Του Αδάμου Ευαγγέλου
Τα τελευταία οχτώ χρόνια υπήρξαν ταραχώδη για τις οικονομίες αρκετών Ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες εξακολουθούν να είναι αδύναμες, εύθραυστες και με προοπτική ανάκαμψης αβέβαιη. Όλη αυτή η αρνητική κατάσταση δημιουργεί αποπληθωριστικές πιέσεις, με συνέπεια να ελαττώνεται η ονομαστική ζήτηση. Η ελάττωση της ζήτησης πιέζει τις τιμές, εντείνει τον αποπληθωρισμό, συμπιέζει τα κέρδη, εγκλωβίζει τη μεγέθυνση της οικονομίας στην περιοχή του μηδενός και κάνει τις χώρες να υποφέρουν από αρνητικό πληθωρισμό, μ’ αποτέλεσμα η ανάκαμψη να παραμένει απογοητευτική και η απασχόληση σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Σ’ αυτό το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και όχι μόνο, προσπάθησαν να ρυθμίσουν την ποσότητα του χρήματος στην οικονομία, προκειμένου να αποφύγουν τον αποπληθωρισμό, ο οποίος δημιουργεί μια παρατεταμένη και μόνιμη πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Έτσι προέκυψε η ποσοτική χαλάρωση, η πιστωτική χαλάρωση και η τιμή του χρήματος με τα μηδενικά επιτόκια που στόχο έχουν την μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων και τέλος τα αρνητικά επιτόκια.
Ηδη στις διεθνείς αγορές κυκλοφορούν κρατικά ομόλογα αξίας πολλών δισ. ευρώ με αρνητικές αποδόσεις. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της ανεπαρκούς ζήτησης παραμένει με συνέπεια να δημιουργούνται αποπληθωριστικές τάσεις. Η εξέλιξη αυτή κάνει πολλούς ν’ αναρωτιούνται, αν ο αποπληθωρισμός είναι χειρότερος από τον πληθωρισμό. Η απάντηση είναι, ότι στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια παρατεταμένη πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μια πιο συνήθη μορφή «βαθέως» ρίσκου, εφ’ όσον πληθωρίζει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και μειώνει την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος. Ακόμη, ο πληθωρισμός ανταμείβει τους δανειολήπτες και τιμωρεί τους δανειστές και όσους εξαρτώνται από σταθερά εισοδήματα. Ο αποπληθωρισμός κάνει ακριβώς το αντίστροφο.
Σε ότι αφορά τη χώρα μας η οποία πέρασε μια περίοδο, περίπου τεσσάρων χρόνων αποπληθωρισμού, σήμερα δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας, συνέχισης ή επιδείνωσης του αποπληθωρισμού, γιατί η συμμετοχή στην Ενωμένη Ευρώπη παρέχει σχετική ασφάλεια. Αυτή η ασφάλεια διασφαλίζει τους επενδυτές, εφόσον οι αποφάσεις παίρνονται σε επίπεδο Ευρωζώνης. Επίσης, μια παρατεταμένη και μόνιμη πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ( αποπληθωριστική περίοδος) θα πρέπει να θεωρηθεί εξαιρετικά σπάνια περίπτωση κι αυτό γιατί οι κεντρικές τράπεζες ρυθμίζουν την ποσότητα του χρήματος που διατίθεται για την οικονομία.
Η ρυθμιζόμενη ποσότητα χρήματος έχει ως στόχο την τόνωση της ονομαστικής ζήτησης, μέσω των καταναλωτών με μεσαίο ή μικρό εισόδημα. Στη συνέχεια λόγω της ζήτησης ( η οποία δημιουργεί καταναλωτική δαπάνη) αυξάνεται η παραγωγικότητα, δημιουργείται απασχόληση, με αποτέλεσμα να μεγεθύνεται η οικονομία.
Τώρα, για να επανέλθουμε στο παραπάνω ερώτημα, μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει κάποιος λόγος ώστε να θεωρείται ο αποπληθωρισμός χειρότερος του πληθωρισμού. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις η ανάπτυξη κινείται σε χαμηλά επίπεδα, οπότε δεν συντρέχει κάποιος λόγος ώστε να προτιμήσει κανείς τον πληθωρισμό από τον αποπληθωρισμό.
Πάντως, σίγουρο είναι ότι και οι δύο αναφερθείσες περιπτώσεις, προκαλούν σημαντικές αναταράξεις στην οικονομία ενός κράτους και αντιμετωπίζονται μόνο με την ανάπτυξη. Δηλαδή, με υγιή επιχειρηματικότητα, βελτίωση της παραγωγικότητας, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
*Ο Αδάμος Ευαγγέλου είναι πρώην καθηγητής εφαρμογών στο ΑΤΕΙ.Θ και μέλος του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ.