Του Γιάννη Κορομήλη
Α΄ΕΝΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Πάνω από έξι χρόνια πέρασαν από τότε που καταλάβαμε – με καθυστέρηση όπως πάντα μερικών ετών – ότι μπήκαμε για τα καλά στην οικονομική κρίση. Οι ΗΠΑ είχαν καταλάβει το ίδιο πράγμα τουλάχιστον τρία χρόνια νωρίτερα!
Οι πολιτικοί μας, τα τρία αυτά κρίσιμα χρόνια, μας μιλούσαν για «δυνατή και θωρακισμένη οικονομία» κι άλλα παρόμοια. Τρανή απόδειξη ότι ζούσαν στον κόσμο τους. Ο Κώστας Καραμανλής, όταν συνειδητοποίησε, το 2008, την κατάσταση, κάλεσε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον γνωστό Γιώργο Α. Παπανδρέου, για συνεργασία ώστε να ληφθούν αντιλαϊκά μέτρα. Εκείνος του απάντησε: «Καμία συνεργασία. Για όλα φταίει η ανίκανη Κυβέρνηση, που πρέπει να παραιτηθεί. Δεν χρειαζόταν μέτρα. Λεφτά υπάρχουν».
Αυτό που τον έκαιγε, βλέπεις, δεν ήταν η κατάσταση και το μέλλον της χώρας αλλά το να γίνει ο ίδιος Πρωθυπουργός. Η πατροπαράδοτη , η αιώνια διχόνοια «που – κατά τον Εθνικό μας ποιητή – κρατάει/ κι ο το σκήπτρο η δολερή/καθενός χαμογελάει/ πάρτο, λέγοντας, εσύ». Αυτό το σκήπτρο έβλεπε μόνο ο ΓΑΠ. Και με ψεύτικες υποσχέσεις για διαφόρων ειδών παροχές, μια και «λεφτά υπάρχουν», που βέβαια δεν υπήρχαν, αλλά δεν το ήξερε ή κι αν το ήξερε δεν τον ενδιέφερε.. Αυτόν ένα τον «πονούσε και τον έσφαζε»: «το κουβέρνο, τζάνεμ, το κουβέρνο» που θάλεγε κι ο μονίμως φιλοκυβερνητικός Μποδοσάκης.
Πήρε λοιπόν τα σκήπτρο ο κ. ΓΑΠ και ενώ η οικονομία βούλιαζε αυτός… μοίραζε επιδόματα!! Και λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2010 υπόγραψε το πρώτο (και θανατερό) μνημόνιο. Τα όσα ακολούθησαν γνωστά. Και εκδιώχθηκε από την πρωθυπουργία αφού η Κ.Ο του Πα.σο.κ του έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης όχι όπως γίνεται πάντα για να μείνει στη θέση του αλλά.. να φύγει. Και έφυγε κακήν κακώς, αφού πρότεινε για την πρωθυπουργία ακόμη και το φίλο του τον κ. Πετσάλνικο! Νωρίτερα είχε προτείνει την κα Παπαδημητρίου και τινές άλλους του ιδίου κοινοβουλευτικού αναστήματος.
Μας ήρθε ( ή μας τον φέραν;) ο κ. Παπαδήμος με τη στήριξη ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μετά ο κ. Σαμαράς, με στήριξη Πασοκ και ΔΗΜΑΡ ( που μετά ένα χρόνο περίπου) αποχώρησε. Εκεί περί τα τέλη του 2014 άρχισε κάπως να κινείται η ετοιμοθάνατη οικονομία και να φαίνεται κάπου αμυδρό «φως στο τούνελ», αλλά … Αλλά ο κ. Τσίπρας και η «παρέα της Αίγινας» ζήλεψαν τη δόξα του Γιωργάκη. Και έταξαν στους πάντες τα πάντα: Μισθούς και συντάξεις στα προ του 2009 επίπεδα, κατάργηση των μνημονίων και ό,τι ζητούσε και το μικρότερο σωματείο της χώρας υπήρχε μας έλεγαν, ένας άλλος, αριστερός αυτή τη φορά – δρόμος που οδηγούσε, χωρίς θυσίες και βάσανα, κατ’ ευθείαν … στον παράδεισο. Τους ψήφισε ο λαός, έστω και το ένα τέταρτο του. Και ελέω εκλογικού νόμου και Πάνου Καμμένου πήραν την κυβέρνηση.
Τώρα, όπως λεν αγωνίζονται να πάρουν την εξουσία. Ο Ανδρέας τόλεγε πιο κομψά: «Το ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία». Ετούτοι λεν: « Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και στην εξουσία». Κι ο λαός; «Σκάσε και πλήρωνε». «Το τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε ο Τσίπρας, πρέπει να εφαρμοστεί και θα εφαρμοστεί».
Κι ο κοσμάκης απογοητευμένος παντελώς ( 9 στους 10, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, δεν εμπιστεύεται τη σημερινή κυβέρνηση) περιήλθε σε σύγχυση και απόγνωση. Έπαθε κάτι ανάλογο μ’ αυτό που έπαθε το σκυλί του Παβλόφ , στην Τρίτη φάση των πειραμάτων. Όταν δεν ήξερε τι να περιμένει. Όταν όλα όσα θεωρούσε σταθερά κι αυτονόητα αποδείχθηκαν στην πράξη απρόβλεπτα, απροσδιόριστα.
Ένα μικρό τμήμα του λαού μας πίστευε, και το διατράνωνε με κάθε τα τρόπο, πως η λύση σε όλα τα προβλήματα είναι η Αριστερά. Η φιλολαϊκή, η ηθική, η δίκαιη, η ανθρώπινη Αριστερά. Η συντριπτική πλειοψηφία δεν πίστευε κάτι τέτοιο. Υπήρχε η πείρα του εμφυλίου. Προπαντός δε και η τραγική κατάληξη του αριστερού πειράματος, στη Ρωσία και στις άλλες χώρες του π. «υπαρκτού σοσιαλισμού». Απ’ την άλλη όμως Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά τους είχαν απογοητεύσει. Με τα μνημόνια και τα σκληρά μέτρα. Κι όπως «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται» πιάστηκαν κι αυτοί (όχι όλοι αλλά ικανό τμήμα τους, ώστε να τον αναδείξουν πρώτο κόμμα) από το ΣΥΡΙΖΑ και το νέο κ. Τσίπρα. Και προδόθηκαν – τόγραψε κι αυτό ο εθνικός μας ποιητής: «λαέ μου ευκολόπιστε και πάντα προδομένε» – χειρότερα από ότι με τους προηγούμενους.
Αποτέλεσμα: Απόγνωση, απελπισία, αφασία. Και ένα μόνιμο και αναπάντητο ερώτημα: Μα που πάμε τέλος πάντων; Τι ακόμα μας περιμένει;
Αυτό ακριβώς το βασανιστικό ερώτημα θα προσπαθήσουμε νε προσεγγίσουμε και ει δυνατόν να απαντήσουμε, στα επόμενα φύλλα μας. Με μια μικρή διόρθωση ως προς το «που πάμε»: Αν θέλουμε να ακριβολογούμε, το ερώτημα τίθεται ως εξής: Που μας πάνε; Που οδηγούμαστε από τα ντόπια και ξένα αφεντικά μας;