Γράφει η Δέσποινα Ποικιλίδου
Γράφει η Δέσποινα Ποικιλίδου
Ε,και να μπορούσα να πείσω το φεγγάρι,να μου διηγηθεί όλα εκείνα τα σημαντικά μα και ασήμαντα,τα γελοία και τα τρομερά,τα μυστικά και ανεξιχνίαστα,που συνέβησαν τη νύχτα στη γη μας.
Κι αυτό τα είδε όλα.
Ολονυκτίς περιδιαβαίνει τη γη και περίεργο καθώς είναι,ρίχνει το φως του παντού και εξιχνιάζει κάθε μυστήριο. Άλλοτε ξεκαρδίζεται στα γέλια μ’αυτά που βλέπει και άλλοτε ρυτιδιάζει,μελαγχολεί. Ποιος ξέρει τι να είδε χθες βράδυ και ήταν τόσο σκυθρωπό. Και μόνο χθες;και αντιπροχθές και αιώνες τώρα,τι νά ‘χουν δει τα μάτια του; Πόσες φορές έχουν μείνει ορθάνοιχτα!!….
Γι’αυτό μου φάνηκαν πελώρια,με κάποιο αδιόρατο φόβο,που με βια προσπαθούσε να κρύψει.
Μάταια όμως.
Η στεναχώρια του ήταν διάχυτη. Τόσο πολύ μάλιστα που τη διέδωσε και σε μένα,κι ένοιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά. Τι να είδε άραγε,ποιος το ξέρει… Τι να συνάντησε κι απόψε….
Τότε που οι δίκαιοι κοιμούνται και ξεκουράζονται,να πάρουν δύναμη,για να συνεχίσουν την άλλη μέρα τον αγώνα τον καλό. Τότε που τα πουλιά κουρνιάζουν,για να ξαναρχίσουν να κελαηδούν την άλλη μέρα. Τότε που τα φίδια ,τα θηρία και τα ζώα του κάμπου λένε,φτάνει για σήμερα.
Τότε, η σκιά του κακού φοράει το γιλέκο της,γυαλίζει προσεκτικά τα παπούτσια της ,πιάνει το μαστίγιο,κρεμάει στον ώμο τη φαρέτρα,γεμάτη βέλη φαρμακερά,και όποιον πάρει ο χάρος.
Ο ταξιδιάρης φίλος μου τα είδε όλα. Τα είδε και μελαγχόλησε. Και πως να συνεχίσει έτσι το ταξίδι;… Βαριεστημένα πήρε πάλι το καλάμι,το στήριξε στον φωτεινό του κύκλο και αυτό άρχισε να περιστρέφεται. Βιάστηκε να φύγει από τα δικά μας μέρη,να φύγει,να φύγει,όσο πιο γρήγορα μπορούσε,να πάει εκεί που να μη φθάνει η σκιά του κακού.
Άκουσε από μακριά τα ταμ-ταμ και αναθάρρησε. Γέλασε το μάτι του. Ξεκαρδίστηκε με την αφέλεια και τα καμώματά τους. Μα σα νύχτωσε κι εκεί,η σκιά του κακού,πρόλαβε και μαστίγωσε τις ψυχές,που ανύποπτες την εμπιστεύτηκαν. Τότε ήρθαν τα σύννεφα και σκέπασαν τον φωτεινό δίσκο,να κρύψουνε τα δάκρυα που κύλησαν.
Κρύφτηκε κι έκλαψε με την ψυχή του. Έκλαψε και τα δάκρυα τα καυτά,τρύπησαν τα σύννεφα,κι έπεσαν πάνω στη γη,για να ποτίσουν το χωράφι,του δίκαιου και του άδικου μαζί. Για να ποτίσουν τα λουλούδια και να βγουν τ’άνθη τα λογής λογής. Για νά ΄ρθει η πεταλούδα να καθίσει με τα πανώρια της φτερά να χαιρετίσει τον καινούργιο βασιλιά.
Γεια σου Ήλιε,γεια.