταν προσκυνώ τον νεκρό Χριστό, όταν σκύβω και περνώ κάτω από τον Επιτάφιο, αφού κάποια από τα άνθη είναι της δικής μας αυλής. Δεν αντέχω τόση συγκίνηση, τη χαρμολύπη που αισθάνομαι κι ας μη γνωρίζω ακόμη αυτή τη λέξη. Μα γνωρίζω πως ο Χριστός θα αναστηθεί, όπως άλλωστε αναγεννιέται και η φύση.
Η γιαγιά πιάνει αγκαλιά μια μαξιλαροθήκη κεντημένη με τ’ όνομά της, «Φωτεινή», γεμάτη από φύλλα ελιάς που θα αφήσει στον ναό για να αγιαστούν. Μ’ αυτά θα μας καπνίζει ολόχρονα. Από τον Δεσποτικό Θρόνο όπου στεκόμαστε, ξεχωρίζω τον Θείο Μήτσο ανάμεσα στους υπόλοιπους άντρες. Τη γιαγιά στο βάθος, στο στασίδη της, το οποίο πήγε πρωί-πρωί για να εξασφαλίσει. Βλέπω στα μπροστινά στασίδια τους προύχοντες να κάθονται κορδωτοί. Πώς επιτρέπει η εκκλησία αυτές τις διακρίσεις, σκέφτομαι, κι ας μη μπορώ να το εκφράσω ακόμη με λόγια, ενώ βλέπω γριούλες και γέροντες να στέκονται όρθιοι.
Το Μεγάλο Σάββατο φτάνει και πηγαίνουμε στην εκκλησία, όπου θα κάνουμε Ανάσταση και Πάσχα. Στο στασίδι κοιμάμαι δίπλα στη μητέρα με τα καλα μου ρούχα και αισθάνομαι σαν να κοιμαμαι σε ψηλό κρεβάτι με τον ουρανό και την κουνουπιέρα. «Ξύπνα Χάρη, πλησιαζει η ώρα να μεταλάβεις» ακούω απαλή τη φωνή τής μητέρας που με σηκώνει και σαν σε όνειρο στέκομαι και πάλι όρθιος. Μετά την αναστάσιμη Θεία Λειτουργία Όλη η Οικογένεια με τον παππού τον Θεοχάρη και τις δύο γιαγιάδες ανηφορίζει τον δρόμο για το σπίτι με τα φρεσκοασβεστωμένα σπίτια. Το χωριό μοσχομυρίζει ακόμη από τους πυρωμένους φούρνους που δεν σταμάτησαν να ψήνουν κουλούρες όλη μέρα. Με κρατούν απ’ το χέρι ο παππούς και η μαμα και κάθε τόσο, μετρώντας ως το τρία, με ανασηκώνουν στον αέρα. Η λαμπρή, οι λευκές λαμπάδες ανάβουν, «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών», το αυγό της Ανάστασης, η σούπα αυγολέμονο και η μαγειρίτσα.
Όλα επανέρχονται στη μνήμη μου, ανακατεμένα σαν ένα κουβάρι, που καθώς ξετυλίγεται, δεν ξεχωρίζω αν στ’ αλήθεια τα έζησα ή αν απλά τα φαντάστηκα. Μα ό, τι θυμάμαι και ό, τι αγαπώ, υπάρχει…. Σήμερα, ξύπνησα από τις καμπάνες της εκκλησίας και τις ψαλμωδίες της Κυριακής των Βαΐων που από τα μεγάφωνα ακούγονται σε όλο το χωριό, σμίγοντας με τα πρώτα κελαϊδίσματα των πουλιών. Μένω ξαπλωμένος στο ίδιο κρεβάτι, όπου ξάπλωνα όταν ερχόμασταν για Πάσχα στο χωριό. Από τα ανοιχτά παντζούρια με τυλίγει το πρώτο φως της ημέρας, «το χάραμαν του φου». Κυριακή των Βαΐων, πριν διακόσια χρόνια, έγινε η έξοδος του Μεσολογγίου, συλλογίζομαι με συγκίνηση και δέος. «Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Καθόμαστε με τον αδελφό μου για τον πρωινό μας καφέ στον «φράκτη», κάτω από την ελιά μας που ρίζωσε πολύ πριν γεννηθούν οι γονείς μας, η οποία θα στέκεται στο ίδιο σημείο ακόμη και μετά από μας. Τριγύρω της θα φυτρώνουν τέτοια εποχή οι λάζαροι, οι μυροφόρες, οι λαψάνες, οι αναθρήκες, οι πασχαλιές. Ανάμεσά τους θα ζουζουνίζουν οι μέλισσες, θα πετούν οι πεταλούδες κι οι πασχαλίτσες, θα βομβίζουν τα έντομα, θρέφοντας τα χελιδόνια που θα φτερουγίζουν, ενώνοντας ουρανό και γη. Εμείς γίναμε αιώνιοι αυτό το πρωινό των Βαΐων, ζώντας την απόλυτη άνοιξη, στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, ακούγοντας τα κουδουνίσματα και τα βελάσματα από τα νεογέννητα αρνάκια και τα κατσικάκια που υποδέχονται και δοξάζουν, όπως κι εμείς, τη νέα μέρα και τη ζωή…
Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση σε Όλες και Όλους με υγεία.